Μτφρ. Μ. Κεκροπούλου. 1997. Ξενοφών. Οικονομικός. Εισαγωγή, μετάφραση. Αθήνα: Ενάλιος.

Και ο Κριτόβουλος απάντησε: «Δεν αντιλέγω σε όλα αυτά που λες, Σωκράτη. Αλλά είναι καιρός να μου προσφέρεις την προστασία σου για να μην είμαι άξιος οίκτου».

Όταν τον άκουσε ο Σωκράτης να μιλάει έτσι, του είπε: «Δεν νομίζεις ότι είναι παράδοξο, Κριτόβουλε, αυτό που κάνεις στον εαυτό σου; Πριν λίγο γέλασες μαζί μου γιατί τάχα δεν ξέρω τι πάει να πάει πλούτος. Και μάλιστα δεν σταμάτησες παρά μονάχα, όταν παραδέχτηκα ότι δεν έχω ούτε το ένα εκατοστό της περιουσίας σου. Τώρα με παρακαλάς να σε προστατεύσω και να φροντίσω ώστε να μην καταντήσεις ολότελα πένης;»

«Ναι, γιατί βλέπω, Σωκράτη, ότι ξέρεις έναν τρόπο για να πλουτίσει κάποιος, να κάνει την περιουσία του να αβγατέψει. Όποιος λοιπόν μπορεί από τα λίγα να αποταμιεύει, θαρρώ ότι από τα πολλά μπορεί να αποκτήσει ακόμα περισσότερα».

«Για θυμήσου, πριν από λίγο στην συζήτησή μας δεν μ' άφησες να πω κουβέντα γιατί ισχυριζόσουν ότι αυτός που δεν ξέρει να χρησιμοποιεί τα άλογα, γι' αυτόν τα άλογα δεν εκπροσωπούν χρήματα και κατά τον ίδιο τρόπο ούτε η γη, ούτε τα πρόβατα, ούτε καν τα νομίσματα, αλλά ούτε και οτιδήποτε άλλο που δεν ξέρει να το χρησιμοποιεί. Ε, λοιπόν, εγώ σου λέω ότι τα εισοδήματα προέρχονται από τέτοια αγαθά. Είναι δυνατόν να νομίζεις ότι εγώ μπορώ να τα χρησιμοποιώ όλα αυτά, αφού ποτέ μου δεν είχα τέτοια αγαθά;»

«Ναι, αλλά συμφωνήσαμε ότι ακόμα κι αν κάποιος δεν έχει χρήματα, υπάρχει ωστόσο η τέχνη της οικονομίας. Τι σε εμποδίζει να έχεις αυτή τη γνώση;»

«Μα τον Δία, εκείνο ακριβώς που μπορεί να εμποδίσει έναν άνθρωπο να παίζει αυλό, αν ο ίδιος δεν είχε ποτέ δικούς του αυλούς ή δεν ήθελε να δανειστεί από κανέναν αυλούς για να μάθει να παίζει. Το ίδιο συμβαίνει και σε μένα με την οικονομία. Δηλαδή, ούτε ο ίδιος απέκτησα ποτέ χρήματα για να μάθω την οικονομία, ούτε ποτέ μέχρι τώρα κανένας μου παρέδωσε τη διαχείριση των χρημάτων του. Και να που τώρα θέλεις να μου παραχωρήσεις εσύ τη διαχείριση των δικών σου χρημάτων. Όμως όσοι αρχίζουν να μαθαίνουν κιθάρα, καταστρέφουν και τις λύρες. Κι εγώ αν επιχειρούσα να μάθω την οικονομία διαχειριζόμενος την περιουσία σου, ίσως να κατέστρεφα τον οίκο σου».

Σε όλα αυτά ο Κριτόβουλος απάντησε: «Με μεγάλη ευκολία προσπαθείς να ξεφύγεις και να μη με βοηθήσεις να αντιμετωπίσω πιο εύκολα τις υποχρεώσεις μου».

«Όχι, μα τον Δία,» είπε ο Σωκράτης. «Όχι σε διαβεβαιώνω ότι δεν προσπαθώ να ξεφύγω. Και μάλιστα θα σου πω ό,τι σχετικό ξέρω. Νομίζω όμως ότι, αν ερχόσουν να μου ζητήσεις φωτιά και δεν είχα να σου δώσω αλλά σε πήγαινα αλλού απ' όπου θα μπορούσες να πάρεις, δεν θα με κατηγορούσες γι' αυτό. Κι αν μου ζητούσες νερό κι εγώ, επειδή δεν είχα, σε οδηγούσα αλλού, ξέρω πως ούτε και γι' αυτό θα με κατηγορούσες. Και αν πάλι θα ήθελες να μάθεις μουσική κι εγώ σου συνιστούσα άλλους δασκάλους πιο ικανούς από μένα στη μουσική που θα σου έδιναν αυτό το χάρισμα, πώς θα μπορούσες να με κατηγορήσεις;»

«Σωστά. Άδικα θα σε κατηγορούσα, Σωκράτη».

«Εγώ λοιπόν, Κριτόβουλε, θα σου συστήσω άλλους πιο ικανούς από μένα για να μάθεις όλα όσα μου ζητάς. Ομολογώ ότι έχω φροντίσει να μάθω ποιοι από τους συμπολίτες μας είναι οι πιο ειδικοί στο θέμα. Όταν δηλαδή κάποτε παρατήρησα ότι από την ίδια τη δουλειά τους κάποιοι ήσαν φτωχοί, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν πλουτίσει, απόρησα και σκέφτηκα ότι άξιζε να το εξετάσω αυτό το θέμα. Εξετάζοντάς το, λοιπόν, ανακάλυψα ότι ήταν πολύ φυσικό. Διαπίστωσα ότι όσοι ασχολούνται με κάτι επιπόλαια ζημιώνονται, ενώ όσοι δίνουν όλο τους τον εαυτό, τη σκέψη και την προσοχή τους, βγαίνουν γρήγορα και εύκολα κερδισμένοι. Φαντάζομαι, λοιπόν, ότι και συ θα ήθελες να γίνεις μαθητής τους, αν δεν σου έφερνε δυσκολίες κάποιος θεός, και θα γινόσουν ικανότατος χρηματιστής!»

Μτφρ. Ε. Μώρος. [1939] χ.χ. Ξενοφώντος Οικονομικός. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Και ο Κριτόβουλος είπε. (Κριτ.) Εγώ, Σωκράτη, δεν μπορώ πια να 'χω διαφορετική γνώμη σ' αυτά· μον' ελα κι είναι καιρός να με προστατέψεις, για να μη γίνω στ' αλήθεια, αξιολύπητος. Ο Σωκράτης λοιπόν, σαν τ' άκουσε είπε. (Σωκρ.) Μα, δε νομίζεις πως λες κάτι παράξενο για τον εαυτό σου, Κριτόβουλε, εσύ, που λίγο πιο μπροστά, όταν εγώ είπα πως είμαι πλούσιος, γέλασες ειρωνικά γιατί τάχα δεν ήξερα τι είναι πλούτος, και δεν έπαψες να κοροϊδεύεις παρά σαν μου 'κανες έλεγχο, και μ' έκανες να ομολογήσω πως δεν έχω ούτε το ένα εκατοστό της περιουσίας της δίκης σου, και τώρα με παρακαλείς να σε προστατεύω και να φροντίζω, πώς να μη γίνεις στ' αλήθεια ολότελα φτωχός;

(Κριτ.) Ναι· μα σε βλέπω Σωκράτη, είπε, να κατέχεις ένα τρόπο πλουτοπαραγωγικό για να μπορείς να κάνεις περιουσία. Ελπίζω πως εκείνος, που κατορθώνει, από λίγα κεφάλαια ξεκινώντας, να 'χει περίσσευμα, αν ξεκινά από πολλά, ελπίζω, λέω, πως πολύ εύκολα θα κατορθώσει να κάμει περιουσία.

(Σωκρ.) Ναι, μα ξέχασες, πως πιο μπροστά δεν μ' άφησες ούτε λέξη να πω, λέγοντας πως σ' αυτόν, που δεν ξέρει να μεταχειρισθεί τ' άλογα, δεν είναι περιουσία τ' άλογα, ούτε τα χωράφια, ούτε τα πρόβατα, ούτε τα λεφτά, ούτε τίποτα, που δεν θα 'ξερε κανείς να το μεταχειρίζεται; Τα εισοδήματα λοιπόν γίνονται απ' αυτά. Και τότε πώς έχεις τη γνώμη πως εγώ θα μπορέσω να μάθω να μεταχειρίζομαι κάτι απ' αυτά, εγώ που δεν είχα καθόλου, ποτέ, τίποτε απ' αυτά;

(Κριτ.) Μα είπαμε πως, κι αν κανένας τύχει να μην έχει νοικοκυριό, υπάρχει κάποια γνώση της νοικοκυρωσύνης. Τι σ' εμποδίζει λοιπόν να ξέρεις; (Σωκρ.) Εκείνο ακριβώς, μα το θεό, που θα εμπόδιζε έναν άνθρωπο να ξέρει να παίζει αυλούς, αν ούτε ο ίδιος είχε αποκτήσει καμμιά φορά, ούτε κανένας άλλος του 'δωκε να μαθαίνει με τους δικούς του. Έτσι συμβαίνει και με μένα ως προς τη νοικοκυρωσύνη.

Γιατί ούτε ο ίδιος είχα αποκτήσει ποτέ μου μέσα να κάμω νοικοκυριό, για να μαθαίνω, ούτε κανένας άλλος μέχρι τα τώρα μου εμπιστεύθηκε να κάνω κουμάντο στην περιουσία του, εκτός αν θέλεις εσύ από σήμερα να μου την εμπιστευθείς. Όμως, όσοι μαθαίνουν για πρώτη φορά να κιθαρίζουν καταστρέφουν, όπως ξέρουμε, τις κιθάρες· κι εγώ λοιπόν, αν επιχειρούσα στο σπιτικό σου να μαθαίνω τη νοικοκυρωσύνη, μπορεί να σου κατέστρεφα τελείως τo σπιτικό.

Σ' αυτά, ο Κριτόβουλος παρατήρησε. (Κριτ.) Για κακή μου τύχη, Σωκράτη, προσπαθείς με προθυμία να αποφεύγεις να με βοηθήσεις και συ σε κάτι, για να οικονομώ ανετώτερα τ' απαραίτητά μου. (Σωκρ.). Μα το θεό, όχι·είπε ό Σωκράτης· εγώ τουλάχιστο δεν αποφεύγω, απεναντίας πάρα πολύ πρόθυμα, όσα κατέχω, θα σου τα διδάξω.

Πιστεύω, πως δε θα 'χες από μένα παράπονο, αν ερχόσουνα να μου ζητήσεις φωτιά και δεν είχα και σε πήγαινα κάπου αλλού, απ' όπου θα μπορούσες να πάρεις φωτιά∙ επίσης ξέρω, πως δε θα 'χες ούτε γι' αυτό παράπονο, αν δηλαδή ζητούσες νερό και δεν είχα και σε πήγαινα αλλού που έχει. Επίσης, αν ήθελες να μάθεις μουσική από μένα κι εγώ σου υπόδειχνα ανθρώπους, που είναι πιο ικανοί από μένα στη μουσική και που θα σου χρωστούσαν και χάρη, αν θα 'θελες να μαθαίνεις απ' αυτούς μουσική, δεν καταλαβαίνω, γιατί τάχα θα 'χες παράπονο από μένα γι' αυτά.

(Κριτ.) Βέβαια, δε θα 'χα κανένα παράπονο, Σωκράτη. (Σωκρ.) Ε, λοιπόν, εγώ θα σου υποδείξω, για όσα τώρα ικετεύεις να μαθαίνεις από μένα, Κριτόβουλε, άλλους, πολύ πιο έμπειρους σ' αυτά. Να 'σαι δε βέβαιος πως έχω φροντίσει να μάθω, ποιοι, για κάθε ζήτημα είναι οι τελειότατοι επιστήμονες απ' τους επιστήμονες της πόλης.

Γιατί όταν κάποτε εξακρίβωσα πως απ' τις ίδιες δουλειές άλλοι είναι πολύ φτωχοί κι άλλοι πολύ πλούσιοι, παραξενεύθηκα πολύ και σκέφθηκα πως αξίζει να εξετάσω, τι συμβαίνει. Και ερευνώντας βρήκα πως αυτό συμβαίνει πολύ φυσικά.

Γιατί έβλεπα, πως όσοι εκτελούσαν τις δουλειές χωρίς σκέψη, ζημιώνονταν, όσοι όμως φρόντιζαν με προσοχή, κατάλαβα πως τις εκτελούσαν τις δουλειές και ταχύτερα και ανετώτερα και επικερδέστερα. Απ' αυτούς τους δεύτερους νομίζω πως θα γινόσουνα και συ, αν ήθελες, αφού πρώτα μάθαινες, με τη βοήθεια του θεού, δηλαδή πολύ άξιος να βγάζεις λεπτά.