Μτφρ. Μ. Κεκροπούλου. 1997. Ξενοφών. Οικονομικός. Εισαγωγή, μετάφραση. Αθήνα: Ενάλιος.

«Και πώς γίνεται να είναι αδέσποτοι, αφού από τη μια επιθυμούν να περνούν καλά και κάνουν τα πάντα προκειμένου να αποκτούν αγαθά, ενώ από την άλλη τα αφεντικά τους τούς εμποδίζουν να το κάνουν;»

«Και ποιοι είναι εκείνοι» είπε ο Κριτόβουλος, «που είναι αφεντικά τους και δεν φαίνονται;»

«Μα τον Δία,» είπε ο Σωκράτης, «δεν είναι διόλου αφανή· φαίνονται και πολύ μάλιστα. Και ξέρεις δα, ότι είναι πολύ κακά αφεντικά η κακία, η τεμπελιά, η μαλθακότητα της ψυχής και η αμέλεια. Υπάρχουν και μερικές απατηλές δέσποινες, που προσποιούνται ότι είναι ηδονές: οι κυβείες και οι ανώφελες συναναστροφές με ανθρώπους, που καθώς περνάει ο καιρός, γίνεται φανερό ακόμη και στους εξαπατημένους ότι είναι στην ουσία λύπες που φορούν το προκάλυμμα της ηδονής, τους εμποδίζουν να κάνουν έργα ωφέλιμα και τους εξουσιάζουν».

«Υπάρχουν όμως, Σωκράτη, και άλλοι που τίποτε δεν τους εμποδίζει να εργάζονται· αντίθετα, έχουν μεγάλη όρεξη για δουλειά και επινοούν τρόπους για να κερδίσουν χρήματα. Κι ωστόσο και τους οίκους τους καταστρέφουν και μπλέκονται σε δυσάρεστες καταστάσεις».

«Είναι κι αυτοί, βέβαια, δούλοι» είπε ο Σωκράτης, «και μάλιστα δούλοι πολύ σκληρών αφεντικών: της λαιμαργίας, της ασέλγειας, της μέθης, δούλοι ανόητων και δαπανηρών φιλοδοξιών. Όλα αυτά τα κακά τούς κυριεύουν, κι όσο τους βλέπουν να εργάζονται ακμαίοι και δυνατοί, τους παρασύρουν και τους κάνουν να ξοδεύουν όσα βγάζουν από την εργασία τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους.

Όταν όμως διαπιστώσουν ότι δεν μπορούν πια να δουλέψουν εξαιτίας των γηρατειών, τους εγκαταλείπουν, τους αφήνουν να γεράσουν μόνοι τους ή άλλοι πάλι τους μεταχειρίζονται ως δούλους. Όμως πρέπει, Κριτόβουλε, να πολεμάει κανείς για την προσωπική του ελευθερία περισσότερο απ' ό,τι όταν παίρνει το όπλο για να πολεμήσει ενάντια σ' εχθρούς που θέλουν να τον υποδουλώσουν. Οι εχθροί, όταν είναι ενάρετοι άνδρες και υποδουλώσουν κάποιους, τους αναγκάζουν να γίνουν καλύτεροι και να ζήσουν με περισσότερες ανέσεις την υπόλοιπη ζωή τους. Τέτοιες αφέντρες σαν τις παραπάνω ηδονές, όμως, δεν παύουν να βασανίζουν και να φθείρουν τα σώματα των ανθρώπων, τις ψυχές και τους οίκους που τυχόν ελέγχουν».

Μτφρ. Ε. Μώρος. [1939] χ.χ. Ξενοφώντος Οικονομικός. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

(Σωκρ.) Και πώς μπορεί, είπε ο Σωκράτης, να μην έχουν κυρίους που, ενώ εύχονται να ευτυχούν κι ενώ θέλουν να κάνουν εκείνα απ' τα οποία θα κέρδιζαν αγαθά, εμποδίζονται να τα εκτελέσουν απ' αυτούς, που τους κυριαρχούν;

(Κριτ.) Και ποιοι λοιπόν ειν' αυτοί, που από κρυφά τούς επιβάλλονται; είπε ο Κριτόβουλος.

(Σωκρ.) Μα, για το θεό, δεν είναι κρυφοί, είπε ο Σωκράτης, απεναντίας είναι πάρα πολύ φανεροί. Και τους καταλαβαίνεις πως είναι πάρα πολύ κακοί, αν φυσικά έχεις και συ τη γνώμη πως η πονηρία κι η τεμπελιά είναι και μαλακία ψυχής και νωθρότητα.

Είναι δε κι άλλες μερικές απατηλές κυρίες, που καμώνονται πως είναι ηδονές, παραδείγματος χάρη τα τυχερά παιγνίδια, κι οι κακές συναναστροφές των ανθρώπων, που σαν περάσει ο καιρός και σ' αυτούς τους ίδιους τους ξεγελασμένους φανερώνονται πως ήταν λύπες φυσικά, σκεπασμένες με ηδονές, που τους εμποδίζουν απ' την εκτέλεση ωφελίμων έργων, γιατί τους κυριαρχούν.

(Κριτ.) Μα, Σωκράτη, είναι κι άλλοι, είπε, που όχι μόνο δεν εμποδίζονται, απ' τις κυρίες αυτές, στη δουλειά, μα και όρεξη μεγάλη έχουν να δουλεύουν και να προσπαθούν να βρουν τρόπο να κερδίζουν· κι όμως και τα σπιτικά τους καταστρέφουν και πάντα βρίσκονται σε στενοχώριες οικονομικές.

(Σωκρ.) Σωστά, γιατί κι αυτοί δούλοι είναι, είπε ο Σωκράτης, δούλοι μάλιστα πολύ σκληρών κυρίων, άλλοι δούλοι στη λαιμαργία, άλλοι δούλοι στο σεξουαλισμό τους, άλλοι στο μπεκρουλίκι, κι άλλοι είναι δούλοι, κάτι φιλοδοξιών κουτών και πολυέξοδων, που τόσο σκληρά κυριαρχούν τους ανθρώπους ώστε, ως ότου τους βλέπουν νέους και γερούς για δουλειά, τους επιβάλλονται να σκορπίζουν και να σπαταλούν στα πάθη τους, όσα μπορούσαν να κερδίζουν απ' τη δουλειά τους, σαν τους καταλάβουν όμως πως γίνηκαν ανίκανοι, απ' τα γεράματα να δουλέψουν, τους αφήνουν να περάσουν άσχημα γεράματα και προσπαθούν πάλι να πιάσουν άλλους δούλους.

Και πρέπει, Κριτόβουλε, ν' αγωνίζεται κανείς ενάντια σ' αυτούς τους εχθρούς, για να 'ναι ελεύθερος, όχι λιγώτερο απ' όσο αγωνίζεται ενάντια σ' εκείνους, που προσπαθούν με τα όπλα να τον κάνουν σκλάβο τους. Οι εχθροί αυτοί τουλάχιστο, όσες φορές υποδούλωσαν μερικούς, αν ήταν καλοί, πολλούς, καθώς ξέρουμε, τους σωφρόνισαν και τους ανάγκασαν να 'ναι καλύτεροι και τους έκαμαν να περνούν την υπόλοιπη ζωή τους ανετώτερα. Οι κυρίες όμως αυτές δεν παύουν ποτέ να κακοποιούν τα σώματα των ανθρώπων και τις ψυχές και τα σπιτικά τους, όσο καιρό τούς κυριαρχούν.