Μτφρ. Β. Καλαμπαλίκης. 1975. Ξενοφώντος Κύρου Παιδεία. Αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σημειώσεις. Εισαγωγή Ν. Μπουγάς. Αθήνα: Πάπυρος.

Και το άρμα του Αβραδάτα με τα τέσσερα τιμόνια και τα οχτώ άλογα ήταν πολύ όμορφα στολισμένο. Τη στιγμή μάλιστα που αυτός θα φορούσε τό λινό του θώρακα, σύμφωνα με τη συνήθεια του τόπου του, η Πάνθεια του πρόσφερε ένα χρυσό κράνος και περιβραχιόνια, και πλατιά βραχιόλια για τους καρπούς των χεριών και κόκκινο χιτώνα που έφτανε μέχρι τα πόδια, με πτυχές στο κάτω μέρος, και λοφίο βαμμένο σε χρώμα υακίνθου. Αυτά τα ετοίμασε κρυφά από τον άντρα της, αφού πήρε τα μέτρα από τα όπλα του. Αυτός, όταν τα είδε, τάχασε και ρώτησε την Πάνθεια: Δεν πιστεύω να χάλασες τα στολίδια σου για να μου κάνεις όπλα; Μα το Δία, είπε η Πάνθεια, όχι βέβαια τα πιο πολύτιμα· γιατί εσύ, αν φαίνεσαι και στους άλλους, όπως φαίνεσαι και σε μένα, θα είσαι το ωραιότερο στολίδι μου. Και ενώ έλεγε αυτά, του φορούσε συνάμα τα όπλα, προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της.

Όταν ο Αβραδάτας, που και πρώτα ήταν ωραίος, φόρεσε αυτά τα όπλα, φάνηκε πάρα πολύ όμορφος και αρχοντικός, αφού και η φύση ήταν με το μέρος του. Στη συνέχεια πήρε από το βοηθό του τα χαλινάρια και ετοιμαζόταν πια να ανεβεί στο άρμα. Τότε η Πάνθεια παρακάλεσε ν' απομακρυνθούν όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, και του είπε: Πιστεύω, Αβραδάτα, πως γνωρίζεις καλά ότι, αν υπήρξαν ποτέ γυναίκες που αγάπησαν τον άντρα τους περισσότερο από τη ζωή τους, και εγώ είμαι μια απ' αυτές. Ποια η ανάγκη να αναφέρω λεπτομέρειες; Νομίζω πως οι πράξεις μου σου είναι περισσότερο πειστικές απ' όσα σου είπα τώρα. Ωστόσο, παρά την αφοσίωσή μου για σένα, όπως άλλωστε το ξέρεις, σου ορκίζομαι στην αγάπη μας, ότι θα προτιμούσα να ταφώ μαζί σου στην περίπτωση που θα αναδειχθείς γενναίος, παρά να ζω καταντροπιασμένη μ' έναν άντρα ατιμασμένο· τόσο μεγάλες φιλοδοξίες τρέφω για σένα και για τον εαυτό μου. Μετά, και στον Κύρο νομίζω ότι χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη, γιατί, όταν αιχμαλωτίστηκα και με παραχώρησαν τιμητικά σ' αυτόν, ούτε σαν σκλάβα θέλησε να με μεταχειριστεί, ούτε και σαν ελεύθερη με ατιμασμένο όνομα, αλλά με διαφύλαξε για χάρη σου σαν γυναίκα του αδελφού του. Εκτός απ' αυτό, και όταν ο Αράσπας, που με φύλαγε, τον εγκατέλειψε, του είπα πως, αν μου επέτρεπε να σε είδοποιήσω, θα ερχόταν κοντά του πολύ πιστότερος και καλύτερος άντρας από τον Αράσπα.

Εκείνη αυτά είπε· κι ο Αβραδάτας, γεμάτος θαυμασμό για τα λόγια της, έβαλε το χέρι του στο κεφάλι της και, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, προσευχήθηκε: Μεγάλε Δία, αξίωσέ με να φανώ σύζυγος αντάξιος της Πάνθειας, καθώς και αντάξιος φίλος του Κύρου, που μας τίμησε. Αυτά είπε μπροστά στην πόρτα του άρματος κι ανέβηκε σ' αυτό.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. χ.χ. Ξενοφών. Κύρου Παιδεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–IV. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Και του Αβραδάτα το άρμα με τα τέσσερα τιμόνια και τα οχτώ άλογα ήταν ωραιότατα στολισμένο. Όταν δε επρόκειτο να ντυθή το λινό του θώρακα κατά τη συνήθεια του τόπου του, του πρόσφερε η Πάνθεια χρυσό θώρακα και χρυσή περικεφαλαία, χρυσά βραχιόλια και πλατείς κρίκους γύρω στους καρπούς των χεριών, και χιτώνα κόκκινο μακρύ μέχρι των ποδών, που είχε στο κάτω μέρος δίπλες και λοφίο με το χρώμα του υακίνθου. Αυτά εφρόντισε να κατασκευαστούν κρυφά από τον άντρα της, αφού επήρε μέτρο στα όπλα του. Ο Αβραδάτας, όταν είδε αυτά, εξεπλάγη και ρώτησε την Πάνθεια: Δεν κατέστρεψες τα κοσμήματά σου, αγάπη μου, για να κατασκευάσης τα όπλα μου ; Όχι μα το Δία, απάντησε η Πάνθεια, δεν κατέστρεψα το πολυτιμότερό μου κόσμημα, γιατί συ για μένα, αν και στους άλλους φανής όπως φαίνεσαι σε μένα, θα είσαι ο μεγαλύτερος στολισμός. Ενώ έλεγε αυτά, τον έντυνε τα όπλα, και προσπαθούσε να κρύβη τα δάκρυα που τρέχανε στα μάγουλά της.

Όταν ο Αβραδάτας, που και πρωτύτερα ήταν αξιοθέατος, ωπλίσθηκε με τα όπλα αυτά, φάνηκε ωραιότατος και επιβλητικώτατος, επειδή και εκ φύσεως ήταν τέτοιος. Αφού δε επήρε τα ηνία από τον ηνίοχο, ετοιμαζόταν πια να ανεβή στο άρμα του. Τότε η Πάνθεια διέταξε όλους, όσοι παρευρίσκοντο, να αποσυρθούν και είπε: Νομίζω, Αβραδάτα, πως ξέρεις ότι, εάν και άλλη καμμιά γυναίκα αγάπησε έως τώρα τον άντρα της περισσότερο από τη ζωή της, και εγώ είμαι μία απ' αυτές. Τι χρειάζεται λοιπόν να αναφέρω καθένα χωριστά; Γιατί μου φαίνεται πως τα έργα μου μαρτυρούν καλύτερα, από όσα λόγια θα έλεγα τώρα. Ενώ όμως σε αγαπώ έτσι, όπως ξέρεις, σου ορκίζομαι στην αγάπη μας ότι θα ήθελα καλύτερα να ταφώ με σένα, αν φανής γενναίος, παρά να ζω γεμάτη ντροπή με άντρα που δείλιασε και έχασε την υπόληψή του. Έτσι εγώ έκρινα άξιο και σένα και τον εαυτό μου για τις κάλλιστες τιμές. Νομίζω ότι και στον Κύρο οφείλομε μεγάλη χάρη, γιατί, μολονότι ήμουνα αιχμάλωτος και δόθηκα στο μερτικό του, δεν θέλησε ούτε για δούλα να μ' έχη, ούτε ελεύθερη με ατιμασμένο όνομα, αλλά με φύλαξε για σένα, σαν να είχε αδελφού του γυναίκα. Ακόμη και όταν ο Αράσπας που με φύλαγε αποχώρησε απ' αυτόν, του υποσχέθηκα ότι, αν επιτρέπη να στείλω αγγελιοφόρο σε σένα θα έλθης προς αυτόν πιστότερος και πολύ καλύτερος από τον Αράσπα.

Η Πάνθεια αυτά είπε∙ ο Αβραδάτας εθαύμασε τα λόγια της, άγγιξε το κεφάλι της και προσευχήθηκε, αφού έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό, και είπε: Μέγιστε Δία, αξίωσέ με να φανώ αντάξιος σύζυγος της Πάνθειας, και αντάξιος φίλος του Κύρου που τόσο μας ετίμησε. Αφού είπε αυτά κοντά στη θύρα του άρματος, ανέβαινε σ' αυτό.