Μτφρ. Β. Καλαμπαλίκης. 1975. Ξενοφώντος Κύρου Παιδεία. Αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σημειώσεις. Εισαγωγή Ν. Μπουγάς. Αθήνα: Πάπυρος.

Οι άνθρωποι του Κύρου μ' αυτά καταγίνονταν. Οι Ασσύριοι εξάλλου, αφού είχαν γευματίσει, βγήκαν θαρραλέοι και άρχισαν να παρατάσσονται με αποφασιστικότητα. Τους παρέτασσε μάλιστα ο ίδιος ο βασιλιάς περνώντας από μπροστά τους με άρμα και ενθαρρύνοντάς τους με τα εξής:

Άντρες Άσσύριοι, τώρα πρέπει νά αναδειχτείτε γενναίοι· γιατί τώρα ο αγώνας αφορά τη ζωή σας, τη γη που γεννηθήκατε, τα σπίτια όπου μεγαλώσατε, τις γυναίκες και τα παιδιά σας και γενικά όλα τα αγαθά σας. Αν νικήσετε, θα είστε σ' όλα αυτά κύριοι, όπως και στο παρελθόν∙ στην περίπτωση όμως που νικηθείτε, το ξέρετε καλά πως όλα αυτά θα τα παραδώσετε στους εχθρούς. Αφού τόσο πολύ θέλετε να νικήσετε, παραμείνετε στις θέσεις σας και πολεμήστε. Γιατί είναι ανόητο, για ανθρώπους που θέλουν να νικήσουν, να αντιπαρατάσσουν στον εχθρό, οπισθοχωρώντας, τα τυφλά μέρη του σώματος (τα νώτα), που είναι άοπλα και χωρίς χέρια· μωρός είναι επίσης κι εκείνος που θα επιχειρούσε να τραπεί σε φυγή, ενώ θέλει να ζήσει, αν και γνωρίζει ότι οι νικητές σώζονται, ενώ εκείνοι που τρέπονται σε φυγή σκοτώνονται περισσότερο απ' αυτούς που παραμένουν στις θέσεις τους· μωρός είναι ακόμα κι όποιος, ενώ επιθυμεί τα χρήματα, ανέχεται να νικηθεί. Γιατί, ποιος δεν ξέρει ότι οι νικητές όχι μόνο τα δικά τους σώζουν, αλλά παίρνουν και τα αγαθά των νικημένων, ενώ οι νικημένοι χάνουν και τη ζωή τους και τα υπάρχοντά τους; Ο Ασσύριος λοιπόν μ' αυτά ασχολούνταν.

Παράλληλα ο Κυαξάρης έλεγε με αγγελιοφόρους στον Κύρο πως ήταν καιρός πια να βαδίσουν εναντίον των εχθρών· γιατί αν ακόμα είναι λίγοι αυτοί πού βρίσκονται έξω από τα χαρακώματα, θα αύξηθούν την ώρα που θα κατευθυνόμαστε ενατίον τους. Να μην περιμένουμε επομένως να γίνουν αυτοί περισσότεροι, αλλά να τους επιτεθούμε, όσο ελπίζουμε ακόμα ότι εύκολα θα ήταν δυνατό να τους νικήσουμε. Ο Κύρος τότε του αποκρίθηκε: Κυαξάρη, αν όσοι νικηθούν δε θα είναι περισσότεροι από τους μισούς, να είσαι βέβαιος πως θα πουν ότι εμείς από φόβο για τους πολλούς επιτεθήκαμε στους λίγους και δε θά παραδεχτούν ότι νικήθηκαν. Σ' αυτήν την περίπτωση θα χρειαστεί να δώσεις και άλλη μάχη, κατά την οποία θα προετοιμαστούν ίσως καλύτερα από τώρα που μας επιτρέπουν να τους έχουμε στο χέρι μας και να πολεμούμε με όσους θέλουμε απ' αυτούς. Οι αγγελιοφόροι έφυγαν μ' αυτή την απάντηση.

Στο μεταξύ ήρθε ο Πέρσης Χρυσάντας και μερικοί άλλοι από τους ευπατρίδες, φέρνοντας αυτομόλους. Ο Κύρος, όπως ήταν φυσικό, ζητούσε πληροφορίες από τους λιποτάκτες σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στο εχθρικό στρατόπεδο. Εκείνοι έλεγαν πως βγήκαν πια ένοπλοι από τα χαρακώματα και πως τους παρέτασσε σε μάχη ο ίδιος ο βασιλιάς, που ήταν έξω κι αυτός και τους ενεθάρρυνε λέγοντας σ' αυτούς που κάθε φορά έβγαιναν πολλά και σπουδαία, όπως έλεγαν εκείνοι που τα άκουγαν. Τότε ο Χρυσάντας είπε: Τι θα έλεγες, Κύρε, αν και συ συγκαλούσες τους στρατιώτες για να τους ενθαρρύνεις, όσο ακόμα υπάρχουν περιθώρια, μήπως και τους κάνεις γενναιότερους; Και ο Κύρος του απαντά: Μη σε ανησυχούν, Χρυσάντα, καθόλου οι παροτρύνσεις του Ασσύριου· γιατί καμιά συμβουλή δεν είναι τόσο αποτελεσματική, ώστε να μπορεί μέσα στην ίδια μέρα να κάνει καλούς αυτούς που δεν είναι, όταν θα την ακούσουν. Ούτε καλούς τοξότες βέβαια θα μπορούσε να τους κάνει, αν δεν έχουν πρωτύτερα ασκηθεί σ' αυτό ούτε ακοντιστές ούτε ιππείς αλλά ούτε και ικανούς να καταπονούν τα σώματά τους, αν δεν έχουν από πρώτα εξασκηθεί. Όμως θα ήταν αρκετό, Κύρε, είπε ο Χρυσάντας, αν με τις προτροπές σου καταστήσεις γενναιότερες τις ψυχές τους. Πράγματι, του απαντά ο Κύρος, θα είχε τη δύναμη ένας λόγος που θα λεχθεί την ίδια μέρα να γεμίσει με αιδώ τις ψυχές των ακροατών ή να τις εμποδίσει από τις αισχρές πράξεις και να τις παρακινήσει να αναλαμβάνουν χάριν του επαίνου κάθε κόπο και κάθε κίνδυνο και να κάνουν συνείδησή τους ότι είναι προτιμότερο να πεθαίνουν πολεμώντας, παρά να σώζονται τρεπόμενοι σε φυγή; Άραγε, είπε, αν θα επιθυμούσαμε τέτοιες σκέψεις να χαράσσονται και να γίνονται μόνιμες στο νου των ανθρώπων, μήπως θα έπρεπε πρώτα να υπάρχουν νόμοι που να εξασφαλίζουν στους γενναίους μια ζωή τίμια και ελεύθερη, ενώ παράλληλα να καταδικάζουν τους δειλούς σε μια ζωή ταπεινή και γεμάτη λύπες και ανάξια να τη ζει κανείς; Έπειτα, νομίζω πως πρέπει να υπάρχουν γι' αυτά δάσκαλοι και άρχοντες που να καθοδηγήσουν σωστά τους ανθρώπους, να τους διδάξουν και να τους συνηθίσουν έτσι, μέχρις ότου τους γίνει συνείδηση ότι οι γενναίοι και ξακουστοί είναι πράγματι πιο ευτυχείς, ενώ οι δειλοί και περιφρονημένοι είναι οι πιο δυστυχείς απ' όλους. Γιατί έτσι πρέπει να μάθουν να σκέφτονται εκείνοι που θέλουν ν' αποδείξουν πως ξεπερνούν με τη μάθηση το φόβο των εχθρών. Αν, εξάλλου, τη στιγμή που βαδίζουν ένοπλοι στη μάχη, μέσα στην οποία πολλοί ξεχνούν ακόμα και τα παλιά μαθήματα, θα μπορούσε κανένας απαγγέλλοντας μερικούς στίχους να τους καταστήσει άντρες πολεμικούς, θα ήταν το πιο εύκολο απ' όλα να μάθει και να διδάξει κανείς τη μεγαλύτερη ανθρώπινη αρετή. Εγώ τουλάχιστον, πρόσθεσε, ούτε γι' αυτούς ακόμα που είχαμε και γυμνάζαμε δε θα πίστευα ότι θα παρέμεναν σταθεροί, αν δεν έβλεπα και σας να βρίσκεστε κοντά τους για να τους δείχνετε με το παράδειγμά σας πώς πρέπει να είναι και να μπορείτε να τους υπενθυμίζετε κάτι στην περίπτωση που το ξεχνούν. Όμως, Χρυσάντα, θα απορούσα, αν ένας καλά απαγγελμένος λόγος θα μπορούσε να παρακινήσει περισσότερο στη γενναιότητα αυτούς που δεν έχουν ασκηθεί καθόλου στην αρετή, απ' ό,τι ένα καλοτραγουδημένο τραγούδι, στη μουσική, εκείνους που είναι τελείως αμύητοι σ' αυτήν.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. χ.χ. Ξενοφών. Κύρου Παιδεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–IV. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

O Κύρος λοιπόν και οι δικοί του σ' αυτά κατεγίνοντο. Οι Ασσύριοι μετά το γεύμα βγήκαν με θάρρος από το οχύρωμα. Τους παρέτασσε ο ίδιος ο βασιλιάς περνώντας μπροστά τους απάνω στο αμάξι του, και τους παρακινούσε μ' αυτά τα λόγια:

Τώρα, Ασσύριοι, χρειάζεται να φανήτε γενναίοι. Γιατί τώρα αγωνίζεστε για τη ζωή σας, για τη χώρα που γεννηθήκατε, για τα σπίτια που ανατραφήκατε, για τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, και για όλα τα αγαθά που απολαμβάνετε. Γιατί αν νικήσετε, όλους αυτούς θα τους έχετε στην εξουσία σας, καθώς και πρωτύτερα, και αν νικηθήτε, μάθετέ το καλά ότι όλα αυτά θα τα παραδώσετε στους εχθρούς. Επειδή λοιπόν επιθυμείτε να νικήσετε, μείνετε να πολεμήσετε. Γιατί είναι ανόητον εκείνοι που επιθυμούν να νικούν, φεύγοντας να αντιτάσσουν στους εχθρούς τα μέρη του σώματος που δεν έχουν ούτε μάτια, ούτε άρματα, ούτε χέρια. Και ανόητος είναι κείνος που επιχειρεί να φεύγη, ενώ επιθυμεί να ζη, μολονότι ξέρει ότι όσοι μένουν στη μάχη σώζονται, και όσοι τρέπονται εις φυγήν σκοτώνονται ευκολώτερα παρά εκείνοι που μένουν στις θέσεις τους και πολεμούν. Ανόητος ακόμη είναι και εκείνος που, ενώ επιθυμεί χρήματα, δέχεται να νικηθή. Γιατί ποιος δεν ξέρει ότι όσοι νικούν σώζουν την περιουσία τους, και ακόμα παίρνουν τα πράγματα των νικωμένων, και ότι εκείνοι που νικώνται και τη ζωή τους και την περιουσία τους χάνουν; Ο βασιλιάς λοιπόν της Ασσυρίας σ' αυτά καταγινότανε.

Ο δε Κυαξάρης έστελνε αγγελιοφόρους στον Κύρο και τούλεγε, ότι καιρός είναι πλέον να βαδίζη εναντίον των εχθρών, γιατί, είπε, αν τώρα είναι ακόμη λίγοι έξω του οχυρώματος, θα γίνουν πολλοί ως ότου πλησιάσωμε. Ο Κύρος απεκρίθη: Αν, Κυαξάρη, όσοι νικηθούν δεν θα είναι οι μισοί, μάθε ότι θα πουν πως εμείς φοβηθήκαμε το πλήθος τους και επιχειρήσαμε να χτυπήσωμε τους λίγους, και δεν θα θεωρήσουν πως νικήθηκαν, αλλά θα χρειαστή άλλη μάχη, όπου ίσως σκεφθούν καλύτερα από ό,τι σκέπτονται τώρα να τους έχωμε στην εξουσία μας, ώστε να πολεμούμε με όσους απ' αυτούς θέλομε. Οι αγγελιοφόροι σαν άκουσαν αυτά, ανεχώρησαν.

Τότε έφτασε ο Πέρσης Χρυσάντας και μερικοί άλλοι ευπατρίδες, που είχαν μαζί τους μερικούς αυτομόλους. Ο Κύρος, όπως ήτο φυσικό, ερωτούσε τους αυτομόλους τι κάνουν οι εχθροί του, και εκείνοι έλεγαν ότι ο στρατός των Ασσυρίων βγήκε ένοπλος από το οχύρωμα, και ότι ο ίδιος ο βασιλιάς βρίσκεται έξω από το οχύρωμα και τον παρατάσσει, και κάνει σε κείνους, που κάθε τόσο βγαίνουν, πολλές και έντονες προτροπές, καθώς έλεγαν εκείνοι που τις άκουσαν. Τότε ο Χρυσάντας είπε: Τι σκέπτεσαι, Κύρε, αν και συ συγκάλεσης τους στρατιώτες ως ότου ακόμη είναι καιρός, και τους παρακινήσης, για να δοκιμάσης, μήπως τυχόν με την παρακίνηση τους κάμης κάπως γενναιότερους; Ο Κύρος απάντησε: Ας μη σε στενοχωρούν καθόλου, Χρυσάντα, οι παρακινήσεις του βασιλιά των Ασσυρίων, γιατί καμμιά παραίνεση δεν είναι τόσο ικανή, ώστε να κάμη τους δειλούς την ίδια μερα γενναίους, όταν την ακούσουν. Ούτε τοξότες βέβαια ικανούς μπορεί να κάμη ή παραίνεση, αν δεν έχουν πρωτύτερα ασκηθή στο τόξο, ούτε κονταρομάχους, ούτε ιππείς, ούτε μπορεί να κάμη ικανούς τους στρατιώτες να υποφέρουν τους κόπους, αν δεν έχουν γυμνάσει πρωτύτερα τα σώματά τους. Και ο Χρυσάντας απάντησε: Αλλά αρκετό βέβαιο, Κύρε, είναι, αν με τις παρακινήσεις σου τους κάμης γενναιότερους. Θα είναι άραγε δυνατόν, είπε ο Κύρος, ένας μόνος λόγος να γεμίση την ίδια μέρα τις ψυχές των ακροατών φιλοτιμία, ή να τους εμποδίση από κακές πράξεις, και να τους κάμη να πιστεύουν ότι πρέπει χάριν του επαίνου κάθε κόπο, κάθε κίνδυνο να αναλαμβάνουν, και να τους κάμη να πεισθούν απολύτως περί τούτου, ότι δηλαδή προτιμότερο είναι μαχόμενοι να πεθάνουν παρά φεύγοντας να σώζωνται; Δεν πρέπει άραγε, είπε, αν πρόκειται τέτοια φρονήματα να χαραχτούν στις ψυχές των ανθρώπων και να μείνουν σταθερά, πρώτα πρώτα να υπάρξουν νόμοι τέτοιοι που για τους αγαθούς θα παρασκευασθή βίος έντιμος, και ταιριαστός στους ελεύθερους, και για τους δειλούς θα είναι ταπεινός, γεμάτος βάσανα και χειρότερος από το θάνατο; Ύστερα φρονώ πως πρέπει να υπάρχουν γι' αυτούς δασκάλοι και άρχοντες που θα υποδείξουν ορθώς και θα τους διδάξουν, και θα τους συνηθίσουν να κάνουν αυτά, έως ότου χαραχτή στις ψυχές τους να θεωρούν τους γενναίους και ένδοξους πραγματικά ευτυχέστατους, και τους δειλούς και άδοξους δυστυχεστάτους όλων. Αν βέβαια, όταν πάνε ένοπλοι στη μάχη οι στρατιώτες, όπου πολλοί και τα παλαιά μαθήματα λησμονούν, μπορή κανείς τότε απαγγέλλοντας ποιήματα να τους κάμη αμέσως άντρες πολεμικούς, θα ήτο το ευκολώτερο πράγμα του κόσμου να μάθη κανείς και να διδάξη την πιο μεγάλη από τις ανθρώπινες αρετές (την αντρεία). Γιατί εγώ τουλάχιστον, είπε, δεν θα πίστευα ότι αυτοί είναι σταθεροί, όσους έχοντας κοντά μας γυμνάζομε, αν δεν έβλεπα και σας παρόντας, που θα τους χρησιμεύσετε για παράδειγμα, ποιοι πρέπει να είναι, και θα μπορέσετε να τους το θυμίζετε, αν κάτι λησμονήσουν. Θα παραξενευόμουν, είπε, Χρυσάντα, αν θα μπορέση ένας καλός λόγος να ωφελήσει περισσότερο για να γίνουν γενναίοι εκείνοι που διόλου δε διδαχτήκανε την αρετή, από όσο θα δυνηθή να ωφελήση ένα ωραίο τραγούδι όσους δεν έχουν διδαχτή μουσική για να γίνουν μουσικοί.