Μτφρ. Β. Καλαμπαλίκης. 1975. Ξενοφώντος Κύρου Παιδεία. Αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σημειώσεις. Εισαγωγή Ν. Μπουγάς. Αθήνα: Πάπυρος.

Τότε ο γιος του ο Τιγράνης ρώτησε τον Κύρο: Πες μου Κύρε, είπε, επειδή ο πατέρας μου φαίνεται αμήχανος, μπορώ σχετικά μ' αυτό να σου πω τα όσα θεωρώ για σένα καλύτερα; Και ο Κύρος, επειδή θυμήθηκε πως, όταν ο Τιγράνης κυνηγούσε μαζί του, ήταν και κάποιος σοφιστής που θαύμαζε ο Τιγράνης, πολύ επιθυμούσε να τον ακούσει τι θα του πει· έτσι πρόθυμα του επέτρεψε να πει τη γνώμη του.

Εγώ λοιπόν, είπε ο Τιγράνης, αν επιδοκιμάζεις τα όσα έχει σκεφτεί ή έχει κάνει ο πατέρας μου, σε συμβουλεύω να τον μιμείσαι· αν όμως σου φαίνεται ότι σε όλα έσφαλε, τότε σου συνιστώ να αποφύγεις τη μίμησή του. Λοιπόν, είπε ο Κύρος, αν ενεργώ δίκαια, καθόλου δε μιμούμαι αυτόν που σφάλλει. Έτσι είναι αυτά, είπε. Επομένως, σύμφωνα με τους λόγους σου, πρέπει να τιμωρηθεί ο πατέρας σου, αν πράγματι είναι δίκαιο να τιμωρεί κανείς αυτόν που αδικεί. Ποιο νομίζεις ότι είναι καλύτερο, Κύρε, να τιμωρείς προς ωφέλειά σου, ή προς ζημία σου; Έτσι τουλάχιστον, είπε, θα τιμωρούσα τον εαυτό μου. Όμως, συνέχισε ο Τιγράνης, θα ζημίωνες πολύ τον εαυτό σου αν σκότωνες τους δικούς σου ανθρώπους τη στιγμή ακριβώς που θα σου ήταν απόλυτα απαραίτητο να τους έχεις. Και πώς, είπε ο Κύρος, θα ήταν οι άνθρωποι πολύ ωφέλιμοι, όταν τους πιάνουμε να αδικούν; Νομίζω πως, αν μετά απ' αυτό γίνονταν συνετοί. Γιατί μου φαίνεται, Κύρε, πως το πράγμα έτσι έχει. Χωρίς δηλαδή τη σύνεση, κανένα όφελος δεν προέρχεται από καμιά άλλη αρετή· γιατί, συνέχισε, πώς μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει έναν άνδρα δυνατό και ανδρείο αλλ' όχι συνετό, ως ιππέα πλούσιο ή ως άρχοντα στην πόλη; Απεναντίας με τη σύνεση και ο κάθε φίλος είναι χρήσιμος και ο κάθε υπηρέτης καλός. Τούτο λοιπόν υποστηρίζεις, είπε ο Κύρος, ότι δηλαδή και ο πατέρας σου μέσα σε μια μέρα από ανόητος έχει γίνει συνετός; Βεβαιότατα, απάντησε ο Τιγράνης. Επομένως εσύ πιστεύεις ότι η σωφροσύνη είναι ψυχική διάθεση, όπως ακριβώς η λύπη και όχι όπως η μάθηση. Γιατί δε θα ήταν δυνατόν αμέσως κάποιος από ανόητος να γίνει συνετός (αν βέβαια πρέπει να είναι γνωστικός αυτός που πρόκειται να γίνει συνετός). Όμως Κύρε, είπε, δεν έχεις δει ως τώρα κανέναν άνθρωπο που από ανοησία να επιχειρεί να τα βάζει με δυνατότερό του, αλλά, όταν νικηθεί, αμέσως να σταματά την ανοησία προς τον αντίπαλό του; Πάλι, συνέχισε, δεν έχεις δει ακόμα πόλη να αντιστέκεται σε άλλη, και στην περίπτωση που νικηθεί, αμέσως, αντί να συνεχίζει τον αγώνα, να θέλει να υποτάσσεται σ' αυτήν πού νίκησε; Και ποια ήττα του πατέρα σου εννοείς, είπε ο Κύρος, υποστηρίζοντας με τόση βεβαιότητα ότι έχει γίνει συνετός; Αυτήν εδώ, μα το Δία, απάντησε, την οποία αισθάνθηκε και ο ίδιος τώρα πού σκλαβώθηκε, όσο καμιά άλλη φορά, ενώ επιζητούσε την ελευθερία του, και που δεν κατόρθωσε να καταφέρει τίποτα απ' όσα σχεδίαζε κρυφά να κάνει, είτε για να προλάβει είτε για να εκβιάσει την κατάσταση, χωρίς κανένα απ' αυτά να κατορθώσει. Ξέρει απεναντίας πως σε όσα εσύ θέλησες να τον εξαπατήσεις, τον εξαπάτησες έτσι όπως ακριβώς θα μπορούσε κάποιος να εξαπατήσει τυφλούς ή κουφούς ή τελείως ανόητους· και όσα πάλι σκέφτηκες πως πρέπει να κάνεις κρυφά, ξέρει πως τόσο καλά τα απέκρυψες, ώστε, όσα μέρη πίστευε πως ήταν οχυρά δικά του, αυτά εσύ, χωρίς να το καταλάβει, τα κατέστησες φυλακές του. Τόσο εξάλλου τον ξεπέρασες στην ταχύτητα, ώστε πρόφτασες να έρθεις με πολύ στρατό πριν αυτός συγκεντρώσει τις δυνάμεις του. Επομένως σου φαίνεται, είπε ο Κύρος, πως μια τέτοια ήττα είναι αρκετή να σωφρονίζει τους ανθρώπους, ώστε να αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν άλλοι δυνατότεροι απ' αυτούς; Πολύ περισσότερο φυσικά από το να νικηθεί κανείς στη μάχη. Γιατί αυτός που νικήθηκε με τη δύναμη, μερικές φορές θα διανοηθεί, αφού ασκήσει τις σωματικές του δυνάμεις, να επαναλάβει τον αγώνα· και πόλεις ακόμα υποδουλωμένες, όταν αποκτήσουν συμμάχους, νομίζουν πως μπορούν να ξαναρχίσουν τον πόλεμο· όσους όμως θεωρήσουν ανώτερούς τους, σ' αυτούς πολλές φορές και χωρίς να υπάρχει ανάγκη θέλουν να υποτάσσονται. Εσύ, είπε ο Κύρος, δίνεις την εντύπωση πως δεν πιστεύεις ότι οι θρασείς δεν αναγνωρίζουν τους συνετότερους από αυτούς, ούτε οι κλέφτες όσους δεν κλέβουν, ούτε οι ψεύτες αυτούς που λένε την αλήθεια, ούτε και οι άδικοι τους δίκαιους· δε γνωρίζεις, πρόσθεσε, πως και τώρα ο πατέρας σου είπε ψέματα και δεν τήρησε τις συνθήκες που έκανε με μας, ενώ ήξερε πως εμείς δεν παραβαίναμε καμιά συμφωνία απ' αυτές που υπόγραψε μαζί σας ο Αστυάγης; Μα ούτε και εγώ υποστηρίζω αυτό, ότι δηλαδή αρκεί η αναγνώριση αυτών που είναι καλύτεροί μας για να γίνουμε συνετοί, χωρίς να τιμωρούμαστε από αυτούς, όπως ακριβώς ο πατέρας μου τώρα τιμωρείται. Όμως είπε ο Κύρος, ο πατέρας σου κανένα κακό δεν έπαθε ως τώρα. Είμαι ωστόσο βέβαιος πως φοβάται μήπως πάθει τα μεγαλύτερα κακά.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. χ.χ. Ξενοφών. Κύρου Παιδεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–IV. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

O γυιος του Τιγράνης ρώτησε τότε τον Κύρο: Πες μου, Κύρε, επειδή ο πατέρας μου φαίνεται πως βρίσκεται σε απορία να απαντήση, επιτρέπεις να σε συβουλεύσω γι' αυτόν, όσα θεωρώ συμφέροντα για σένα; Και ο Κύρος επειδή ήξερε ότι, όταν ο Τιγράνης κυνηγούσε μαζί του, είχε πλησίον του κάποιον σοφόν και τον θαύμαζε, επιθυμούσε πολύ να ακούση τι τέλος πάντων θα είπη, και προθύμως τον προέτρεψε να πη εκείνο που σκέπτεται.

Εγώ λοιπόν, είπε ο Τιγράνης, εάν θαυμάζης τον πατέρα μου για όσα έχει σκεφθή ή για όσα έπραξε, σε συμβουλεύω να τον μιμηθής∙ εάν όμως σου φαίνεται ότι όλα όσα έκανε είναι σφάλματα, σε συμβουλεύω να μη τον μιμηθής. Εάν πράττω τα δίκαια, απάντησε ο Κύρος, ελάχιστα μιμούμαι εκείνον που περιέπεσε σε σφάλματα. Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο Τιγράνης. Πρέπει λοιπόν να τιμωρήσω τον πατέρα σου σύμφωνα μ' αυτά που λες, εάν βέβαια δίκαιο είναι να τιμωρή κανείς τους αδικούντας. Ποιο από τα δύο θεωρείς, Κύρε, ωφελιμώτερο, να τιμωρής με ζημίαν ή με ωφέλειάν σου; Εάν βέβαια τιμωρώ με ζημίαν μου, είπε ο Κύρος, τον εαυτό μου τιμωρώ. Αλλ' όμως, είπε ο Τιγράνης, πολύ θα ζημιωθής αν φονεύσης τους δικούς σου τότε που θα σου ήσαν πολύ χρήσιμοι να τους έχης. Πώς, είπε ο Κύρος είναι δυνατόν να είναι πολύ χρήσιμοι άνθρωποι όταν συλλαμβάνωνται να διαπράττουν αδικήματα; Εάν, νομίζω, γίνουν φρόνιμοι. Γιατί νομίζω, Κύρε, πως έτσι είναι το πράγμα, χωρίς σωφροσύνη δηλαδή καμιά άλλη αρετή δεν χρησιμεύει∙ επειδή και σε τι μπορεί κανείς να χρησιμοποιήση άντρα δυνατό ή ανδρείο, εάν αυτός δεν είναι σώφρων, σε τι πλούσιον, σε τι άρχοντα πόλεως; Όταν όμως είναι φρόνιμος, και κάθε φίλος είναι χρήσιμος και κάθε υπηρέτης ωφέλιμος. Αυτά λοιπόν λέγεις, είπε ο Κύρος, ότι δηλαδή ο πατέρας σου σε μία μέρα έχει γίνει φρόνιμος, ενώ ήτο ανόητος; Βεβαιότατα, είπε ο Τιγράνης. Υποστηρίζεις λοιπόν ότι η σωφροσύνη είναι ψυχική διάθεση όπως ή λύπη, και ότι δεν αποκτάται με τη διδασκαλία και άσκηση· γιατί βέβαια, εάν χρειάζεται να γίνη φρόνιμος εκείνος που μέλλει να είναι σώφρων, δεν είναι δυνατόν, ενώ είναι άφρων, να γίνη αμέσως σώφρων. Τι δε συμβαίνει, είπε, Κύρε∙ κανένα άνθρωπο ακόμη δεν είδες που από ανοησία να επιχειρή να μάχεται εναντίον ανωτέρου του κατά τη δύναμη, και όταν νικηθή, δεν είδες πως παύει την ως προς τούτο αφροσύνην του; Πάλι δεν είδες ακόμη πόλη να αντιτάσσεται προς άλλη πόλη και όταν νικηθή, να θέλη αμέσως να υπακούη εις την νικήτριαν παρά να μάχεται εναντίον αυτής; Ποιαν ήττα του πατέρα σου, είπε ο Κύρος, εννοείς, και ισχυρίζεσαι πως κατά τον ίδιο τρόπο έχει σωφρονιστή; Εκείνη μα το θεό, είπε ο Τιγράνης, που και ο ίδιος αισθάνεται, ότι δηλαδή, ενώ επεθύμησε ελευθερία, έγινε δούλος όσο ουδέποτε άλλοτε, και όσα φαντάστηκε ότι πρέπει να κάμη κρυφά, ή να προφθάσει να χρησιμοποιήση βία, (βλέπει) ότι τίποτα απ' αυτά δε μπόρεσε να κάμη. Και συναισθάνεται ότι συ, σε όσα θέλησες να τον εξαπατήσης, έτσι τον απάτησες, όπως μπορεί κανείς να απατήση τους τυφλούς, τους κουφούς, και τους εντελώς ανόητους. Και όσα νόμισες: πως πρέπει να κρύψης, καταλαβαίνει ότι έτσι τα έκρυψες, ώστε όσα οχυρά μέρη φανταζότανε πως έχει για τον εαυτό του, αυτά χωρίς να το καταλάβη πρόφτασες να τα κάμης φυλακές γι' αυτόν. Και στην ταχύτητα τόσο τον υπερτέρησες, ώστε από μακριά πρόφτασες να έλθης με πολύ στρατό προτού αυτός μαζέψη τους δικούς του στρατιώτες. Έπειτα φρονείς, είπε, ο Κύρος, πως και η τέτοια ήττα είναι ικανή να σωφρονίση τους ανθρώπους, να τους κάμη δηλαδή να συναισθάνωνται ότι άλλοι είναι ανώτεροί τους; Πολύ περισσότερο βέβαια μία τέτοια συμφορά σωφρονίζει τους ανθρώπους, είπε ο Τιγράνης, παρά όταν κανείς νικηθή σε μάχη. Γιατί εκείνος που νικήθηκε με τη δύναμη, ενδέχεται να φαντασθή πως, αν σηκωθή, θα διορθώση με άλλη μάχη εκείνη στην οποία νικήθηκε, και πόλεις που κυριευθήκανε, φαντάζονται πως θα μπορέσουν να επανορθώσουν την ήττα τους, αν πάρουν σύμμαχους. Όσους όμως μερικοί θεωρούν ανωτέρους τους, σε τούτους πολλές φορές και χωρίς ανάγκη επιθυμούν να υπακούουν. Συ, είπε ο Κύρος, φαίνεσαι πώς νομίζεις ότι οι θρασείς δεν γνωρίζουν τούς σωφρονεστέρους τους, ουδέ οι κλέφτες εκείνους που δεν κλέφτουν, ουδέ οι ψεύτες εκείνους που λένε την αλήθεια, ουδέ οι άδικοι εκείνους που πράττουν τα δίκαια. Δεν ξέρεις είπε, ότι και τώρα ο πατέρας σου εψεύσθη, και δεν εφύλαξε τις προς ημάς συνθήκες, μολονότι ήξερε ότι εμείς τίποτα από όσα συμφώνησε ο Αστυάγης δεν παραβαίνομε; Αλλά ουδ' εγώ ισχυρίζομαι τούτο, ότι δηλαδή κάνει τον άνθρωπο φρόνιμο το να γνωρίζη μόνο τους καλυτέρους του, χωρίς να τιμωρήται από τους ανωτέρους του, καθώς τώρα τιμωρείται ο πατέρας μου. Αλλά, είπε ο Κύρος, δεν έπαθε κανένα κακό ακόμη ο πατέρας σου∙ φοβάται όμως, το γνωρίζω καλά, μήπως πάθη το μεγαλύτερο κακό.