Μτφρ. Β. Καλαμπαλίκης. 1975. Ξενοφώντος Κύρου Παιδεία. Αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σημειώσεις. Εισαγωγή Ν. Μπουγάς. Αθήνα: Πάπυρος.

Όταν εξάλλου η Μανδάνη ετοιμαζόταν να επιστρέψει πάλι στον άντρα της, την παρακαλούσε ο Αστυάγης να αφήσει τον Κύρο. Εκείνη αποκρινόταν πως θα ήταν πρόθυμη να κάνει κάθε χάρη στον πατέρα της, θεωρούσε όμως δύσκολο ν' αφήσει το γιο της, χωρίς τη θέλησή του. Τότε λοιπόν ο Αστυάγης λέει στον Κύρο: Αν, παιδί μου, μείνεις κοντά μου, πρώτ' απ' όλα ο Σάκας δε θα έχει δικαίωμα να σ' εμποδίζει να έρχεσαι σε μένα, αλλ' από σένα θα εξαρτάται να έρχεσαι κοντά μου, κάθε φορά που θα το θέλεις· μάλιστα θα σου το αναγνωρίζω και χάρη, όσο περισσότερο μ' επισκέπτεσαι. Έπειτα θα έχεις στη διάθεσή σου τα άλογά μου, και όποια άλλα θέλεις, κι όταν αναχωρήσεις από εδώ, θα πάρεις μαζί σου όποια ο ίδιος επιθυμείς. Έπειτα, αναφορικά με το φαγητό, θα ακολουθήσεις όποιο δρόμο θέλεις, για να φτάσεις στο μέτριο που προτιμάς. Ακόμα σου χαρίζω κι αυτά τα άγρια ζώα πού τώρα υπάρχουν στο βασιλικό κήπο και άλλα κάθε είδους θα συναθροίσω, τα οποία συ, ευθύς μόλις μάθεις να ιππεύεις, θα κυνηγήσεις και θα σκοτώνεις με το τόξο και το δόρυ, όπως ακριβώς κάνουν οι άντρες. Και συνομήλικους θα σου δώσω να παίζεις μαζί τους και όσα άλλα θέλησες θα τα έχεις αμέσως, αρκεί να μου το λες. Μετά απ' αύτη την πρόταση του Αστυάγη η μητέρα του ρώτησε τον Κύρο, αν ήθελε να μείνει ή να επιστρέψει. Εκείνος δεν έχασε καιρό, αλλ' αμέσως απάντησε ότι επιθυμούσε να μείνει. Και όταν για δεύτερη φορά ρωτήθηκε απ' τη μητέρα του γιατί θέλει να μείνει, λένε πως είπε: Στην πατρίδα μου, μητέρα, και είμαι και θεωρούμαι ο πιο ικανός απ' τους συνομήλικους μου και στο δόρυ και στο τόξο· εδώ όμως γνωρίζω πολύ καλά πως είμαι κατώτερος απ' τους φίλους μου στην ιππασία· αυτό ξέρε το καλά, μητέρα, πολύ με στενοχωρεί. Αν ωστόσο με αφήσεις εδώ και μάθω ιππασία, όσο θα βρίσκομαι στην Περσία, νομίζω πως θα νικήσω πολύ εύκολα, για μεγάλη σου χαρά, εκείνους τους άριστους στα πεζικά, ενώ όταν επανέλθω στη Μηδία, θα προσπαθήσω εδώ χάριν του παππού μου, αφού αναδειχτώ καλύτερος μεταξύ των ιππέων, να τον βοηθώ. Τότε η μητέρα του παρατήρησε: Και τη δικαιοσύνη, παιδί μου, πώς θα τη μάθεις εδώ, αφού εκεί είναι οι δάσκαλοί σου; Μα, μητέρα μου, αυτή τη γνωρίζω στην εντέλεια, απάντησε ο Κύρος. Πώς τη γνωρίζεις; ρώτησε η Μανδάνη. Γιατί, είπε ο Κύρος, ο δάσκαλός μου, με την πεποίθηση ότι γνώριζα στην εντέλεια τη δικαιοσύνη με όρισε να δικάζω ακόμα και άλλους. Και τιμωρήθηκα μάλιστα κάποτε σε κάποια δίκη, είπε, γιατί δε δίκασα σωστά. Η υπόθεση ήταν η ακόλουθη. Ένα μεγάλο παιδί, που είχε μικρό φόρεμα, έγδυσε ένα μικρό παιδί, με μεγάλο φόρεμα· μετά το έντυσε με το δικό του, ενώ το ίδιο κράτησε το φόρεμα του μικρού. Εγώ λοιπόν, δικάζοντας την υπόθεση, έκρινα πως είναι προτιμότερο και για τους δυό, καθένας να έχει το φόρεμα που ταιριάζει στο σώμα του. Γι' αυτή μου την απόφαση ο δάσκαλος με χτύπησε λέγοντας ότι θα ήταν σωστή η κρίση μου σε περίπτωση που θα έπρεπε να αποφανθώ σε ποιον ταιριάζει καλύτερα το κάθε φόρεμα· τώρα όμως που επρόκειτο να αποφασίσω σε ποιον από τους δυο ανήκε το κάθε φόρεμα, αυτό, είπε, έπρεπε να σκεφτώ: σε ποιον, δηλαδή, δικαιωματικά ανήκει: σε κείνον που με τη βία το αφαίρεσε ή σ' αυτόν που το έφτιαξε ή το αγόρασε. Επειδή, είπε, εκείνο που είναι σύμφωνο με το νόμο είναι δίκαιο, ενώ το ασύμφωνο με το νόμο αρπαγή, ο δικαστής πρέπει να εκδίδει πάντοτε απόφαση, σύμφωνα με το νόμο. Έτσι, μητέρα μου, εγώ τώρα πια εξ ολοκλήρου γνωρίζω τη δικαιοσύνη· αν τυχόν όμως έχω καμιά έλλειψη, αυτός εδώ ο παππούς θα μου τη συμπληρώσει. Αλλά, είπε η Μανδάνη, ο παππούς σου και οι Πέρσες δεν έχουν την ίδια γνώμη σχετικά με το δίκαιο. Γιατί ο παππούς σου έγινε απόλυτος μονάρχης όσων υπάρχουν στη Μηδία, ενώ στην Περσία η δικαιοσύνη στηρίζεται στην ισότητα των δικαιωμάτων. Μάλιστα πρώτος ο πατέρας σου εκτελεί όσα έχουν ορισθεί για την πόλη και παίρνει όσα έχουν ορισθεί, κι έχει σαν γνώμονα όχι τη θέλησή του, αλλά το νόμο. Πρόσεχε λοιπόν, μήπως αλύπητα μαστιγωθείς, όταν επιστρέψεις στην πατρίδα σου, αν έρθεις, αφού διδαχτείς από τον παππού σου αντί για τη βασιλική συμπεριφορά τα φερσίματα των τυράννων, που νομίζουν πως πρέπει να έχουν περισσότερα απ' όλους δικαιώματα. Μα ο πατέρας σου βέβαια, μητέρα, είπε ο Κύρος, είναι ικανότερος να διδάσκει τους άλλους να έχουν λιγότερα κι όχι περισσότερα δικαιώματα· ή δε βλέπεις πως έχει διδάξει και τους Μήδους όλους γενικά να έχουν δικαιώματα λιγότερα απ' αυτόν; Επομένως να έχεις εμπιστοσύνη πως, ο πατέρας σου τουλάχιστον, ούτε εμένα ούτε κανέναν άλλον θα στείλει πίσω στην πατρίδα του, αφού του μάθει να είναι πλεονέκτης.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. χ.χ. Ξενοφών. Κύρου Παιδεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–IV. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Όταν η Μανδάνη ετοιμαζότανε να γυρίση πάλι στον άντρα της, την παρακαλούσε ο Αστυάγης να αφήση τον Κύρο. Εκείνη είπε πως επιθυμούσε να κάμη κάθε χάρη στον πατέρα της, μα το θεωρεί δύσκολο να αφήση το γυιο της χωρίς τη θέλησή του. Τότε ο Αστυάγης λέει στον Κύρο: Αν, παιδί μου, μείνης κοντά μου, πρώτα πρώτα ο Σάκας δεν θα έχη δικαίωμα να σε εμποδίζη να έρχεσαι πλησίον μου, αλλά στη διάθεσή σου θα είναι να έρχεσαι να με συναντάς, όταν θέλης∙ και χάρη θα σου γνωρίζω όσο περισσότερο έρχεσαι πλησίον μου. Ύστερα να έχης στη διάθεσή σου τα άλογά μου, και όσα άλλα θέλεις και όταν αναχώρησης, θα πάρης μαζί σου όσα θέλεις. Και όσον αφορά το φαΐ, θα βαδίσης όποιον δρόμο θέλεις για να φτάσης στο μέτριο που προτιμάς. Έπειτα και τα ζώα που υπάρχουν τώρα στο βασιλικό κήπο, θα σου τα χαρίσω, και άλλα κάθε λογής θα μαζέψω, και μόλις μάθης να ιππεύης, θα τα κυνηγάς, και θα σκοτώνεις με το τόξο και με το κοντάρι, όπως κάνουν οι μεγάλοι. Και παιδιά θα σου δώσω να παίζης μαζί τους, και όσα άλλα επιθυμείς, μόλις μου τα πης, θα τα έχης αμέσως. Μόλις είπε αυτά ο Αστυάγης, ή μητέρα του ρωτούσε τον Κύρο, αν θέλη να μείνη κοντά στον πάππο του, ή να γυρίση στην Περσία. Ο Κύρος αμέσως χωρίς να χάση καιρό απάντησε πως επιθυμεί να μείνη. Και όταν και πάλι ρωτήθηκε από τη μητέρα του γιατί θέλει να μείνη, απάντησε: Γιατί στην πατρίδα μου είμαι και θεωρούμαι, μητέρα μου, ανώτερος από όλους τούς συνομηλίκους μου στο κοντάρι και το τόξο, εδώ όμως ξέρω πως είμαι κατώτερο από τους συνομηλίκους μου στην ιππασία· και τούτο, γνώριζε, μητέρα μου, πολύ με στενοχωρεί. Αν όμως μ' αφήσης εδώ, και μάθω ιππασία, όταν βρίσκωμαι στην Περσία, νομίζω πως θα σου νικήσω εύκολα εκείνους τους περίφημους πεζομάχους, και όταν γυρίσω στη Μηδία, θα προσπαθήσω εδώ χάριν του πάππου μου να βοηθώ αυτόν, γιατί θα είμαι ο πιο καλός από όλους τους ιππείς. Η μητέρα του απάντησε: Τη δικαιοσύνη όμως, παιδί μου, πώς θα τη μάθεις εδώ, αφού εκεί είναι οι δάσκαλοί σου; Και ο Κύρος της είπε: Μα, μητέρα μου, αυτή την ξέρω στην εντέλεια. Πώς την ξέρεις; ρώτησε η Μανδάνη. Ο δάσκαλός μου, είπε ο Κύρος, μ' έβαζε να δικάζω επειδή τελείως ήξερα τη δικαιοσύνη. Και κάποτε σε μια δίκη τιμωρήθηκα, γιατί δεν έβγαλα δίκαιη απόφαση. Η δίκη ήτο η έξης. Ένα μεγάλο παιδί έχοντας μικρό φόρεμα επήρε το φόρεμα ενός μικρού παιδιού που είχε μεγάλο φόρεμα, και έδωσε το δικό του στο μικρό παιδί, και αυτό επήρε και φόρεσε το φόρεμα του άλλου. Εγώ λοιπόν διωρίστηκα δικαστής στην υπόθεση αυτή, και έκρινα πως είναι καλύτερο και για τα δυο παιδιά να έχη καθένα το φόρεμα που ταιριάζει στο σώμα του. Γι' αυτή την απόφασή μου με έδειρε ο δάσκαλός μου και μου είπε ότι, αν διωριζόμουν να κρίνω σε ποιον ταιριάζει καλύτερα καθένα από τα δυο φορέματα, αυτή την απόφαση έπρεπε να βγάλω, αφού όμως με διώρισαν να αποφασίσω σε ποιον ανήκε κάθε φόρεμα, έπρεπε τούτο να σκεφθώ, μου είπε ο δάσκαλος, ποιος είναι δίκαιο να το έχη, εκείνος που με τη βία το άρπαξε από τον άλλο, ή εκείνος που το έφτιασε ή το αγόρασε; Και επειδή, είπε ο δάσκαλος, εκείνο που είναι σύμφωνο με το νόμο είναι δίκαιο, και εκείνο που δεν είναι σύμφωνο με το νόμο είναι αρπαγή και βία, μου υπεδείκνυε πως ο δικαστής πρέπει να βγάζη την απόφασή του σύμφωνα με τους νόμους. Έτσι, μητέρα μου, εγώ πια γνωρίζω στην εντέλεια τη δικαιοσύνη. Αν όμως έχω καμμιά έλλειψη στο ζήτημα αυτό, ο πάππος μου θα με διδάξη. Μα ο πάππος σου και οι Πέρσαι, είπε η Μανδάνη, δεν έχουν την ίδια γνώμη σε όσα αφορούν το δίκαιο. Γιατί αυτός εδώ ο πάππος σου εξουσιάζει όλα όσα υπάρχουν στη Μηδία, ενώ στην Περσία όλοι έχουν ίσα δικαιώματα. Και πρώτα ο πατέρας σου εκτελεί όσα το κράτος διατάζει, και παίρνει όσα προσδιορίζει το κράτος, και τις πράξεις του δεν τις κανονίζει η θέλησή του, μα ο νόμος. Πρόσεξε λοιπόν να μα χαθής από το πολύ ξύλο, όταν γυρίσης στην πατρίδα σου, αν έρθης στην Περσία έχοντας μάθει από τον πάππο σου τα φερσίματα των τυράννων, αντί να διδαχτής τα καθήκοντα του βασιλιά, γιατί οι απόλυτοι μονάρχες νομίζουν πως πρέπει νάχουν περισσότερα δικαιώματα από όλους τους άλλους. Μα ο πατέρας σου βέβαια, μητέρα μου, είπε ο Κύρος, είναι ικανώτερος να διδάξει τους άλλους να έχουν ολιγώτερα δικαιώματα, από όσο είναι ικανός να τους διδάξη να έχουν περισσότερα∙ ή δε βλέπεις, είπε, πως και τους Μήδους όλους έχει διδάξει να έχουν λιγώτερα δικαιώματα απ' αυτόν; Ώστε μη αμφιβάλλης πως ο πατέρας σου τουλάχιστον ούτε άλλον κανένα ούτε εμένα θα στείλη πίσω στην πατρίδα μου, έχοντάς με μάθει να θέλω περισσότερα από αυτόν.