Μτφρ. Δ. Αναστασόπουλος. 1911. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Φέξης.

»Αλλ' ηθέλατε ίσως είπη ότι μου επιτρέπεται πλέον να πονηρεύωμαι (απέναντί σας), έχων (ήδη) παρά του Σεύθου (εις χείρας μου) και όσα σας ανήκουν (χρήματα). Λοιπόν, είναι αναμφιβόλως φανερόν τούτο: ότι, εάν πράγματι ο Σεύθης εξετέλει έστω και ελάχιστον μέρος των υποσχέσεων, τας οποίας μου έδωκε, βεβαίως δεν θα εξετέλει ταύτας κατά τρόπον ώστε να αρνήται μεν όσα μου υπεσχέθη ότι θα μου δώση, να πληρώνωνται δε προς σας μισθοί οφειλόμενοι. Αλλά νομίζω ότι, εάν υποτεθή ότι μου έδιδε (χρήματα), βεβαίως θα μου τα έδιδε κατά τοιούτον τρόπον, ώστε, δίδων εις εμέ τα ολιγώτερα, να μην επιστρέφη (πληρώνη) εις σας τα περισσότερα.

»Διά τούτο, λοιπόν, εάν φρονήτε ότι τα πράγματα έχουν (όπως τα εξέθηκα), σας επιβάλλεται ευθύς αμέσως, τόσον δι' εμέ, όσον και διά τον Σεύθην, ν' αποδείξετε ως ψευδή την (ην υποπτεύεσθε), πράξιν ταύτην (της δωροδοκίας), εισπράττοντες από αυτόν ό,τι σας οφείλει. Διότι ούτω θα γείνη φανερόν ότι, εάν έχω πάρη τι από τον Σεύθην, έστω και ελάχιστον, θα μου ζητήση να του το επιστρέψω, και θα μου το ζητήση μάλιστα πολύ δικαίως, εάν δεν αποδείξω ως πράγματι γενομένην την πράξιν, δι' ην εδωροδοκήθην.

»Αλλά φρονώ ότι πολύ μακράν είμαι της, ην μου προσάπτετε, κατηγορίας, ότι δηλαδή εγώ έχω εις χείρας μου, ό,τι σας ανήκει (τους μισθούς σας). Διότι σας ορκίζομαι εις όλας και όλους τους Θεούς ότι δεν έλαβα ούτε όσα κατ' ιδίαν μου υπεσχέθη ο Σεύθης. Είναι δε παρών εδώ και αυτός ο ίδιος, ακούων δε (όσα λέγω) δύναται να μαρτυρήση αν επιορκώ.

»Διά να εκπλαγήτε δε ακόμη περισσότερον, σας ορκίζομαι εν ταυτώ ότι δεν έλαβα ούτε όσα οι άλλοι στρατηγοί έλαβαν, αλλ' ούτε ακόμη και όσα τινές εκ των λοχαγών.

»Και διατί, λοιπόν, εφάνην τοιούτος (θα ερωτήσετε); Διότι ενόμιζα, ω άνδρες, ότι όσω περισσότερον ήθελα υποφέρη με τον Σεύθην την (προ της εκστρατείας) πενίαν, τόσω περισσότερον θα εγίνετο φίλος μου εις περίπτωσιν, καθ' ην θα ήτο δυνατόν να μας ωφελήση. Ουχ' ήττον ύστερα είδα ότι, μόλις ηυτύχησεν ο Σεύθης, ευθύς αμέσως μετέβαλε τας προς εμέ διαθέσεις του.

»Αλλά θα έλεγε τις: και λοιπόν δεν αισχύνεσαι ότι ούτω μωρώς εξηπατήθης; Ναι, μα τον Δία, θα ησχυνόμην δι' αυτό εξ άπαντος, εάν εξηπατώμην από εχθρόν μου (όχι από φίλον). Διότι φρονώ ότι είναι μάλλον επονείδιστον το να εξαπατήσω τινά, ενώ είμαι φίλος του, παρά το να εξαπατηθώ υπ' αυτού. Επειδή όλην την διά τους φίλους απαιτουμένην προσοχήν και φύλαξιν γνωρίζω ότι ετηρήσαμεν, ώστε να μη του δώσωμεν (ύστερα) πρόφασιν δικαίαν να μας αρνήται ό,τι υπεσχέθη. Διότι ούτε τον ηδικήσαμεν εις τίποτε, ούτε από οκνηρίαν παρημελήσαμεν τας υποθέσεις του, αλλ' ούτε και εφάνημεν, έστω και κατ' ελάχιστον, άνανδροι όπου δήποτε μας προσεκάλεσεν εις βοήθειάν του.

»Αλλ' θα ελέγατε ίσως ότι έπρεπε τότε (πρό της εκστρατείας) να λάβω (προς ασφάλειάν μου) τον (συνήθη διά τοιαύτας περιστάσεις) αρραβώνα, ώστε να μη του ήτο δυνατόν να μ' εξαπατήση, ακόμη και αν ήθελεν. Ως προς ταύτα, λοιπόν, ακούσατε όσα αντίθετα αυτών εγώ ποτέ δεν θα σας έλεγα, παρά μόνον εάν μου εφαίνεσθε άκριτοι εντελώς ή λίαν προς εμέ αχάριστοι:

»Ενθυμηθήτε υπό ποίας δυσκόλους περιστάσεις έτυχε να ήσθε, ότε σας ωδήγησα προς τον Σεύθην. Μήπως, πλησίον μεν της Περίνθου ευρισκομένους, δεν σας ημπόδισε να εισέλθετε εις αυτήν Αρίσταρχος ο Λακεδαιμόνιος, κλείσας υμάς έξω των πυλών της; Όλοι σας δε τότε εστρατοπεδεύατε εν υπαίθρω, εν μέσω δε χειμώνι, τα προς διατροφήν σας δε μόνον εξ αγορών επρομηθεύεσθε, άλλοτε μεν ευρίσκοντες ταύτα σπανιώτατα, άλλοτε δε σπανιώτατα επίσης έχοντες τα προς προμήθειαν αυτών αναγκαιούντα χρήματα. Ήμεθα δε ηναγκασμένοι να μένωμεν εις την Θράκην ―διότι τα πλοία του Αριστάρχου, κατασκοπεύονται (τα περί την Πέρινθον), μας ημπόδιζον να διαπεραιωθώμεν στην Ασίαν― μένοντες δε, ήμεθα εις χώραν πολεμίαν, όπου πολλοί μεν ιππείς διέκειντο εχθρικώς προς ημάς, πολλοί δ' επίσης πελτασταί, και όπου εις την διάθεσίν μας είχαμεν μόνον τους οπλίτας μας, με τους οποίους, όλοι μεν μαζή επιτιθέμενοι κατά των κωμών, ίσως κατωρθώναμεν να προμηθευώμεθα ελάχιστον διά τον στρατόν μας σίτον, δεν είχαμεν όμως τα μέσα, διά των οποίων, επερχόμενοι, να συλλαμβάνωμεν ανδράποδα ή πρόβατα. Διότι ούτε ιππείς, ούτε και πελταστάς ακόμη ηύρα εγώ συντεταγμένους και ετοίμους προς μάχην εις τας τάξεις σας.

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Αλλ' ηθέλετε είπει ότι είναι δυνατόν εις εμέ και να μεταχειρίζωμαι τρόπους προς εξαπάτησίν σας, έχων παρά του Σεύθου όσα σας ανήκουν. Λοιπόν το εξής βεβαίως είναι φανερόν, ότι δηλαδή, εάν ο Σεύθης μου έδιδε κάτι, δεν θα το έδιδε βεβαίως ούτως ώστε να στερηθή αυτά, τα οποία ήθελε δώσει εις εμέ, και διά να πληρώση άλλα εις σας, αλλά, νομίζω, εάν έδιδε κάτι, θα το έδιδε βεβαίως με τον σκοπόν τούτον, όπως δίδων εις εμέ ολιγώτερα, μη αποδώση εις σας τα περισσότερα (τον μισθόν σας). Εάν λοιπόν πιστεύετε ότι τα πράγματα έχουν τοιουτοτρόπως, δύνασθε τώρα αμέσως μάλιστα να καταστήσετε ανωφελή και διά τους δύο μας την πράξιν ταύτην της δωροδοκίας, εάν ζητήσητε από αυτόν τα χρήματα. Διότι είναι φανερόν, ότι ο Σεύθης, εάν έχω λάβει τι από αυτόν, θα μου το ζητήση μάλιστα πολύ δικαίως, εάν δεν αποδείξω ως γενομένην πράγματι την πράξιν διά την οποίαν ελάμβανον τα χρήματα. Αλλά νομίζω ότι πολύ απέχω από του να έχω λάβει όσα σας ανήκουν∙ διότι, ορκίζομαι εις όλους τους θεούς και τας θεάς ότι δεν έλαβον ούτε εκείνα, τα οποία μου υπεσχέθη ο Σεύθης. Είναι δε παρών αυτός ο ίδιος και ακούων δύναται να μαρτυρήση, αν επιορκώ∙ διά να εκπλαγήτε δε ακόμη περισσότερον, σας ορκίζομαι επιπροσθέτως ότι δεν έχω λάβει ούτε εκείνα τα οποία έλαβον οι άλλοι στρατηγοί, αλλ' ούτε ακόμη και όσα έλαβον μερικοί από τους λοχαγούς. Διατί λοιπόν ενήργησα τοιουτοτρόπως; ενόμιζον, στρατιώται, ότι όσον ήθελον υποφέρει μαζί με τον Σεύθην την τότε πενίαν του, τόσον περισσότερον θα τον έκαμνα φίλον, όταν ήθελε δυνηθή να μας ωφελήση. Εγώ δε σήμερον τον βλέπω να ευτυχή και συγχρόνως αντελήφθην με ποίον έχω να κάμω.

»Λοιπόν, δύναταί τις να είπη, δεν εντρέπεσαι να εξαπατάσαι τόσον μωρώς; Ναι, μα τον Δία, θα εντρεπόμουν βεβαίως, εάν εξηπατώμην από κάποιον, ο οποίος ήτο εχθρός∙ διότι νομίζω ότι είναι αισχρότερον να εξαπατώ κάποιον, ενώ είμαι φίλος του, παρά να εξαπατώμαι υπ' αυτού. Πράγματι, εάν πρέπει να λαμβάνεται κάποια προφύλαξις απέναντι των φίλων, γνωρίζω ότι σεις ελάβετε πάσαν προφύλαξιν ώστε να μη του δώσετε πρόφασιν δικαίαν διά να μη μας δώση όσα υπεσχέθη∙ διότι ούτε τον ηδικήσαμεν καθόλου, ούτε από οκνηρίαν παρημελήσαμεν τας υποθέσεις του, αλλ' ούτε και εφάνημεν, έστω και κατ' ελάχιστον, δειλοί οπουδήποτε μας προσεκάλεσεν εις βοήθειάν του. Αλλά, δύνασθε να είπετε, έπρεπε τότε να λάβω εγγυήσεις, ώστε και αν ακόμη ήθελε, να μη δύναται να μας εξαπατά. Εν σχέσει προς αυτά λοιπόν ακούσατε εκείνα τα οποία εγώ ουδέποτε θα έλεγον ενώπιον τούτου, εάν δεν μου εφαίνεσθε ότι είσθε τελείως αγνώμονες και πάρα πολύ αχάριστοι απέαντί μου. Ενθυμηθήτε εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκεσθε, από την οποίαν εγώ σας έβγαλα και σας ωδήγησα προς τον Σεύθην. Μήπως εις την Πέρινθον, ότε επλησιάζετε προς την πόλιν, ο Αρίσταρχος ο Λακεδαιμόνιος δεν σας εμπόδιζε να εισέλθετε, κλείσας τας πύλας της πόλεως; Ούτω εστρατοπεδεύετε έξω εις το ύπαιθρον, μέσα εις την καρδιά του χειμώνος, τα τρόφιμά σας έπρεπε να τα αγοράζετε, ενώ πολύ ολίγα εβλέπετε εις την αγοράν, ολίγα δε ήσαν και τα χρήματα με τα οποία θα τα ηγοράζετε. Λοιπόν ήτο ανάγκη να μείνετε εις την Θράκην, διότι τα πλοία τα οποία απέκλειαν τον λιμένα, μας ημπόδιζαν να διαπεραιωθώμεν εις την Ασίαν∙ εάν δε ηθέλομεν μείνει, θα ευρισκόμεθα εις εχθρικήν χώραν, όπου πολλοί ιππείς μας επίεζον από όλα τα μέρη και πολλοί πελτασταί. Ημείς βεβαίως είχομεν οπλίτας με τους οποίους βαδίζοντας συγκεντρωμένοι ηδυνάμεθα να έλθωμεν εις τας κώμας και να λάβωμεν σίτον καθ' όλα άφθονον, αλλά δεν είχομεν τα μέσα με τα οποία επερχόμενοι θα ηδυνάμεθα να συλλαμβάνωμεν αιχμαλώτους ή πρόβατα∙ διότι εγώ δεν εύρον εις τας τάξεις σας ούτε ιππείς ούτε πελταστάς ωργανωμένους προς μάχην.