Μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλης. 1979. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις, Η κάθοδος των Μυρίων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Στο μεταξύ έρχονται από τη Σινώπη απεσταλμένοι, που φοβήθηκαν και για την πόλη των Κοτυωριτών (γιατί τους ανήκε και μάλιστα τους πλήρωνε φόρο) και για τη χώρα τους, επειδή άκουγαν πως οι Έλληνες τη λεηλατούσαν. Όταν έφτασαν στο στρατόπεδο, άρχισαν να μιλούν, και την υπόθεση την υπεράσπιζε ο Εκατώνυμος, που είχε τη φήμη ικανού ρήτορα. «Μας έστειλε, στρατιώτες, η πόλη των Σινωπέων, πρώτα πρώτα για να σας παινέσουμε που είστε Έλληνες και νικάτε τους βαρβάρους, κι ύστερα για να σας συγχαρούμε που, όπως μάθαμε, περάσατε πολλά και φοβερά βάσανα, και τώρα βρίσκεστε κοντά μας. Έχομε όμως την απαίτηση, αφού είμαστε Έλληνες κι εμείς κι εσείς, να μη μας κάνετε κανένα κακό, παρά αντίθετα να μας καλομεταχειρίζεστε. Γιατί ούτε εμείς σας βλάψαμε ποτέ ως τώρα. Έπειτα τούτοι δω οι Κοτυωρίτες είναι άποικοί μας και αυτήν τη χώρα εμείς την πήραμε από τους βαρβάρους και τους την παραδώσαμε. Γι' αυτό μας πληρώνουν έναν ορισμένο φόρο, όπως και οι Κερασούντιοι κι οι Τραπεζούντιοι. Έτσι αν κάνετε σ' αυτούς κάτι κακό, η πόλη των Σινωπέων έχει τη γνώμη πως το παθαίνει η ίδια. Αλλά τώρα μαθαίνομε πως μερικοί από σας μπήκατε με τη βία μες στην πόλη και μένετε στα σπίτια και αρπάζετε βίαια από τις διάφορες περιοχές όσα χρειάζεστε. Έχομε λοιπόν την απαίτηση να μη γίνονται αυτά. Γιατί αν εξακολουθήσετε να τα κάνετε, θα αναγκαστούμε να πιάσουμε φιλίες με τον Κορύλα και τους Παφλαγόνες και με όποιους άλλους μπορέσουμε».

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Εν τω μεταξύ έρχονται εκ της Σινώπης πρέσβεις, φοβούμενοι και περί της πόλεως των Κοτυωριτών και περί της χώρας αυτών, διότι αύτη ήτο αποικία των Σινωπέων, οι δε Κοτυωρίται φόρου υποτελείς εις αυτούς, και διότι εμάνθανον ότι ελεηλατείτο από τους Έλληνας η χώρα των. Και ελθόντες εις το στρατόπεδον των Ελλήνων διεμαρτύροντο, ωμίλει δε εκ μέρους αυτών ο Εκατώνυμος, ο οποίος εφημίζετο ότι ήτο δεινός περί το λέγειν∙ «Έστειλεν ημάς, άνδρες στρατιώται, η πόλις των Σινωπέων και δια να σας επαινέσωμεν, διότι Έλληνες όντες νικάτε βαρβάρους, έπειτα δε και δια να σας συγχαρώμεν, διότι υπομείναντες πολλάς και φοβεράς στεναχωρίας, ως ημείς επληροφορήθημεν, εφθάσατε εδώ σώοι. Έχομεν δε την αξίωσιν, επειδή και ημείς είμεθα Έλληνες, να απολαύωμεν μεν ευεργεσίας τινάς εκ μέρους υμών, οι οποίοι είσθε Έλληνες, αλλά να μην πάσχωμεν κανέν κακόν. Διότι και ημείς ουδέποτε εκάμαμεν κακόν τι πρώτοι εις σας. Οι Κοτυωρίται δε ούτοι είναι πράγματι ιδικοί μας άποικοι, και την χώραν ταύτην ημείς έχομεν παραδώσει εις αυτούς, αφού την αφηρέσαμεν από τους βαρβάρους∙ δια τούτο δε και φόρον ωρισμένον πληρώνουν ούτοι εις ημάς, ωσαύτως δε και οι Κερασούντιοι και οι Τραπεζούντιοι. Ώστε ό,τι κακόν κάμετε εις αυτούς, η πόλις των Σινωπέων νομίζει, ότι το πράττετε εις αυτήν. Τώρα δε μανθάνομεν, ότι μερικοί από σας δια της βίας εισήλθον εις την πόλιν των Κοτυώρων και κατέλυσαν εις τας οικίας και ότι λαμβάνουν εκ των πέριξ όσα χρειάζεσθε, με την βίαν, και όχι με το καλό. Αυτά λοιπόν δεν τα εγκρίνομεν∙ εάν δε εξακολουθήσητε να πράττετε ταύτα, θα είμεθα ηναγκασμένοι να κάμωμεν συμμάχους τον Κορύλαν και τους Παφλαγόνας και όποιον άλλον ηθέλομεν δυνηθή».