Μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλης. 1979. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις, Η κάθοδος των Μυρίων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Ύστερα συγκεντρώθηκαν και σκέφτονταν για το δρόμο που θα ακολουθούσαν αποκεί και πέρα. Πρώτος σηκώθηκε ο Λέων από τους Θουρίους και μίλησε έτσι: «Εγώ, φίλοι μου, κουράστηκα πια να ετοιμάζω αποσκευές και να βαδίζω και να τρέχω και να σηκώνω τα όπλα και να προχωρώ τοποθετημένος στη γραμμή και να φυλάω φρουρά και να πολεμώ. Λαχτάρησα να γλιτώσω πια από τα βάσανα τούτα και, αφού βρισκόμαστε σε θάλασσα, να ταξιδεύω αποδώ και μπρος ξαπλωμένος πάνω στο καράβι, σαν τον Οδυσσέα, ώσπου να φτάσω στην Ελλάδα». Οι στρατιώτες όταν άκουσαν τα λόγια του, τα επιδοκίμασαν με θόρυβο, κρίνοντάς τα σωστά. Ένας άλλος είπε τα ίδια, καθώς και οι υπόλοιποι που μίλησαν. Κατόπι σηκώθηκε ο Χειρίσοφος και είπε αυτά τα λόγια: «Στρατιώτες, ο Αναξίβιος είναι φίλος μου και τώρα τυχαίνει να είναι ναύαρχος. Αν με εξουσιοδοτήσετε λοιπόν να πάω σ' αυτόν, έχω τη γνώμη πως θα γυρίσω φέρνοντας και τριήρεις και άλλα πλοία που θα μας πάνε στην Ελλάδα. Έτσι, αν εσείς θέλετε να ταξιδέψετε, περιμένετε ώσπου να έρθω. Θα γυρίσω γρήγορα». Όταν τ' άκουσαν αυτά οι στρατιώτες, ευχαριστήθηκαν και αποφάσισαν να τον στείλουν, όσο γίνεται γρηγορότερα.

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Μετά ταύτα συναθροισθέντες ήρχισαν να συσκέπτωνται περί της υπολοίπου πορείας∙ πρώτος δε εσηκώθη ο Λέων εκ Θουρίων και είπε τα εξής: «Εγώ μεν λοιπόν, ω άνδρες, έχω πλέον κουρασθή ετοιμάζων τας αποσκευάς μου και βαδίζων και τρέχων και φέρων τα όπλα και πορευόμενος εν στρατιωτική παρατάξει και φρουρών και μαχόμενος, επιθυμώ δε του λοιπού απαλλαγείς από τους κόπους τούτους, επειδή ευρισκόμεθα πλησίον της θαλάσσης, να ταξιδεύσω κατά τον υπόλοιπον χρόνον διά θαλάσσης και εξηπλωμένος επί του πλοίου, καθώς ο Οδυσσεύς, να φθάσω εις την Ελλάδα». Ταύτα ακούσαντες οι στρατιώται θορυβωδώς επεδοκίμασαν τους λόγους του. Και άλλος επρότεινε τα ίδια και όλοι όσοι ωμίλησαν. Έπειτα δε ο Χειρίσοφος εσηκώθη και είπε τα εξής: «Έχω φίλον, ω άνδρες, τον Αναξίβιον, ο οποίος είναι και ναύαρχος τώρα. Αν λοιπόν με στείλετε, νομίζω ότι ήθελον επανέλθει φέρων και τριήρεις και πλοία, τα οποία θα μας μεταφέρουν εις την Ελλάδα∙ σεις δε, αν πράγματι θέλετε να αναχωρήσητε δια θαλάσσης, περιμείνατέ με μέχρις ότου επιστρέψω∙ και θα επιστρέψω αμέσως.» Ακούσαντες ταύτα οι στρατιώται ηυχαριστήθησαν και ενέκριναν να πλεύση ο Χειρίσοφος όσον το δυνατόν ταχύτερον.