Μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλης. 1979. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις, Η κάθοδος των Μυρίων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Ύστερα σηκώνεται ο Ξενοφών, οπλισμένος για μάχη, όσο μπορούσε πιο όμορφα. Και τούτο γιατί νόμιζε πως, αν οι θεοί δώσουν τη νίκη, ο ωραιότερος στολισμός ταιριάζει στο νικητή. Αν πάλι χρειαζόταν να πεθάνει, ήταν ορθό να θεωρήσει τον εαυτό του πως άξιζε να στολιστεί ωραιότατα και να βρει το θάνατο μέσα σ' αυτόν το στολισμό. Άρχισε λοιπόν να μιλάει έτσι: «Τους ψεύτικους όρκους των βαρβάρων και την απιστία τους σας τα έχει αναπτύξει ο Κλεάνωρ, νομίζω όμως πως τα ξέρετε κι εσείς. Αν λοιπόν επιμένουμε να ξανασυνεννοηθούμε φιλικά μαζί τους, σημαίνει ότι έχομε χάσει εντελώς το θάρρος μας, τη στιγμή που βλέπομε τα όσα έπαθαν οι στρατηγοί μας, όταν τους εμπιστεύτηκαν τον εαυτό τους βασισμένοι στα λόγια τους. Αν όμως έχουμε στο νου μας με τα όπλα στα χέρια να τους τιμωρήσουμε για όσα μας έχουν κάμει, και αποδώ και πέρα να τους πολεμούμε με κάθε τρόπο, τότε θα έχουμε πολλές και βάσιμες ελπίδες να σωθούμε, με τη βοήθεια των θεών». Την ώρα που τα έλεγε αυτά, φταρνίζεται κάποιος. Οι στρατιώτες, μόλις άκουσαν το φτάρνισμα, όλοι με την ίδια διάθεση προσευχήθηκαν στο θεό, και ο Ξενοφών είπε: «Αφού τη στιγμή που μιλούσαμε για τη σωτηρία μας, παρουσιάστηκε αυτό το καλό σημάδι, σταλμένο από το Δία το σωτήρα, νομίζω, στρατιώτες, πως πρέπει να τάξουμε σ' αυτόν το θεό πως θα του προσφέρουμε θυσίες ευχαριστήριες για τη διάσωσή μας, σε οποιαδήποτε φιλική χώρα πρωτοπάμε. Να τάξουμε ακόμα πως θα θυσιάσουμε και στους άλλους θεούς, ανάλογα με τις δυνάμεις μας. Όποιος συμφωνεί μ' αυτά, είπε, να σηκώσει το χέρι». Όλοι σήκωσαν τα χέρια τους. Ύστερ' απ' αυτό προσευχήθηκαν κι έψαλαν τον παιάνα. Και όταν εκπληρώσανε το χρέος τους προς τους θεούς, ο Ξενοφών ξανάρχισε το λόγο του και μίλησε έτσι: «Έλεγα πρωτύτερα πως έχομε πολλές και βάσιμες ελπίδες να σωθούμε. Γιατί πρώτα πρώτα, εμείς φυλάμε τους όρκους των θεών, ενώ οι εχθροί και τους όρκους έχουν πατήσει και, αντίθετα προς αυτούς, έχουν παραβιάσει τις συμφωνίες. Αφού έτσι είναι τα πράγματα, οι θεοί φυσικά θα είναι εχθροί στους αντίπαλούς μας και σύμμαχοι δικοί μας. Αυτοί έχουν τη δύναμη και τους μεγάλους να τους κάνουν γρήγορα μικρούς και τους μικρούς, όταν βρίσκονται σε κρίσιμες στιγμές, να τους σώζουν εύκολα, φτάνει να το θέλουν. Ύστερα θα σας θυμίσω και τους κινδύνους που πέρασαν οι πρόγονοί μας, για να ξέρετε πως σας ταιριάζει να είστε γενναίοι και πως οι γενναίοι σώζονται με τη βοήθεια των θεών και από τρομερούς κινδύνους. Όταν ήρθαν δηλαδή οι Πέρσες κι εκείνοι που τους ακολουθούσαν με πάρα πολύ μεγάλο στρατό για να καταστρέψουν την Αθήνα, μόνο οι Αθηναίοι τόλμησαν να τους αντισταθούν και τους νίκησαν. Είχαν τάξει τότε στη θεά Αρτέμιδα πως όσους εχθρούς σκοτώσουν, τόσα χρονιάρικα γίδια θα της θυσιάσουν. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να βρουν αρκετά, αποφάσισαν να θυσιάζουν κάθε χρόνο πεντακόσια. Και συνεχίζουν να κάνουν αυτήν τη θυσία ακόμα και σήμερα. Αργότερα, όταν ο Ξέρξης συγκέντρωσε εκείνο τον αμέτρητο στρατό και βάδισε ενάντια στην Ελλάδα, και τότε οι πρόγονοί μας νίκησαν τους δικούς τους και στη στεριά και στη θάλασσα. Απόδειξη γι' αυτές τις νίκες είναι τα τρόπαια που βλέπομε, μα πιο μεγάλη απόδειξη είναι η ελευθερία των πόλεων, όπου εσείς γεννηθήκατε και ανατραφήκατε. Γιατί κανέναν άνθρωπο δεν έχετε κυρίαρχο και δε λατρεύετε άλλον, παρά μονάχα τους θεούς. Από τέτοιους προγόνους κατάγεστε. Δε θέλω να πω μ' αυτά πως εσείς τους ντροπιάζετε, αφού πριν λίγες μέρες αντιμετωπίσατε τους απογόνους εκείνων των Περσών και τους νικήσατε με τη βοήθεια των θεών, παρ' όλο που ήταν πολύ περισσότεροί σας. Και αφού φαινόσασταν γενναίοι τότε που πολεμούσατε να κάμετε τον Κύρο βασιλιά, τώρα, που αγωνίζεστε για τη δική σας σωτηρία, ταιριάζει να είστε πολύ γενναιότεροι και προθυμότεροι. Μα τούτη τη φορά πρέπει να έχετε και μεγαλύτερη τόλμη απέναντι στους εχθρούς. Γιατί τότε, παρ' όλο που δεν τους είχατε δοκιμάσει και βλέπατε πως ήταν αμέτρητοι, όμως πήρατε το θάρρος να βαδίσετε καταπάνω τους με την πατροπαράδοτη παλικαριά. Και τώρα που τους έχετε δοκιμάσει και ξέρετε πως δε θέλουν να σας αντιστέκονται, παρ' όλο που είναι πολύ περισσότεροί σας, ποιος λόγος υπάρχει πια να τους φοβάστε; Ούτε όμως γι' αυτό να νομίζετε πως υστερείτε, επειδή δηλαδή οι στρατιώτες του Αριαίου, που ήταν πρωτύτερα μαζί μας, τώρα έφυγαν από μας και πήγαν με τους εχθρούς. Γιατί αυτοί είναι ακόμα πιο δειλοί από τους νικημένους αντιπάλους μας, κι έτσι πήγαν με κείνους κι άφησαν εμάς. Μα όσους έχουν τη διάθεση να το βάζουν πρώτοι στα πόδια, είναι πολύ προτιμότερο να τους βλέπουμε στην παράταξη των εχθρών παρά στη δική μας. Αν πάλι κάποιος από σας στενοχωριέται που εμείς δεν έχομε ιππικό, ενώ οι εχθροί έχουν πολύ, να σκεφτείτε πως οι δέκα χιλιάδες ιππείς δεν είναι τίποτε άλλο παρά δέκα χιλιάδες άνθρωποι. Γιατί ποτέ ως τώρα στη μάχη δε σκοτώθηκε κανένας από δάγκωμα ή από κλωτσιά αλόγου, παρά οι στρατιώτες είναι εκείνοι που κατορθώνουν ό,τι γίνεται στις μάχες. Με αυτά τα δεδομένα, εμείς βρισκόμαστε σε πολύ σταθερότερο όχημα από τους ιππείς. Γιατί εκείνοι είναι κρεμασμένοι πάνω σε άλογα και φοβούνται όχι μονάχα εμάς, αλλά και μήπως πέσουν κάτω. Ενώ εμείς, που βαδίζομε πάνω στη γη, πολύ δυνατότερα θα χτυπήσουμε όποιον μας ζυγώσει και πολύ ευκολότερα θα πετύχουμε όποιον θέλομε. Μονάχα σ' ένα πράγμα είναι ανώτεροί μας οι ιππείς, στο ότι αυτοί μπορούν να φεύγουν με μεγαλύτερη ασφάλεια από μας.

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Ευθύς κατόπιν ο Ξενοφών σηκώνεται να λάβη τον λόγον περιβεβλημένος την ωραιοτέραν πολεμικήν στολήν που ηδύνατο να εύρη, ως έχων την ιδέαν ότι αν μεν νίκην θα έδιδαν οι θεοί, ο ωραιότερος στολισμός εις την περίπτωσιν της νίκης ήρμοζε, αν δε να αποθάνη θα ήτο πεπρωμένον, εταίριαζε του ωραιοτέρου στολισμού άξιον να κρίνη τον εαυτόν του και με αυτόν να εύρη το τέλος της ζωής του. Και τον λόγον του τον ήρχισε ως εξής∙ Την μεν επιορκίαν των βαρβάρων και την απιστίαν των την έχει εκθέσει ενώπιόν σας ο Κλεάνωρ, και την γνωρίζετε και σεις, νομίζω. Λοιπόν, εάν μεν θέλωμεν πάλιν φιλικήν στάσιν να τηρούμεν απέναντί των, θα πρέπη να ευρισκώμεθα εις μεγάλην αποθάρρυνσιν, αφού έχομεν υπ' όψει μας ποία κακά και οι στρατηγοί, που εξ εμπιστοσύνης παρέδωσαν τους εαυτούς των εις εκείνους, έχουν πάθει. Εάν όμως σκεπτώμεθα με τα όπλα εις τας χείρας και δι' όσα κακά μας έχουν κάμει τιμωρίαν να τους επιβάλωμεν, και εις το εξής πάσαν πολεμικήν πράξιν να θέτωμεν εις ενέργειαν εναντίον των, τότε με την βοήθειαν των θεών πολλαί αγαθαί ελπίδες σωτηρίας ημών υπάρχουν.

Ενώ δε το έλεγε αυτό ο Ξενοφών, πταρνίζεται κάποιος, και καθώς ήκουσαν το πτάρνισμά του οι στρατιώται όλοι ομοθύμως ανέπεμψαν ευχήν προς τον θεόν. Και ο Ξενοφών σχετκώς με το επεισόδιόν αυτό είπε∙ Η γνώμη μου είναι, στρατιώται, επειδή, καθ' ην στιγμήν περί σωτηρίας ήτο ο λόγος μας, θείον σημείον εκ μέρους του Διός του σωτήρος μας παρουσιάσθη, να τάξωμεν εις τον θεόν αυτόν ότι θα του προσφέρωμεν ευχαριστήριον θυσίαν διά την σωτηρίαν μας, όπου και αν φθάσωμεν πρώτην φοράν εις φιλικήν χώραν, να τάξωμεν δε συγχρόνως προσέτι ότι και εις τους άλλους θεούς θα προσφέρωμεν θυσίας εν τω μέτρω των δυνάμεών μας. Και όποιος τα εγκρίνει αυτά, είπε, ας υψώση την χείρα του. Και ύψωσαν την χείρα των όλοι ανεξαιρέτως. Ευθύς δε μετ' αυτό έκαμαν το προταθέν τάξιμον και έψαλαν παιάνα. Αφού δε ούτω εξετελέσθη το προς τους θεούς καθήκον, εσυνέχισε ο Ξενοφών τον λόγον του ως εξής: Έτυχε να λέγω προηγουμένως ότι πολλαί αγαθαί ελπίδες σωτηρίας ημών υπάρχουν. Διότι πρώτον μεν ημείς απαρεγκλίτως τηρούμεν τους όρκους μας προς τους θεούς, ενώ οι εχθροί μας και επίορκοι προς τους θεούς έχουν φανή και την ανακωχήν, καταπατούντες τους όρκους των, την έχουν διαρρήξει. Εφόσον όμως ούτως έχουν τα πράγματα, φυσικόν είναι προς μεν τους εχθρούς μας εναντίοι, με ημάς δε σύμμαχοι να είναι οι θεοί, οι οποίοι βέβαια έχουν την δύναμιν και τους μεγάλους ταχέως μικρούς να κάμνουν, και τους μικρούς, ακόμη και εν μέσω μεγάλων κινδύνων ευρισκομένους, να σώζουν ευκόλως, όταν το θέλουν. Έπειτα δε ―και με αυτά που θα είπω, θέλω να ανακαλέσω εις την μνήμην σας και των προγόνων μας τους μεγάλους αγώνας δια να ηξεύρετε ότι γενναίοι ταιριάζει να είσθε και ότι σώζονται και από πολύ μεγάλους κινδύνους οι γενναίοι άνδρες―, όταν δηλαδή οι Πέρσαι και οι ακολουθούντες αυτούς επήλθον με υπεράριθμον στρατιάν, δια να εξαφανίσουν τας Αθήνας, μόνοι των οι Αθηναίοι τολμήσαντες να αντισταθούν εναντίον των τους ενίκησαν. Και καθώς έταξαν εις την Άρτεμιν ότι όσους εκ των εχθρών ήθελαν φονεύσει εις την μάχην, τόσας νεαράς αίγας ήθελαν θυσιάσει εις την θεάν, επειδή μετά την νίκην δεν ηδύναντο να εύρουν τον απαιτούμενον αριθμόν αιγών, απεφάσισαν κάθε έτος πεντακοσίας αίγας να θυσιάζουν, και εξακολουθούν ακόμη και τώρα να προσφέρουν την τοιαύτην θυσίαν. Έπειτα όταν ο Ξέρξης κατόπιν συναθροίσας εκείνην την αναρίθμητον στρατιάν του επήλθεν εναντίον της Ελλάδος, και τότε ενίκων οι πρόγονοί μας τους προγόνους τούτων και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν. Των νικών αυτών αποδείξεις έχει κανείς προ των οφθαλμών του τα τρόπαια, μεγίστη όμως απόδειξις είναι η ελευθερία των πόλεων, εις τας οποίας σεις εγεννήθητε και ανετράφητε∙ διότι κανέναν άνθρωπον δεν προσκυνείτε ως κυρίαρχον παρά μόνον τους θεούς. Τοιούτων προγόνων απόγονοι είσθε. Και με αυτά που λέγω, δεν θέλω βέβαια να είπω ότι σεις τους κατεντροπιάζετε∙ αφού δεν είναι πολλαί ημέραι, αφότου αντιπαραταχθέντες εναντίον τούτων, των απογόνων εκείνων, πολλαπλασίους από σας εις αριθμόν άνδρας ενικάτε με την βοήθειαν των θεών. Και τότε μεν, ως γνωστόν, χάριν της βασιλείας του Κύρου εδεικνύεσθε άνδρες γενναίοι. Τώρα δε οπότε χάριν της ιδικής σας σωτηρίας είναι ο αγών, δικαιούται να προσδοκά βέβαια κανείς ότι θα είσθε πολύ περισσότερον ανδρείοι και πρόθυμοι. Αλλ' εκτός τούτου και περισσότερον θάρρος τώρα πρέπει να έχετε απέναντι των εχθρών. Διότι τότε μεν μολονότι δεν είχατε γνώσιν του ποιού των και μολονότι εβλέπετε το αμέτρητον πλήθος των, εν τούτοις ελάβετε την τόλμην με την πατροπαράδοτον γενναιοψυχίαν να βαδίσετε εναντίον των. Τώρα δε, οπότε πλέον και εκ πείρας έχετε γνωρίσει δι' αυτούς ότι δεν έχουν την θέλησιν, αν και είναι πολλαπλάσιοι από σας, να μένουν και να ανθίστανται εναντίον σας, ποίος λόγος πλέον υπάρχει να τους φοβήσθε; Μήτε όμως τούτο να νομίσετε ότι αποτελεί μειονέκτημα δι' ημάς, το ότι δηλαδή οι άνδρες του Αριαίου, οι οποίοι πρότερον παρετάσσοντο μαζί με ημάς, τώρα έχουν αποχωρισθή από ημάς και επήγαν με τους εχθρούς μας. Διότι ακόμη περισσότερον άνανδροι είναι ούτοι από εκείνους οι οποίοι έχουν ηττηθή από ημάς, αφού οπωσδήποτε ετράπησαν εις φυγήν ενώπιον εκείνων και μας εγκατέλειψαν ημάς. Ανθρώπους δε που προθυμοποιούνται να δίδουν πρώτοι το παράδειγμα της φυγής, πολύ προτιμότερον είναι να τους βλέπωμεν να παρατάσσωνται μαζί με τους εχθρούς μας, παρά να ευρίσκωνται εις την παράταξιν την ιδικήν μας. Εάν δε κανείς από σας αποθαρρύνεται, διότι ημείς δεν έχομεν ιππείς, ενώ οι εχθροί έχουν πολλούς, σκεφθήτε ότι οι δεκακισχίλιοι ιππείς τίποτε άλλο δεν είναι, παρά δεκακισχίλιοι άνθρωποι∙ διότι από ίππον μεν εις μάχην κανείς ποτέ έως τώρα ούτε με δάγκαμα ούτε με λάκτισμα δεν εφονεύθη, οι άνθρωποι δε είναι εκείνοι που κάμνουν ό,τι γίνεται εις τας μάχας. Επομένως από τους ιππείς ημείς επάνω εις πολύ σταθερώτερον όχημα ευρισκόμεθα. Διότι εκείνοι μεν είναι κρεμασμένοι επάνω εις ίππους και φοβούνται όχι ημάς μόνον παρά και το να πέσουν κάτω. Ενώ ημείς στηριζόμενοι επί του εδάφους πολύ δυνατώτερον κτύπημα θα δώσωμεν εις εκείνον ο οποίος θα μας πλησιάση, και πολύ περισσότερον θα επιτύχωμεν ό,τι εν γένει θέλομεν να κάμωμεν. Εις έν μόνον πράγμα υπερτερούν οι ιππείς∙ η φυγή δι' αυτούς είναι ασφαλεστέρα παρά εις ημάς.