Μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλης. 1979. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις, Η κάθοδος των Μυρίων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Οι στρατηγοί πιάστηκαν, όπως είπαμε, κι ύστερα οδηγήθηκαν στο βασιλιά και θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Κλέαρχος που, όπως παραδέχονται όλοι όσοι τον γνώριζαν καλά, φάνηκε άντρας με γνώση της πολεμικής τέχνης και με απέραντη αγάπη στον πόλεμο. Γι' αυτό, όσο κρατούσε ο πόλεμος ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και στους Αθηναίους, αυτός έμενε εκεί. Όταν όμως έγινε ειρήνη, τότε έπεισε τους συμπατριώτες του πως οι Θράκες έβλαφταν τους Έλληνες, κατάφερε όπως μπορούσε να πάρει την έγκριση των εφόρων και μπήκε στο καράβι κι έφυγε για να πάει να πολεμήσει τους Θράκες, που κατοικούσαν πάνω από τη Χερσόνησο και την Πέρινθο. Μα οι έφοροι μετάνιωσαν, όταν πια αυτός είχε φύγει, και προσπάθησαν να τον γυρίσουν πίσω από τον Ισθμό. Τότε όμως δεν πειθάρχησε, παρά τράβηξε, αρμενίζοντας γρήγορα, για τον Ελλήσποντο. Κι έτσι καταδικάστηκε σε θάνατο από τους άρχοντες της Σπάρτης, γιατί αρνήθηκε να υπακούσει. Εξόριστος πια, έρχεται στον Κύρο. Με ποιους λόγους τον κατάφερε, σε άλλο έργο έχει γραφτεί, πάντως ο Κύρος του έδωσε δέκα χιλιάδες δαρεικούς . Όταν πήρε τα χρήματα, δεν αδράνησε, αλλά με αυτά συγκέντρωσε στρατό και πολεμούσε τους Θράκες και μάλιστα τους νίκησε σε μια μάχη. Από τότε λεηλατούσε τη χώρα τους και τους πολεμούσε αδιάκοπα, ώσπου ο Κύρος χρειάστηκε το στρατό του. Τότε έφυγε, για να πάει να πολεμήσει πάλι μαζί με κείνον. Αυτά λοιπόν μου φαίνονται πως είναι πράξεις ανθρώπου που έχει απέραντη αγάπη στον πόλεμο· ανθρώπου που μπορεί να ζει ειρηνικά, χωρίς ντροπή ή ζημιά, κι αυτός προτιμάει να πολεμά· που του είναι δυνατό να ζει άνετα, κι αυτός θέλει να κοπιάζει, φτάνει να βρίσκεται σε μάχες· που είναι στο χέρι του να έχει χρήματα χωρίς να κινδυνεύει, κι εκείνος προτιμά να τα κάνει λιγότερα με τους πολέμους. Τόση μεγάλη αγάπη είχε στον πόλεμο. Νομιζόταν όμως πως είχε και γνώση της πολεμικής τέχνης γι' αυτόν το λόγο, επειδή δηλαδή αγαπούσε τους κινδύνους βαδίζοντας μέρα και νύχτα καταπάνω στους εχθρούς κι επειδή στις κρίσιμες στιγμές είχε φρόνηση, όπως βεβαίωναν όλοι όσοι βρίσκονταν παντού μαζί του. Έλεγαν πως είχε και ικανότητες να κυβερνά, όσο είναι δυνατό να υπάρχουν διοικητικές ικανότητες με τη μέθοδο που εφάρμοζε κι εκείνος. Ήταν ικανός δηλαδή, περισσότερο από κάθε άλλον, να νοιάζεται να βρίσκει για το στρατό του τα τρόφιμα και να του τα έχει έτοιμα την ώρα που έπρεπε. Ήταν ακόμα ικανός να κάνει τους γύρω του να πιστεύουν ότι πρέπει να πειθαρχούν στον Κλέαρχο. Αυτό το πετύχαινε με την αυστηρότητα. Είχε πρόσωπο σκυθρωπό και βραχνή φωνή και πάντα τιμωρούσε αυστηρά, καμιά φορά μάλιστα τόσο οργισμένα, που κι ο ίδιος κάποτε μετάνιωνε. Τιμωρούσε όμως και σκόπιμα. Γιατί είχε τη γνώμη, πως δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια από στρατιώτες που δεν τιμωρούνται. Βεβαιώνουν ακόμα πως έλεγε, ότι ο στρατιώτης πρέπει να φοβάται περισσότερο τον αρχηγό του παρά τους εχθρούς, αν πρόκειται να φυλάξει φρουρά ή να αποφύγει να βλάψει φίλους ή να βαδίσει ενάντια στους εχθρούς χωρίς αντίρρηση. Στις κρίσιμες στιγμές οι στρατιώτες με προθυμία πειθαρχούσαν σε κείνον, δεν ήθελαν άλλο στρατηγό. Γιατί έλεγαν, πως τότε η σκυθρωπότητά του φαινόταν ανάμεσα στα άλλα πρόσωπα μια αισιόδοξη διάθεση και η αυστηρότητα έμοιαζε πως ήταν παλικαριά απέναντι στους εχθρούς. Έτσι φαινόταν όχι πια πως προκαλούσε το φόβο, αλλά πως έφερνε τη σωτηρία. Όταν όμως οι στρατιώτες βρίσκονταν έξω από τον κίνδυνο και μπορούσαν να πάνε να τους κυβερνάει άλλος στρατηγός, τότε πολλοί τον άφηναν κι έφευγαν. Γιατί δεν είχε τρόπους χαριτωμένους, αλλά πάντα ήταν άγριος και σκληρός. Γι' αυτό και οι στρατιώτες είχαν απέναντί του τα ίδια αισθήματα που έχουν τα παιδιά στο δάσκαλο. Ποτέ δεν είχε ανθρώπους, που να τον ακολουθούν από φιλία και αγάπη. Όποιοι όμως ήταν κοντά του ύστερα από διαταγή της πατρίδας τους ή επειδή χρειάζονταν κάτι ή γιατί πιέζονταν από κάποιαν ανάγκη, τους κρατούσε σε απόλυτη πειθαρχία. Μα όταν άρχιζαν να νικούν μαζί του τους εχθρούς, από τότε υπήρχαν σοβαροί λόγοι που έκαναν να είναι χρήσιμοι οι στρατιώτες του. Γιατί, και την τόλμη είχαν ν' αντιμετωπίζουν τους εχθρούς, και ο φόβος μήπως τιμωρηθούν από κείνον τους έκανε πειθαρχικούς. Τέτοιος αρχηγός ήταν. Έλεγαν ακόμα πως δεν είχε πολλή διάθεση να παίρνει διαταγές από άλλους. Όταν πέθανε ήταν, πάνω κάτω, πενήντα χρονών.

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Οι στρατηγοί τέλος πάντων ούτω συλληφθέντες ωδηγήθησαν κατόπιν εις τον βασιλέα και εκεί εθανατώθησαν δι' αποκεφαλισμού. Εξ αυτών είς, ο Κλέαρχος, κατά την ομολογίαν πάντων, όσοι τον εγνώριζον καλώς, ανεδείχθη ανήρ και εμπειροπόλεμος και φιλοπόλεμος εις τον υπέρτατον βαθμόν. Και όντως, έως ότου μεν οι Λακεδαιμόνιοι είχον πόλεμον προς τους Αθηναίους, παρέμενε χρησιμοποιούμενος εις αυτόν. Άμα δε έγινεν ειρήνη, αφού κατέπεισε τους συμπολίτας του ότι οι Θράκες ηδίκουν τους Έλληνας και αφού κατώρθωσε, καθ' ον τρόπον ηδύνατο, να λάβη των εφόρων την συγκατάθεσιν, ανεχώρησε δια θαλάσσης, δια να υπάγη να πολεμήση εναντίον των Θρακών, οι οποίοι κατώκουν υπεράνω της Θρακικής Χερσονήσου και της Περίνθου. Επειδή δε ήλλαξαν κάπως γνώμην οι έφοροι, ότε πλέον αυτός ευρίσκετο έξω των ορίων της Λακωνικής, και προσεπάθουν να τον γυρίσουν οπίσω από τον Ισθμόν, εις την περίστασιν αυτήν δεν υπήκουσε πλέον, παρά έπλευσε κατ' ευθείαν εις τον Ελλήσποντον. Ένεκα δε τούτου και κατεδικάσθη εις θάνατον υπό των ανωτάτων αρχόντων της Σπάρτης ως δεικνύων απείθειαν. Έκτοτε δε πλέον εξόριστος διατελών έρχεται εις τον Κύρον. Και με ποίου μεν είδους λόγους τον κατέπεισε τον Κύρον, εις άλλο σύγγραμμα έχει γραφή, πάντως όμως του έδωσεν ο Κύρος δέκα χιλιάδας δαρεικούς. Και αυτός άμα τους έλαβε, δεν παρεδόθη εις άνετον βίον, παρά με τα χρήματα αυτά εστρατολόγησε στράτευμα και ήρχισε πόλεμον εναντίον των Θρακών, και αφού τους ενίκησεν εις μίαν μάχην, έκτοτε πλέον ελεηλάτει την χώραν των και επολέμει συνεχώς εναντίον των, μέχρις ότου ο Κύρος έλαβεν ανάγκην του στρατεύματός του. Τότε δε έφυγεν απ' εκεί, δια να υπάγη να πολεμήση πάλιν μαζί με εκείνον. Αυτά βέβαια είναι, όπως νομίζω, έργα φιλοπολέμου ανθρώπου, που μολονότι δύναται να διάγη ειρηνικώς χωρίς εντροπήν και χωρίς καμίαν ζημίαν, εν τούτοις προτιμά να κάμνη πόλεμον, και μολονότι δύναται να ζη ανέτως, θέλει να κοπιάζη, αρκεί να ευρίσκεται εις πόλεμον, και μολονότι δύναται να έχη χρήματα, χωρίς να διατρέχη κανέναν κίνδυνον, προτιμά να διεξάγη πόλεμον και να τα κάμνη ολιγώτερα. Ούτω εκείνος, όπως ακριβώς άλλοι εις παιδικούς έρωτας, ή δι' άλλην τινά απόλαυσιν, ήθελε να εξοδεύη εις πολέμους. Τόσον φιλοπόλεμος ήτο. Ικανός δε εις τα του πολέμου πάλιν υπ' αυτήν την έποψιν εθεωρείτο, ότι δηλαδή ηγάπα να εκτίθεται εις κινδύνους, βαδίζων όχι μόνον εν καιρώ ημέρας παρά και εν καιρώ νυκτός εναντίον των εχθρών, και ότι κατά τας ώρας του κινδύνου ήτο κύριος του λογικού του, όπως οι παρευρισκόμενοι πλησίον του πανταχού πάντες ομοφώνως εβεβαίωνον.

Και εις το άρχειν δε ικανός ελέγετο ότι ήτο, όπως είναι δυνατόν να είναι κανείς ικανός εις τούτο με τον τρόπον που και εκείνος είχε. Δηλαδή αφ' ενός μεν είχε την ικανότητα περισσότερον από κάθε άλλον πρώτον μεν να επινοή πώς το στράτευμά του θα εξεύρισκε τα τρόφιμα, και δεύτερον να προμηθεύη εις αυτό ταύτα, αφ' ετέρου δε είχε την ικανότητα και να εμπνέη εις τους περί αυτόν την πεποίθησιν ότι ώφειλον να υπακούουν εις τον Κλέαρχον. Και τούτο το κατώρθωνε με το να είναι σκαιός άνθρωπος. Διότι και η όψις του ήτο αποκρουστική και η φωνή του τραχεία, και ετιμώρει πάντοτε με μεγάλην αυστηρότητα, μάλιστα εν οργή ευρισκόμενος ενίοτε, ώστε και αυτός ο ίδιος να μετανοή κάποτε. Αλλ' ουχ ήττον και εσκεμμένως ετιμώρει. Διότι από στράτευμα, εις το οποίον δεν επιβάλλονται τιμωρίαι, ουδεμία ωφέλεια εφρόνει ότι δύναται να υπάρχη, και μάλιστα έλεγε, όπως εβεβαίωνον οι περί αυτόν, ότι πρέπει ο στρατιώτης να φοβήται περισσότερον τον αρχηγόν του παρά τους εχθρούς, εάν θα πρόκειται είτε ως φρουρός να εκτελή καλώς την υπηρεσίαν του, είτε από το να προξενήση βλάβην τινά εις φίλους να απέχη, είτε χωρίς καμίαν αντίρρησιν να βαδίζη εναντίον των εχθρών. Κατόπιν τούτων εις μεν τας κινδυνώδεις περιστάσεις επροθυμοποιούντο να υπακούουν εις αυτόν πλήρως και δεν επροτίμων άλλον στρατηγόν οι στρατιώται. Καθόσον μάλιστα η αγριότης του προσώπου του τότε, φαιδρότης εν μέσω των άλλων προσώπων έλεγον ότι ενεφανίζετο, και η σκαιότης του δύναμις απέναντι των εχθρών εφαίνετο ότι ήτο, και επομένως σωτηρίας μέσον και ουχί πλέον επαχθής ενεφανίζετο. Όταν όμως ευρίσκοντο έξω του κινδύνου και είχον την ευκολίαν να απέλθουν, δια να ταχθούν υπό τας διαταγάς άλλου στρατηγού, τότε τον άφηνον και έφευγον. Διότι το χάρισμα του να ελκύη τους ανθρώπους δεν το είχε, παρά πάντοτε ήτο σκαιός και σκληρός. Και ούτω, τα προς αυτόν αισθήματα των στρατιωτών του ήσαν οποία τα αισθήματα παίδων προς ένα διδάσκαλον. Δι' αυτόν λοιπόν ακριβώς τον λόγον ανθρώπους, οι οποίοι από αγάπην και φιλικήν διάθεσιν να τον ακολουθούν, ουδέποτε είχε. Όποιοι δε είτε κατά διαταγήν της πατρίδος των είτε ένεκα απορίας είτε από αλλην καμίαν ανάγκην πιεζόμενοι ευρίσκοντο υπό την αρχηγίαν του, τούτους εις αυστηράν πειθαρχίαν τους εκράτει. Άμα όμως ήθελον αρχίσει να νικούν μαζί με αυτόν τους εχθρούς, έκτοτε πλέον σπουδαία ήσαν τα προσόντα, τα οποία καθίστων χρησίμους τους υπό τας διαταγάς του στρατιώτας. Διότι και το θάρρος του να αντιμετωπίζουν τους εχθρούς είχον, και ο φόβος της εκ μέρους εκείνου τιμωρίας τους καθίστα ευπειθείς. Τοιούτος τέλος ως αρχηγός ήτον ο Κλέαρχος. Να δέχεται δε διαταγάς άλλων δεν είχε πολλήν διάθεσιν, όπως έλεγαν. Ήτο δε τότε που απέθανε πεντήκοντα περίπου ετών.