Μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλης. 1979. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις, Η κάθοδος των Μυρίων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Οι Έλληνες αποσύρθηκαν και τα συζητούσαν αυτά. Ύστερα έδωσαν απόκριση, που ο Κλέαρχος την είπε για λογαριασμό τους: «Εμείς ούτε συγκεντρωθήκαμε με σκοπό να πολεμήσουμε το βασιλιά, ούτε βαδίζαμε ενάντιά του. Ο Κύρος όμως έβρισκε πολλές αφορμές, όπως ξέρεις κι ο ίδιος καλά, ώστε κι εσάς να προλάβει απροετοίμαστους κι εμάς να οδηγήσει εδώ πέρα. Όταν τον είδαμε να βρίσκεται πια σε δύσκολη θέση, ντραπήκαμε και θεούς και ανθρώπους να τον προδώσουμε, ενώ πρωτύτερα δεχόμασταν τις ευεργεσίες του. Από τότε όμως που σκοτώθηκε ο Κύρος ούτε προσπαθούμε να πάρουμε τη βασιλική εξουσία, ούτε υπάρχει αιτία να θέλουμε να κακοποιούμε τη χώρα του βασιλιά, ούτε θα θέλαμε να σκοτώσουμε τον ίδιο. Θα επιθυμούσαμε μονάχα να πάμε στην πατρίδα μας, αν κανένας δε μας ενοχλούσε. Πάντως εκείνον που θα επιχειρήσει να μας βλάψει, θα προσπαθήσουμε με τη βοήθεια των θεών να τον αποκρούσουμε. Αν πάλι κάποιος πρωτοκάμει αρχή να μας ευεργετεί, όσο μπορέσουμε δε θα φανούμε κατώτεροί του στην ευεργεσία».

Αυτά είπε ο Κλέαρχος. Όταν τ' άκουσε ο Τισσαφέρνης, αποκρίθηκε: «Θα τα ανακοινώσω στο βασιλιά, και σε σας ύστερα θα πω την απάντησή του. Ώσπου να γυρίσω, όμως, ας εξακολουθήσουν οι συνθήκες να ισχύουν. Όσο για τρόφιμα, θα σας δίνουμε εμείς».

Την άλλη μέρα δεν ήρθε, και γι' αυτό οι Έλληνες ανησύχησαν. Την τρίτη μέρα όμως γύρισε και τους είπε πως τα είχε καταφέρει να του επιτρέψει ο βασιλιάς να σώσει τους Έλληνες. Και τούτο, παρ' όλες τις αντιρρήσεις που είχαν πολλοί, που νόμιζαν ότι δεν ήταν σωστό να αφήσει ελεύθερους ο βασιλιάς εκείνους που ήρθαν να τον πολεμήσουν. Στο τέλος πρόσθεσε: «Και τώρα μπορείτε να πάρετε εγγυήσεις από μας, πως θα σας παραχωρήσουμε τη χώρα μας φιλική στο πέρασμά σας, και πως θα σας οδηγήσουμε στην Ελλάδα χωρίς πανουργία, παρέχοντάς σας και τρόφιμα ν' αγοράζετε. Αν σε κάποιο μέρος δεν υπάρχει αγορά, τότε θα σας επιτρέπουμε να παίρνετε τα τρόφιμα από τη χώρα. Εσείς πάλι θα χρειαστεί να μας ορκιστείτε πως θα προχωρείτε ανάμεσα στη χώρα μας σα να είναι φιλική, χωρίς να τη βλάφτετε, παίρνοντας φαγητά και πιοτά, στην περίπτωση που δε σας δίνομε ν' αγοράσετε. Αν όμως σας παρουσιάζουμε αγορά, θα έχετε τα τρόφιμα, αγοράζοντάς τα».

Αυτά τα δέχτηκαν, και ορκίστηκαν κι έδωσαν τα δεξιά τους χέρια ο Τισσαφέρνης και ο αδερφός της γυναίκας του βασιλιά στους στρατηγούς και στους λοχαγούς των Ελλήνων, κι έπιασαν τα δικά τους χέρια.

Ύστερα απ' αυτά ο Τισσαφέρνης είπε: «Τώρα πια θα πάω στο βασιλιά. Και όταν κατορθώσω να πετύχω εκείνα που έχω ανάγκη, θα ετοιμαστώ και θα έρθω, για να σας οδηγήσω πίσω στην Ελλάδα και για να πάω κι εγώ στην περιφέρεια που διοικώ».

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Δια να δώσουν απάντησιν εις αυτά, απεμακρύνθησαν ολίγον οι Έλληνες και συνεσκέπτοντο. Επιστρέψαντες δε κατόπιν έδωκαν την εξής απάντησιν δια στόματος του Κλεάρχου. «Ημείς ούτε συνηθροίσθημεν με τον σκοπόν να κάμωμεν πόλεμον εναντίον του βασιλέως ούτε ηθέλομεν να βαδίσωμεν εναντίον του, αλλά πολλά προσχήματα ο Κύρος προέβαλλε, όπως και συ καλώς γνωρίζεις, ίνα και σας σας προλάβη απροπαρασκεύους και ημάς μας οδηγήση εδώ. Επειδή όμως τον εβλέπομεν πλέον να ευρίσκεται εις δεινήν θέσιν, ηντράπημεν και θεούς και ανθρώπους να τον προδώσωμεν, αφού εις το παρελθόν εδεχόμεθα να μας ευεργετή. Αφού όμως τώρα ο Κύρος είναι νεκρός, ούτε προς τον βασιλέα διεκδικούμεν την εξουσίαν, ούτε υπάρχει κανείς λόγος, δια τον οποίον θα ηθέλαμεν να κακοποιούμεν την χώραν του βασιλέως, ούτε αυτόν τον ίδιον θα είχομεν καμίαν πρόθεσιν να τον φονεύσωμεν, παρά θα ηθέλαμεν να πορευθώμεν προς την πατρίδα μας, αν δεν θα μας ηνώχλει κανείς. Αν όμως κανείς επιχειρήση να μας βλάψη, τότε θα προσπαθήσωμεν με την βοήθειαν των θεών να αμυνθώμεν κατ' αυτού. Όπως απεναντίας, αν κανείς αρχίση πρώτος να μας κάμνη καλόν, και από τούτον κατά την δύναμιν μας τουλάχιστον, δεν θα φανώμεν κατώτεροι εις το να του ανταποδίδωμεν το καλόν». Ο μεν Κλέαρχος έτσι ωμίλησεν. Άμα δε τα ήκουσεν αυτά ο Τισσαφέρνης, «Αυτά, είπε, εγώ θα τα διαβιβάσω εις τον βασιλέα, καθώς και εις εσάς κατόπιν όσα θα μου παραγγείλη εκείνος. Μέχρις ότου δε εγώ επιστρέψω, ας εξακολουθήση να υπάρχει η ανακωχή. Τρόφιμα δε προς αγοράν ημείς θα σας παρέχωμεν».

Και εντός μεν της επομένης ημέρας δεν επέστρεψεν, ώστε οι Έλληνες ανησύχουν. Την τρίτην δε ημέραν επιστρέψας έλεγεν ότι ήλθεν, αφού είχε κατορθώσει, ώστε να του επιτραπεί παρά του βασιλέως να σώση τους Έλληνας, μολονότι πολλοί προέβαλλον αντιρρήσεις και έλεγον ότι δεν ήτο αξιοπρεπές δια τον βασιλέα να αφήση να απέλθουν άνθρωποι που εξεστράτευσαν εναντίον του. Καταλήγων δε ο Τισσαφέρνης είπε∙ «Και τώρα ημπορείτε να λάβετε διαβεβαιώσεις εκ μέρους ημών ότι όντως φιλικήν στάσιν θα τηρούμεν προς εσάς κατά την δια μέσου της χώρας ημών πορείαν σας και χωρίς δόλον θα σας οδηγήσωμεν οπίσω εις την Ελλάδα παρέχοντες εις σας τρόφιμα προς αγοράν. Όπου δε δεν θα είναι δυνατόν να αγοράσετε, θα σας επιτρέπωμεν να λαμβάνετε απ' εκεί που θα ευρίσκεσθε τα τρόφιμα. Σεις δε πάλιν θα πρέπη να ορκισθήτε εις ημάς ότι όντως θα πορεύεσθε όπως δια μέσου φιλικής χώρας, λαμβάνοντες εξ αυτής, χωρίς να προξενήτε καμίαν βλάβην, τρόφιμα και ποτά, οσάκις δεν θα σας παρέχωμεν ημείς προς αγοράν∙ άμα όμως σας παρέχωμεν ημείς προς αγοράν, τότε θα τα λαμβάνετε αγοράζοντες αυτά». Αυτά έγιναν αποδεκτά, και ωρκίσθησαν και από τα δύο μέρη και έδωσαν την δεξιάν των χείρα ο Τισσαφέρνης και ο γυναικάδελφος του βασιλέως εις τους στρατηγούς και τους λοχαγούς των Ελλήνων και αντήλλαξαν χειραψίαν με αυτούς. Μετά ταύτα δε ο Τισσαφέρνης είπε∙ «Τώρα πλέον θα απέλθω, δια να υπάγω εις τον βασιλέα∙ ευθύς δε ως φέρω εις πέρας όσα ζητήματά μου έχω να διευθετήσω, θα ετοιμασθώ και θα επανέλθω εδώ, δια να σας οδηγήσω εις την Ελλάδα και να επιστρέψω και εγώ ο ίδιος εις την σατραπείαν μου».