Μτφρ. Δ. Αναστασόπουλος. 1911. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Φέξης.

Εντεύθεν προχωρεί διά μέσου της Βαβυλωνίας σταθμούς τρεις, παρασάγγας δώδεκα. Εις δε τον τρίτον σταθμόν περί το μεσονύκτιον περίπου επιθεωρεί ο Κύρος εις την πεδιάδα τον Ελληνικόν και Περσικόν στρατόν. Διότι ενόμιζεν ότι την επομένην πρωίαν θα έλθη ο βασιλεύς με τον στρατόν του να πολεμήση. Διέταξε λοιπόν τον μεν Κλέαρχον να διοική το δεξιόν μέρος του στρατού, τον δε Μένωνα τον Θεσσαλόν το αριστερόν, αυτός δε ο ίδιος έβαλεν εις γραμμήν τους ιδικούς του.

Μετά δε την επιθεώρησιν, μόλις εξημέρωσεν, ελθόντες στρατιώται τινες αυτομολήσαντες από τον στρατόν του μεγάλου βασιλέως, έφεραν εις τον Κύρον ειδήσεις περί του στρατού του. Ούτος δε, συγκαλέσας τους στρατηγούς και λοχαγούς των Ελλήνων, εζήτει την γνώμην των περί του πώς θα κάμη την μάχην, και ο ίδιος τους συνεβούλευεν ενθαρρύνων αυτούς ως εξής:

«Ω άνδρες Έλληνες, αν και δεν εστερούμην βαρβάρων στρατιωτών, εζήτησα εν τούτοις την βοήθειάν σας, και σας προσέλαβα εις τον στρατόν μου ως συμμάχους μου, επειδή φρονώ ότι είσθε ανδρειότεροι και δυνατώτεροι πολλών βαρβάρων. Προσπαθήσατε λοιπόν να φανήτε άνδρες άξιοι της ελευθερίας, την οποίαν έχετε, και διά την οποίαν εγώ σας μακαρίζω. Την ελευθερίαν ταύτην μάθετε ότι εγώ θα επροτίμων αντί όλων των αγαθών τα οποία έχω, ακόμη και αντί απείρως περισσοτέρων τούτων.

»Επειδή δε γνωρίζω καλώς τα πράγματα, θα σας είπω εις ποίον αποδύεσθε αγώνα. Ο μεν στρατός του βασιλέως είναι μέγας και εφορμά με αλαλαγμούς πολλούς. Και αν δεν δειλιάσετε ως προς τούτο, κατά τα άλλα όλα νομίζω ότι πρέπει και να εντραπώ να σας είπω από τώρα ποίοι είναι οι άνθρωποι της χώρας ταύτης, τους οποίους μετ' ολίγον θέλετε γνωρίση. Εάν δε φανήτε γενναίοι και ευτυχήσωμεν εις τον αγώνα μας (νικήσωμεν), πάντα μεν, όστις θα ήθελε να επιστρέψη εις την πατρίδα του, θα καταβάλω πάσαν προσπάθειαν να επιστρέψη όσον το δυνατόν επίφθονος από τους συμπατριώτας του, πολλοί δε από σας νομίζω ότι θα προτιμήσουν να μείνουν πλησίον μου παρά να επιστρέψουν εις την πατρίδα των».

Παρών εκεί κατά τύχην ο εκ Σάμου φυγάς Γαυλίτης, πιστός του Κύρου φίλος, απαντών εις ταύτα είπε τα εξής: «Και εν τούτοις, ω Κύρε, λέγουσι τινές ότι τώρα υπόσχεσαι πολλά ως εκ των περιστάσεων, υπό τας οποίας ευρίσκεσαι, βαθμηδόν του κινδύνου πλησιάζοντος. Εάν όμως τα πράγματα λάβουν καλήν έκβασιν, λέγουσιν ότι θα λησμονήσης ό,τι υπεσχέθης. Τινές δε ότι, και εάν ενεθυμείσο τας υποσχέσεις σου και είχες όλην την καλήν θέλησιν να τας εκπληρώσης, δεν θα είχες την δύναμιν».

Ακούσας ταύτα ο Κύρος είπεν: «Αλλά σας είναι γνωστόν, ω άνδρες, ότι η εξουσία του πατρός μου εκτείνεται προς μεσημβρίαν μεν τόσον ώστε να μη δύνανται να κατοικούν οι άνθρωποι ως εκ της θερμότητος, προς βορράν δε τόσον, ώστε να μη δύνανται να κατοικούν ως εκ του ψύχους. Ότι δε τας εν τω μεταξύ χώρας διοικούν οι φίλοι του αδελφού μου.

»Εάν δε νικήσωμεν, έχομεν την υποχρέωσιν να καταστήσωμεν σας, τους φίλους μας, κυρίως των χωρών αυτών. Ώστε δεν φοβούμαι μήπως δεν έχω επαρκή δώρα, διά να αμείψω έκαστον των φίλων μου, εάν τυχόν νικήσω, αλλά μήπως δεν έχω αρκετούς φίλους τότε, διά να τους τα δώσω. Εις έκαστον δ' εξ υμών των Ελλήνων θα προσφέρω προσθέτως και στέφανον χρυσούν.

Ακούσαντες ταύτα ούτοι και προθυμότεροι εφάνησαν προς δράσιν και εις τους άλλους έσπευσαν να τα αναγγείλουν. Παρά τους στρατηγούς δε, εφ' όσον ωμίλει εκείνος, είχαν εισχωρήση εις την συνέλευσιν και άλλοι Έλληνες αξιωματικοί, αξιούντες να μάθουν ποίαν αμοιβήν θα λάβουν, εάν νικήσουν.

Ο δε Κύρος, αφού ικανοποίησε την περιέργειαν όλων, τους απέλυσε.

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Απ' εκεί προελαύνει δια της Βαβυλωνίας και διανύει με τρεις σταθμούς δώδεκα παρασάγγας. Εις τον τρίτον δε σταθμόν ο Κύρος κάμνει επιθεώρησιν των Ελλήνων και των βαρβάρων του εντός της πεδιάδος κατά το μεσονύκτιον∙ διότι είχον την γνώμην ότι έως την ερχομένην αυγήν θα έφθανεν εκεί ο βασιλεύς με το στράτευμά του, ίνα συνάψη μάχην. Και διέταξε ο μεν Κλέαρχος να έχη την διοίκησιν της δεξιάς πτέρυγος του ελληνικού στρατεύματος, ο δε Μένων ο Θεσσαλός της αριστεράς. Ο ίδιος δε ο Κύρος έβαλε εις τάξιν τους ιδικούς του άνδρας. Μετά δε την επιθεώρησιν, μόλις εξημέρωνεν η ημέρα, προσήλθον εκεί αυτόμολοι εκ των ανδρών του μεγάλου βασιλέως και μετέδιδον εις τον Κύρον πληροφορίας περί του βασιλικού στρατεύματος. Ο δε Κύρος, αφού συνεκάλεσε τους στρατηγούς και τους λοχαγούς των Ελλήνων, συνεσκέπτετο μετ' αυτών πώς θα έπρεπε να κάμη την μάχην, και αυτοπροσώπως προσεπάθει να ενισχύση το θάρρος των με τους εξής προτρεπτικούς λόγους∙ «Άνδρες Έλληνες, όχι διότι έχω έλλειψιν από ανθρώπους βαρβάρους, σας οδηγώ μαζί μου ως συμμάχους μου∙ αλλ' επειδή έχω την γνώμην ότι σεις είσθε ανδρειότεροι και ανώτεροι από πολλούς βαρβάρους, δια τούτο σας επήρα και σας μαζί μου. Κοιτάξετε λοιπόν να φανήτε άξιοι της ελευθερίας, την οποίαν έχετε κτήμα σας και δια την οποίαν εγώ σας καλοτυχίζω. Διότι, σας διαβεβαιώ, ότι την ελευθερίαν θα την προετίμων απέναντι όλων των αγαθών όσα έχω και άλλων ακόμη πολλαπλασίων. Δια να γνωρίζετε δε προσέτι εις ποίου είδους μάχην πηγαίνετε να λάβετε μέρος, εγώ, ο οποίος γνωρίζω τα πράγματα, θα σας δώσω σχετικάς πληροφορίας. Το πλήθος δηλαδή των αντιπάλων μας είναι μέγα, και με μεγάλην κραυγήν θα επέλθουν εναντίον μας. Αν απ' αυτά τα δύο πράγματα δεν πτοηθήτε, όσον αφορά τα άλλα μου φαίνεται πως και εντροπήν θα αισθανθώ, όπως θα μας τους γνωρίσετε τους ανθρώπους, που ευρίσκονται εις την χώραν μας. Εάν λοιπόν εξακολουθήτε να είσθε άντρες και τα πράγματά μου υπάγουν καλώς, εγώ από σας, όποιος μεν θα θέλη να επανέλθη εις την πατρίδα του, θα τον κάμω να επιστρέψη ούτως, ώστε να τον ζηλεύουν οι συμπατριώται του, πολλούς όμως πιστεύω ότι θα τους κάμω να προτιμήσουν τα αγαθά, που θα εύρουν εδώ εις την χώραν μου, μένοντες πλησίον μου, από εκείνα που αφήκαν εις τας πατρίδας των». Επάνω εις αυτά ο Γαυλίτης, ένας εξόριστος Σάμιος, έμπιστος του Κύρου, ο οποίος παρευρίσκετο και αυτός εκεί, είπε∙ «Αλλ' όμως, Κύρε, λέγουν μερικοί ότι πολλά υπόσχεσαι τώρα, επειδή εις τοιαύτην θέσιν ευρίσκεσαι με την προσέγγισιν του κινδύνου. Αν όμως επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος υπό σου σκοπός, τότε λέγουν θα τα λησμονήσης. Μερικοί μάλιστα λέγουν, ότι και αν ακόμη θα τα ενεθυμείσο και θα είχες την θέλησιν, πάλιν δεν θα ημπορούσες να εκπληρώσης όσα υπόσχεσαι». Άμα τα ήκουσεν αυτά ο Κύρος είπε∙ «Αλλά, φίλοι μου, το κράτος των πατέρων μας εκτείνεται προς νότον μεν έως εκεί, που ένεκα του καύσωνος δεν ημπορούν να κατοικούν άνθρωποι, προς βορράν δε έως εκεί, που δεν ημπορούν να κατοικούν ένεκα του ψύχους. Τας εις το μεταξύ δε τούτων κειμένας χώρας τας νέμονται ως σατράπαι του αδελφού μου οι φίλοι. Αν όμως ημείς εξέλθωμεν νικηταί, τότε ημείς πρέπει τους ιδικούς μας φίλους να καταστήσωμεν κυρίους των χωρών αυτών. Ώστε εκείνο που φοβούμαι δεν είναι, μήπως δεν θα έχω τι να δώσω εις έκαστον εκ των φίλων μου, αν τα πράγματα αποβούν καλώς, αλλά μήπως δεν θα έχω αρκετούς φίλους, εις τους οποίους να δώσω. Εις εσάς δε τους Έλληνας επί πλέον και από ένα στέφανον χρυσούν εις έκαστον θα δώσω». Όσοι δε τα ήκουσαν αυτά και οι ίδιοι εδείκνυον μεγαλυτέραν προθυμίαν δια τον αγώνα και εις τους άλλους έξω ανεκοίνωνον τους λόγους αυτούς του Κύρου.

Τον επεσκέπτοντο δε τότε εις την σκηνήν του τον Κύρον εκτός των στρατηγών, και εκ των άλλων Ελλήνων μερικοί επιθυμούντες να γνωρίζουν, τι θα είχε να ωφεληθή έκαστος εξ αυτών, εάν ήθελον κερδίσει την νίκην. Και ο Κύρος ικανοποίει πλήρως με τας υποσχέσεις του όλων εν γένει τας επιθυμίας και έτσι τους κατευόδωνε.