Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Οι Θηβαίοι, που δεν έπαψαν να μηχανεύονται τρόπους για ν' αποκτήσουν την ηγεμονία στην Ελλάδα, σκέφτηκαν πως αν έστελναν πρέσβεις στον Βασιλέα είχαν κάποια πιθανότητα να κερδίσουν την εύνοιά του. Με την πρόφαση λοιπόν ότι κι ο Ευθυκλής ο Λακεδαιμόνιος βρισκόταν κοντά στον Βασιλέα, ζήτησαν τη συνδρομή των συμμάχων τους, κι έτσι ξεκίνησαν για το εσωτερικό της Ασίας ο Πελοπίδας ως αντιπρόσωπος των Θηβαίων, ο Αντίοχος ο παγκρατιαστής ως αντιπρόσωπος των Αρκάδων κι ο Αρχίδαμος ως αντιπρόσωπος των Ηλείων μαζί τους πήγε κι ένας Αργείος. Οι Αθηναίοι πάλι, σαν το 'μαθαν, έστειλαν κι εκείνοι τον Τιμαγόρα και τον Λέοντα.

Όταν έφτασαν οι πρέσβεις, ο Πελοπίδας βρέθηκε σε πολύ πλεονεκτική θέση μπροστά στον Πέρση, γιατί είχε πολλά να πει για τους Θηβαίους: ότι μόνοι απ' όλους τους Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό του Βασιλέως στην Πλάταια· ότι ποτέ, αργότερα, δεν εξεστράτευσαν εναντίον του· ότι ο λόγος που τους είχε κηρύξει τον πόλεμο η Λακεδαίμων ήταν η άρνησή τους ν' ακολουθήσουν τον Αγησίλαο στην εκστρατεία του εναντίον του Βασιλέως, καθώς και να τον αφήσουν να κάνει θυσία προς τιμήν της Άρτεμης στην Αυλίδα ― εκεί ακριβώς όπου είχε κάνει θυσία ο Αγαμέμνων, πριν βάλει πλώρη για την Ασία και κουρσέψει την Τροία.

Στις τιμές που απολάμβανε ο Πελοπίδας συντελούσε πολύ η νίκη των Θηβαίων στη μάχη των Λεύκτρων, καθώς και οι ειδήσεις για τις καταστροφές που είχαν προκαλέσει στο έδαφος της Λακεδαίμονος. Άλλωστε, μόλις βρέθηκαν χωρίς τους Θηβαίους, οι Αργείοι και οι Αρκάδες ―είπε ο Πελοπίδας― νικήθηκαν σε μάχη από τους Λακεδαιμονίους. Την αλήθεια όλων αυτών την επιβεβαίωνε ο Αθηναίος Τιμαγόρας, και για τούτο ερχόταν αμέσως μετά τον Πελοπίδα στις τιμές που του γίνονταν.

Μετά απ' αυτά ο Βασιλεύς ρώτησε τον Πελοπίδα, τι όρους θα 'θελε να περιλάβει για χάρη του το σχέδιο ειρήνης· ο Πελοπίδας ζήτησε ν' αναγνωρίσουν οι Λακεδαιμόνιοι την ανεξαρτησία της Μεσσήνης, και οι Αθηναίοι να παροπλίσουν τον στόλο τους· κι αν δεν συμμορφωθούν μ' αυτά, να γίνει εκστρατεία εναντίον τους· κι όποια πόλη αρνηθεί να πάρει μέρος στην εκστρατεία, να χτυπηθεί εκείνη πρώτη. Όταν αυτά γράφτηκαν και διαβάστηκαν στους πρέσβεις, ο Λέων είπε ― και τον άκουσε ο Βασιλεύς: «Μα τον Δία, Αθηναίοι. Καιρός είναι, μου φαίνεται, να γυρέψετε κανέναν άλλο φίλο αντί για τον Βασιλέα». Ο γραμματικός εξήγησε τα λόγια του Αθηναίου, και κατόπιν βγήκε με μια προσθήκη στο κείμενο: «Κι αν οι Αθηναίοι έχουν να προτείνουν όρους δικαιότερους απ' αυτούς, να πάνε να τους αναπτύξουν στον Βασιλέα».

Αφού οι πρέσβεις έφτασαν ο καθένας στον τόπο του, ο Τιμαγόρας κατηγορήθηκε από τον Λέοντα ότι είχε αρνηθεί να συγκατοικήσει μαζί του κι ότι για όλα τα ζητήματα έκανε συνεννοήσεις με τον Πελοπίδα· τότε οι Αθηναίοι τον εξετέλεσαν. Από τους υπόλοιπους πρέσβεις ο Ηλείος Αρχίδαμος επαινούσε την πολιτική του Βασιλέως, επειδή είχε δείξει περισσότερη εύνοια στους Ηλείους παρά στους Αρκάδες· ο Αντίοχος, αντίθετα, την έκρινε επιζήμια για τους συμπατριώτες του και δεν δέχτηκε τα δώρα του· ανέφερε μάλιστα στους Δέκα Χιλιάδες ότι ο Βασιλεύς μπορεί να διαθέτει πολλούς αρτοποιούς, μαγείρους, οινοχόους και θυρωρούς, αλλά ―είπε― όσο κι αν έψαξε δεν κατόρθωσε να δει άνδρες ικανούς να πολεμήσουν τους Έλληνες. Έπειτα, είπε, καυχησιολογίες είναι κατά τη γνώμη του όσα λέγονται για τα μεγάλα του πλούτη, αφού και το πολυθρύλητο χρυσό πλατάνι δεν αρκεί να δώσει σκιά ούτε σ' ένα τζιτζίκι.

Οι Θηβαίοι κάλεσαν εκπροσώπους απ' όλες τις πόλεις για να τους ανακοινώσουν την επιστολή του Βασιλέως· ο Πέρσης που την είχε φέρει έδειξε τη βασιλική σφραγίδα και κατόπιν διάβασε το κείμενο. Τότε οι Θηβαίοι ζήτησαν απ' όλους, όσους ήθελαν τη φιλία τη δική τους και του Βασιλέως, να ορκιστούν πως θα τηρήσουν αυτούς τους όρους. Οι αντιπρόσωποι των πόλεων αποκρίθηκαν, ωστόσο, ότι δεν τους είχαν στείλει μ' εντολή να ορκιστούν, αλλά ν' ακούσουν· κι αν οι Θηβαίοι ήθελαν όρκους, είπαν, δεν είχαν παρά να στείλουν δικούς τους αντιπροσώπους στις πόλεις. Ο Λυκομήδης μάλιστα, ο Αρκάς, πρόσθεσε ότι ούτε κι η διάσκεψη έπρεπε να είχε συγκληθεί στη Θήβα, παρά εκεί που γινόταν ο πόλεμος. Οι Θηβαίοι θύμωσαν μαζί του και είπαν ότι υπονομεύει τη συμμαχία· τότε εκείνος δεν δέχτηκε ούτε να καθίσει στο συνέδριο, παρά σηκώθηκε κι έφυγε μαζί μ' όλους τους πρέσβεις της Αρκαδίας.

Μια και οι αντιπρόσωποι δεν θέλησαν να δώσουν όρκους στη Θήβα, οι Θηβαίοι έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις ζητώντας τους να ορκιστούν ότι θα συμμορφωθούν με το βασιλικό κείμενο ― πιστεύοντας ότι η καθεμιά πόλη χωριστά θα δίσταζε να προκαλέσει την έχθρα και των ίδιων και του Βασιλέως. Στην Κόρινθο όμως, όπου έφτασαν πρώτα οι πρέσβεις, οι Κορίνθιοι αρνήθηκαν να υποκύψουν κι αποκρίθηκαν ότι δεν είχαν καμιάν ανάγκη να ορκιστούν οτιδήποτε στον Βασιλέα. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν κι άλλες πόλεις, δίνοντας ανάλογη απάντηση, κι έτσι ναυάγησε εκείνη η προσπάθεια του Πελοπίδα και των Θηβαίων να πάρουν την ηγεμονία.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2005. Ξενοφώντος Ελληνικά Δ'–Ζ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Έχοντας μόνιμα στη σκέψη τους οι Θηβαίοι πώς θα πάρουν αυτοί την αρχηγία στην Ελλάδα, έκριναν ότι, αν έστελναν αντιπροσωπία στον Πέρση βασιλιά, θα εξασφάλιζαν την εύνοιά του. Λόγω αυτής της επιθυμίας τους, αφού συγκάλεσαν τους συμμάχους με την πρόφαση ότι και ο Λακεδαιμόνιος Ευθυκλής βρισκόταν απεσταλμένος στην αυλή του βασιλιά, τον επισκέπτονται από τη Θήβα ο Πελοπίδας, από τους Αρκάδες ο νικητής στο παγκράτιο Αντίοχος, και από τους Ηλείους ο Αρχίδαμος· ακολουθούσε και ένας Αργείος. Όταν το πληροφορήθηκαν αυτό οι Αθηναίοι, έστειλαν κι αυτοί τον Τιμαγόρα και το Λέοντα. Κι όταν έφτασαν εκεί, ο Πελοπίδας βρισκόταν σε πολύ πλεονεκτική θέση κοντά στον Πέρση βασιλιά. Γιατί είχε να πει ότι οι Θηβαίοι μόνοι από τους Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό του βασιλιά στις Πλαταιές και ότι και αργότερα ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν εκστρατεύσει εναντίον του βασιλιά και ότι οι Λακεδαιμόνιοι γι' αυτό τους πολεμούσαν, διότι δηλαδή αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τον Αγησίλαο εναντίον του και δεν του επέτρεψαν ούτε καν να θυσιάσει στην Αυλίδα προς τιμή της Άρτεμης, όπου είχε θυσιάσει και ο Αγαμέμνονας όταν εξεστράτευσε στην Ασία και κυρίευσε την Τροία. Πολύ εξάλλου συνέτεινε να τιμηθεί ο Πελοπίδας και το ότι οι Θηβαίοι είχαν νικήσει στη μάχη στα Λεύκτρα και το ότι φαίνονταν να έχουν κυριεύσει την ύπαιθρο των Λακεδαιμονίων. Και πρόσθετε ο Πελοπίδας ότι οι Αργείοι και οι Αρκάδες είχαν ηττηθεί σε μάχη από τους Λακεδαιμονίους, διότι δεν είχαν βοηθήσει εκείνοι. Και επιβεβαίωνε ότι όλα αυτά ήταν αληθινά ο Αθηναίος Τιμαγόρας και είχε δεύτερος στη σειρά την εκτίμηση (των Περσών) μετά τον Πελοπίδα. Κι όταν ο βασιλιάς ρώτησε τον Πελοπίδα τι επιθυμούσε να γραφεί στο κείμενο της ειρήνης, είπε να είναι αυτόνομη η Μεσσήνη από τους Λακεδαιμονίους και να ανελκύσουν στην ξηρά οι Αθηναίοι τις τριήρεις· κι αν δεν συμφωνούσαν μ' αυτά, να επιτεθούν εναντίον τους· κι αν κάποια πόλη αρνούνταν να ακολουθήσει, να βαδίσουν πρώτα εναντίον της. Κι όταν αυτά γράφτηκαν και διαβάστηκαν στους αντιπροσώπους (των πόλεων), ο Λέοντας είπε μπροστά στο βασιλιά: «Μα το Δία, Αθηναίοι, είναι, όπως φαίνεται, καιρός να ψάξετε άλλον φίλο εκτός απ' το βασιλιά». Κι όταν ο διερμηνέας μετέφρασε τα όσα είπε ο Αθηναίος, έφερε πάλι πίσω το κείμενο με την εξής προσθήκη: «Αν οι Αθηναίοι κρίνουν κάτι δικαιότερο από αυτά, ας επισκεφθούν το βασιλιά κι ας τον ενημερώσουν».

Όταν λοιπόν οι πρέσβεις γύρισαν ο καθένας στην πόλη του, οι Αθηναίοι τιμώρησαν με θάνατο τον Τιμαγόρα ύστερα από την κατηγορία του Λέοντα ότι δε δέχτηκε ούτε στην ίδια σκηνή να μείνουν (στην Περσία), αλλά όλα τα μεθόδεψε με τον Πελοπίδα. Από τους άλλους πρέσβεις ο Ηλείος Αρχίδαμος, επειδή (ο βασιλιάς) ευνόησε την Ηλεία περισσότερο από τους Αρκάδες, επαινούσε την ειρήνη, ενώ ο Αντίοχος, επειδή περιφρονήθηκε το Αρκαδικό έθνος, ούτε τα δώρα δέχτηκε αλλά μετέφερε και στους Δέκα χιλιάδες (συνέδρους των Αρκάδων) ότι ο βασιλιάς διαθέτει χιλιάδες μαγείρους και ψωμάδες και ανθρώπους που σερβίρουν κρασί και θυρωρούς, ενώ ψάχνοντας, είπε, δεν μπόρεσε να δει άνδρες που θα ήταν ικανοί να πολεμήσουν με τους Έλληνες. Ακόμη είπε ότι και ο μεγάλος τους πλούτος του έμοιαζε με αλαζονεία, γιατί και το φημολογούμενο χρυσό πλατάνι έλεγε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει σκιά ούτε σε τζιτζίκι.

Όταν οι Θηβαίοι συγκάλεσαν αντιπροσώπους από όλες τις πόλεις για να πληροφορηθούν τα κείμενα του βασιλιά, και ο Πέρσης που έφερε τα κείμενα έδειξε τη σφραγίδα του βασιλιά και διάβασε τα κείμενα, οι Θηβαίοι απαίτησαν να δεσμευθούν με όρκο στο βασιλιά και από εκείνους όσοι ήθελαν να είναι φίλοι, αλλά οι αντιπρόσωποι απάντησαν ότι είχαν έλθει για ενημέρωση και όχι για να δώσουν όρκους. Αν απαιτούσαν όρκους, συνιστούσαν να στείλουν απεσταλμένους στις πόλεις τους. Μάλιστα ο Λυκομήδης των Αρκάδων έλεγε και αυτό, ότι δηλαδή δεν έπρεπε να γίνει η συγκέντρωση στη Θήβα, αλλά εκεί που θα εκδηλωνόταν ο πόλεμος. Κι όταν οι Θηβαίοι δυσανασχέτησαν μ' αυτόν και έλεγαν ότι υποσκάπτει τη συμμαχία, δε θέλησε ούτε να παρακολουθήσει το συνέδριο, αλλά έφυγε από εκεί και μαζί του όλοι οι αντιπρόσωποι από την Αρκαδία. Και επειδή οι σύνεδροι στη Θήβα αρνήθηκαν να ορκισθούν, οι Θηβαίοι έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις, ζητώντας να ορκισθούν ότι θα επικροτήσουν τα όσα γράφει ο Πέρσης βασιλιάς, πιστεύοντας ότι θα διστάσει κάθε πόλη χωριστά να έλθει σε αντιπαράθεση με εκείνους και με το βασιλιά. Αλλά όταν οι πρώτοι τους πρέσβεις έφτασαν στην Κόρινθο, οι Κορίνθιοι εναντιώθηκαν και απάντησαν ότι δεν τους χρειάζονταν τους κοινούς όρκους με το βασιλιά· ακολούθησαν και άλλες πόλεις που έδωσαν την ίδια απάντηση. Αυτή λοιπόν η απόπειρα του Πελοπίδα και των Θηβαίων να αναλάβουν την ηγεμονία της Ελλάδας έτσι απέτυχε.