Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Η αγόρευσή του προκάλεσε τη σιωπή όλων, ικανοποίησε όμως όσους είχαν παράπονα με τους Λακεδαιμονίους. Μετά από κείνον μίλησε ο Καλλίστρατος :

«Δεν βλέπω, Λακεδαιμόνιοι, πώς θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι δεν έχουν γίνει σφάλματα κι από μας κι από σας. Δεν συμμερίζομαι ωστόσο τη γνώμη ότι δεν πρέπει πια να έχει κανένας σχέσεις μ' όσους έχουν σφάλει, γιατί διαπιστώνω ότι κανένας δεν είναι αλάθητος. Νομίζω μάλιστα ότι κάποτε γίνονται πιο συνεννοήσιμοι οι άνθρωποι χάρη στα λάθη τους, ιδίως όταν τιμωρηθούν γι' αυτά ― όπως εμείς. Αλλά και σε σας παρατηρώ ότι πολλές φορές πληρώσατε ακριβά τις ασυλλόγιστες πράξεις σας· παράδειγμα η κατάληψη της Καδμείας στη Θήβα: ενώ είχατε κάνει τόσες προσπάθειες για την ανεξαρτησία των πόλεων, μόλις αδικήθηκαν οι Θηβαίοι, αυτές πήγαν ξανά μαζί τους.

»Τώρα λοιπόν που το μάθαμε ότι οι πλεονέκτες δεν βγαίνουν κερδισμένοι, θα είμαστε και πάλι, ελπίζω, καλοί φίλοι μεταξύ μας. Όσο για τις συκοφαντίες ορισμένων που θέλουν να εμποδίσουν την ειρήνη ―ότι τάχα δεν ήρθαμε επειδή θέλουμε τη φιλία σας, αλλά επειδή φοβόμαστε μη φτάσει ο Ανταλκίδας με χρήματα από τον Βασιλέα―, σκεφτείτε πόσο ανόητες είναι: είναι γνωστό ότι ο Βασιλεύς έγραψε να γίνουν ανεξάρτητες όλες οι πόλεις στην Ελλάδα. Εφόσον λοιπόν εμείς λέμε και κάνουμε τα ίδια με τον Βασιλέα, τι να 'χουμε να φοβηθούμε από κείνον; Ή μήπως φαντάζεται κανείς ότι έχει διάθεση να ξοδέψει χρήματα για να δυναμώσει άλλους, τη στιγμή που η σημερινή κατάσταση ανταποκρίνεται απόλυτα στις επιθυμίες του χωρίς να του στοιχίζει τίποτα; Αλλ' ας είναι.

»Τι είναι λοιπόν αυτό που μας φέρνει εδώ; Ότι δεν βρισκόμαστε σε στενόχωρη θέση, θα το καταλάβετε αν εξετάσετε την τωρινή κατάσταση ― θέλετε στη στεριά, θέλετε στη θάλασσα. Τι είναι, λοιπόν; Είναι φανερό ότι μερικοί από τους συμμάχους κάνουν πράγματα που δεν μας αρέσουν. Ίσως και να θέλουμε να σας φανερώσουμε τις ορθές αποφάσεις που πήραμε, σ' αντάλλαγμα του ότι κάποτε μας σώσατε. Αλλ' ας έρθω και στα συμφέροντά μας: είναι γνωστό πως από το σύνολο των πόλεων άλλες είναι με το μέρος σας κι άλλες με το μέρος μας, κι ότι σε κάθε πόλη υπάρχουν οπαδοί δικοί σας και δικοί μας. Αν λοιπόν γίνουμε εμείς φίλοι, από ποια μεριά θα μπορούσαμε, λογικά, να προσμένουμε να μας βρει κακό; Ποιος, την ώρα που θα είστε φίλοι μας, θα ήταν ικανός να μας βλάψει στη στεριά; Και ποιος, την ώρα που θα είμαστε με το μέρος σας, θα μπορούσε να σας πειράξει στη θάλασσα; Έπειτα το ξέρουμε όλοι μας ότι οι πόλεμοι που κάθε τόσο γίνονται έχουν ένα τέλος, κι ότι κάποτε ―αν όχι τώρα― θα επιθυμήσουμε κι εμείς ξανά την ειρήνη. Γιατί λοιπόν να πρέπει να περιμένουμε την ώρα όπου θα έχουμε εξαντληθεί από τις πολλές συμφορές, και να μην κάνουμε ειρήνη όσο πιο γρήγορα μπορούμε, πριν συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο;

»Εγώ τουλάχιστον δεν επιδοκιμάζω εκείνους τους αθλητές που, ενώ έχουν κιόλας κερδίσει πολλές νίκες και δόξα, έχουν τόσο μεγάλη φιλοδοξία, ώστε δεν σταματούν ν' αγωνίζονται παρά όταν μια ήττα δώσει τέλος στην αθλητική τους σταδιοδρομία· ούτε κι εκείνους που παίζουν ζάρια κι όταν κερδίσουν ένα ποσό ριψοκινδυνεύουν ξανά το διπλάσιο ― γιατί διαπιστώνω ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς καταστρέφονται ολότελα. Βλέποντας λοιπόν κι εμείς αυτά, δεν πρέπει ποτέ να εμπλακούμε σ' αγώνα τέτοιο που να ριψοκινδυνέψουμε ή όλα να τα κερδίσουμε ή όλα να τα χάσουμε, παρά όσο έχουμε ακόμα δυνάμεις κι ευημερούμε να γίνουμε φίλοι. Μ' αυτόν τον τρόπο, κι εμείς χάρη σε σας και σεις χάρη σε μας θα στερεώσουμε τη θέση μας στην Ελλάδα ακόμη καλύτερα απ' ό,τι στο παρελθόν».

Οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν πως οι πρέσβεις είχαν μιλήσει σωστά· ψήφισαν λοιπόν κι εκείνοι να δεχτούν ειρήνη με τους ακόλουθους όρους: ν' αποσύρουν όλοι τους αρμοστές που είχαν διορίσει σ' άλλες πόλεις, να διαλύσουν τις δυνάμεις τους στη στεριά και στη θάλασσα και ν' αφήσουν τις πόλεις ανεξάρτητες· κι αν κάποιος παραβεί τούτους τους όρους, να βοηθάει όποιος θέλει τις πόλεις που αδικούνται, όποιος όμως δεν θέλει, να μην είναι υποχρεωμένος από τη συνθήκη να συμμαχήσει μαζί τους. Πάνω σ' αυτά ορκίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι για λογαριασμό δικό τους και των συμμάχων τους, κι οι Αθηναίοι κι οι δικοί τους σύμμαχοι χωριστά για κάθε πόλη. Οι Θηβαίοι είχαν υπογράψει κι εκείνοι τους όρκους μαζί με τις άλλες πόλεις, αλλά την επόμενη μέρα ήρθαν ξανά οι πρέσβεις τους και ζήτησαν να γίνει διόρθωση ― ότι είχαν ορκιστεί «οι Βοιωτοί» κι όχι «οι Θηβαίοι». Ο Αγησίλαος όμως αποκρίθηκε ότι δεν θα άλλαζε τίποτα απ' όσα είχαν ορκιστεί και υπογράψει· αν ωστόσο δεν ήθελαν να μετάσχουν στη συνθήκη, είπε, δεν είχαν παρά να το πουν για να τους διαγράψει.

Μ' αυτόν τον τρόπο όλοι οι άλλοι έκαναν ειρήνη κι έμεινε μόνο η διαφορά τους με τη Θήβα. Οι Αθηναίοι νόμισαν ότι τώρα υπήρχε ελπίδα να επιβληθεί στους Θηβαίους ο περιλάλητος φόρος της δεκάτης, κι οι ίδιοι οι Θηβαίοι έφυγαν πολύ αποκαρδιωμένοι.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2005. Ξενοφώντος Ελληνικά Δ'–Ζ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Μ' αυτά τα λόγια (ο Αυτοκλής) προκάλεσε σιγή στους πάντες και έκανε να το χαρούν αυτοί που δυσανασχετούσαν με τους Λακεδαιμονίους. Μετά από αυτόν πήρε το λόγο ο Καλλίστρατος και είπε· «Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, εγώ ασφαλώς δε θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι δεν έγιναν λάθη και από την πλευρά μας και από την πλευρά σας· δεν είμαι όμως της άποψης ότι δεν πρέπει ποτέ πια να τα βρουν όσοι έχουν σφάλει μεταξύ τους· γιατί βλέπω ότι κανείς από τους ανθρώπους δεν είναι αναμάρτητος· μου φαίνονται μάλιστα μερικές φορές οι άνθρωποι που σφάλλουν ότι γίνονται σοφότεροι, ιδίως αν πληρώσουν για τα λάθη τους, όπως εμείς. Βλέπω όμως και σας αρκετές φορές να την πληρώνετε για όσα απερίσκεπτα έχετε διαπράξει· ένα από αυτά ήταν και η κατάληψη της Καδμείας στη Θήβα· τώρα λοιπόν, καθώς υποστηρίξατε να είναι οι πόλεις αυτόνομες, μόλις αδικήθηκαν οι Θηβαίοι, όλες πάλι πήγαν με το μέρος τους. Έτσι, καθώς το μάθαμε με τίμημα ότι η πλεονεξία δεν ωφελεί, ελπίζω τώρα ότι θα «βάζαμε μυαλό» για τη μεταξύ μας φιλία. Όσο για όσα μας διαβάλλουν αυτοί που επιθυμούν να ματαιώσουν την ειρήνη, ότι δηλαδή εμείς έχουμε έλθει εδώ όχι για φιλία αλλά από φόβο μήπως έλθει ο Ανταλκίδας με χρήματα από το βασιλιά, σκεφθείτε ότι είναι ανοησίες. Γιατί ο βασιλιάς υπόγραψε ως γνωστόν να είναι αυτόνομες όλες οι Ελληνικές πόλεις· και εμείς λοιπόν που υποστηρίζουμε και πράττουμε τα ίδια με εκείνον, γιατί θα φοβόμασταν το βασιλιά; Ή μήπως κάποιος φρονεί αυτά, ότι δηλαδή εκείνος θέλει να κάνει άλλους μεγάλους περισσότερο, ξοδεύοντας χρήματα, παρά χωρίς νέα δαπάνη να του πραγματοποιηθούν όσα έκρινε ότι του είναι άριστα; Ας είναι. Αλλά γιατί εμείς έχουμε έλθει; Ότι βέβαια δεν είμαστε σε δύσκολη θέση θα το παραδεχόσασταν, αν θέλατε να εξετάσετε είτε την τωρινή κατάσταση στις θαλάσσιες επιχειρήσεις είτε στη στεριά. Και ποια είναι αυτή; Είναι ολοφάνερο ότι κάποιοι από τους συμμάχους κάνουν πράγματα που δεν αρέσουν σε μας ή αρέσουν σε σας. Ίσως πάλι και θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε για όσα σωστά αποφασίσαμε ως αντάλλαγμα για ό,τι κάνατε εσείς για τη δική μας (άλλοτε) σωτηρία. Και για να θυμήσω επιπλέον και αυτό που (αμοιβαία) μας συμφέρει, από το σύνολο των πόλεων υπάρχουν κάποιες που πρόσκεινται σε σας και κάποιες σε μας, και σε κάθε πόλη άλλοι πολιτικά συμπαθούν το πολίτευμα της Σπάρτης και άλλοι της Αθήνας. Στην περίπτωση λοιπόν που εμείς θα γινόμασταν φίλοι, από πού θα περιμέναμε εύλογα να συμβεί κάποιο κακό; Και στην ξηρά, αν εσείς γίνετε φίλοι μας, ποιος θα μπορούσε να μας ενοχλήσει; Στη θάλασσα, αντίστοιχα, αν εμείς γίνουμε φίλοι σας, ποιος θα μπορούσε να σας βλάψει; Βέβαια όλοι το γνωρίζουμε ότι πάντοτε γίνονταν πόλεμοι και ότι σταματούν και ότι εμείς, αν όχι τώρα, οπωσδήποτε κάποτε θα επιθυμήσουμε ειρήνη. Γιατί λοιπόν πρέπει να περιμένουμε εκείνο το χρόνο, μέχρι που θα έχουμε κουρασθεί από το πλήθος των δεινών, και δε συνάπτουμε τώρα την ειρήνη το ταχύτερο, προτού μας συμβεί κανένα αθεράπευτο κακό; Ούτε πάλι επαινώ εκείνους που, μετά από άλλους αγώνες και νίκες και δόξες, είναι τόσο φιλόδοξοι, ώστε δε σταματούν νωρίτερα, παρά τερματίζουν το «άθλημα» αφού ηττηθούν, ούτε (επαινώ) αυτούς που παίζουν ζάρια, που πάλι, αν πετύχουν να κερδίσουν ένα ποσό, διακινδυνεύουν στη συνέχεια το διπλάσιο· γιατί βλέπω τους περισσότερους από αυτούς να χάνουν τα πάντα τελικά. Ύστερα λοιπόν από τις τέτοιες διαπιστώσεις μας, δεν πρέπει ποτέ να μπούμε σε τέτοιες περιπέτειες, ώστε ή να κερδίσουμε ή να χάσουμε τα πάντα, αλλά όσο είμαστε δυνατοί και ευτυχούμε, πρέπει να γίνουμε μεταξύ μας φίλοι. Γιατί έτσι μόνο εμείς με εσάς και εσείς με εμάς θα αναδεικνυόμασταν ακόμη ισχυρότεροι απ' ό,τι στο παρελθόν στην Ελλάδα».

Επειδή κρίθηκε ότι αυτοί μίλησαν σωστά, οι Λακεδαιμόνιοι αποφάσισαν να δεχθούν την (προσφερόμενη) ειρήνη, με τους όρους να ανακαλέσουν τους αρμοστές τους από τις πόλεις, να διαλύσουν τις ναυτικές και πεζικές δυνάμεις και να αφήσουν τις πόλεις αυτόνομες. Αν κάποιος ενεργούσε αντίθετα προς αυτά, μπορούσε οποιοσδήποτε άλλος ήθελε να βοηθήσει τους αδικούμενους, όποιος όμως δεν το επιθυμούσε, δεν ήταν δεσμευμένος από τους όρκους να συμμαχήσει με τους αδικούμενους. Πάνω σ' αυτά ορκίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι για λογαριασμό τους και για λογαριασμό των συμμάχων τους, ενώ οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους ο καθένας τους χωριστά. Και ενώ συγκαταλέγονταν στις πόλεις που είχαν ορκισθεί και οι Θηβαίοι, ήρθαν πίσω την άλλη μέρα οι πρέσβεις τους και απαιτούσαν να διορθώσουν την υπογραφή τους και αντί για τους Θηβαίους να γραφεί ότι ορκίστηκαν οι Βοιωτοί. Ο Αγησίλαος τότε απάντησε ότι δε θα αλλάξει τίποτε από όσα ορκίστηκαν αρχικά και υπόγραψαν· κι αν τυχόν δεν ήθελαν να συμπεριληφθούν στην ειρήνη, είπε ότι θα τους διέγραφε αν επέμεναν. Κι ενώ λοιπόν οι άλλοι είχαν υπογράψει την ειρήνη και μόνο από τους Θηβαίους υπήρχε διαφωνία, οι Αθηναίοι πίστευαν ότι τώρα υπήρχε ελπίδα να πληρώσουν οι Θηβαίοι τη λεγόμενη «δεκάτη» και οι ίδιοι οι Θηβαίοι έφυγαν καταστενοχωρημένοι.