Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Στο μεταξύ οι Αθηναίοι έβλεπαν τους Πλαταιείς, που ήταν φίλοι τους, να 'χουν καταφύγει κοντά τους διωγμένοι από τη Βοιωτία, ενώ παράλληλα οι Θεσπιείς τους ικέτευαν να μην τους αφήσουν στην τύχη τους τώρα που είχαν μείνει χωρίς πατρίδα· έπαψαν λοιπόν οι Αθηναίοι να επαινούν τους Θηβαίους. Ντρέπονταν, είν' αλήθεια, να τους πολεμήσουν ―λογάριαζαν άλλωστε ότι θα τους ήταν ασύμφορο― αλλά δεν ήθελαν και να συμμετέχουν πια στις επιχειρήσεις τους, βλέποντάς τους να εκστρατεύουν εναντίον των Φωκέων ―που ήταν παλιοί φίλοι της Αθήνας― και ν' αφανίζουν πόλεις που τους είχαν δείξει και φιλία και πίστη τον καιρό του πολέμου κατά των βαρβάρων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Συνέλευση των Αθηναίων ψήφισε να γίνει ειρήνη· τότε έστειλαν πρώτα πρεσβεία στους Θηβαίους, για να τους προτείνουν να πάνε κι εκείνοι μαζί τους στη Λακεδαίμονα, αν θέλουν, για διαπραγματεύσεις ειρήνης, και κατόπιν έστειλαν οι ίδιοι πρέσβεις στους Λακεδαιμονίους. Ανάμεσα σε τούτους είχαν εκλεγεί ο Καλλίας του Ιππονίκου, ο Αυτοκλής του Στρομβιχίδου, ο Δημόστρατος του Αριστοφώντος, ο Αριστοκλής, ο Κηφισόδοτος, ο Μελάνωπος και ο Λύκαιθος. Μαζί τους πήγε κι ο Καλλίστρατος ο ρήτωρ: είχε πάρει άδεια από τον Ιφικράτη με την υπόσχεση ότι είτε θα πετύχαινε να γίνει ειρήνη ― γι' αυτόν τον λόγο βρισκόταν στην Αθήνα κι ενεργούσε για ειρήνευση.

Όταν οι πρέσβεις παρουσιάστηκαν στη Συνέλευση των Λακεδαιμονίων και στους εκπροσώπους των συμμάχων τους, πήρε τον λόγο πρώτος ο Καλλίας, ο δαδούχος· ήταν ο άνθρωπος που αγαπούσε τον αυτοέπαινο όσο και τους επαίνους των άλλων, και σ' εκείνη την περίπτωση άρχισε κάπως έτσι:

«Τον τίτλο του προξένου σας, Λακεδαιμόνιοι, δεν τον έχω μόνο εγώ: τον είχε κληρονομήσει ο παππούς μου από τον πατέρα του, και τον κληροδότησε στους απογόνους του. Θέλω ακόμα να σας φανερώσω και το πώς βλέπει τη γενιά μας η πόλη: όποτε έχει πόλεμο μας εκλέγει στρατηγούς, κι όποτε πάλι αποζητήσει ησυχία, μας στέλνει σαν ειρηνοποιούς. Δύο φορές ήρθα κιόλας εδώ να διαπραγματευτώ κατάπαυση του πολέμου, και πέτυχα και στις δύο αποστολές να φέρω ειρήνη και σε σας και σ' εμάς. Τούτη είναι η τρίτη μου αποστολή, και πιστεύω πως τώρα υπάρχουν περισσότεροι λόγοι από κάθε άλλη φορά για να πετύχω συμφιλίωση. Διαπιστώνω, στ' αλήθεια, ότι εσείς κι εμείς δεν βλέπουμε διαφορετικά τα πράγματα: κι εσείς αγανακτείτε όσο κι εμείς για την καταστροφή της Πλάταιας και των Θεσπιών. Μια κι έχουμε λοιπόν την ίδια γνώμη, πιο λογικό δεν είναι να 'μαστε φίλοι παρά εχθροί; Είναι γνωστό πως οι συνετοί άνθρωποι δεν αρχίζουν πόλεμο κι όταν ακόμη τους χωρίζουν μικροδιαφορές· αν όμως εμείς συμφωνούμε δεν θα 'ταν ολωσδιόλου ακατανόητο να μην κάνουμε ειρήνη; Σωστό θα 'ταν βέβαια να μην είχαμε καν σηκώσει όπλα ο ένας εναντίον του άλλου, αφού, όπως λένε, οι πρώτοι ξένοι που διδάχτηκαν από τον Τριπτόλεμο, τον πρόγονό μας, τα ιερά μυστικά της Δήμητρας και της Κόρης ήταν ο γενάρχης σας Ηρακλής κι οι συμπολίτες σας Διόσκουροι, και στην Πελοπόννησο είναι που εκείνος πρωτοχάρισε τον σπόρο του καρπού της Δήμητρας. Είναι λοιπόν ποτέ σωστό είτε να 'ρχεστε εσείς να λεηλατείτε τον καρπό εκείνων που σας έδωσαν τον σπόρο, είτε πάλι εμείς, που σας τον δώσαμε, να μη θέλουμε να 'χετε όσο γίνεται πιο άφθονη την τροφή; Κι αν ακόμα είναι των θεών θέλημα να γίνονται πόλεμοι ανάμεσα στους ανθρώπους, χρέος δικό μας είναι να καθυστερούμε την έναρξη του πολέμου όσο μπορούμε, κι όταν μια φορά αρχίσει να τον τελειώνουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα».

Μετά απ' αυτόν μίλησε ο Αυτοκλής, που είχε τη φήμη προσεκτικού ρήτορα, με τον ακόλουθο τρόπο:

«Το ξέρω, Λακεδαιμόνιοι, ότι δεν θα σας είναι ευχάριστα αυτά που πρόκειται να πω. Πιστεύω ωστόσο ότι εκείνοι που αποφασίζουν να γίνουν φίλοι, και θέλουν να διατηρηθεί η φιλία τους όσο το δυνατόν περισσότερο, πρέπει να δίνουν ο ένας στον άλλον εξηγήσεις για τους λόγους που τους έσπρωξαν να πολεμάνε μεταξύ τους. Εσείς λοιπόν πάντα λέτε "οι πόλεις πρέπει να 'ναι ανεξάρτητες", κι όμως εσείς οι ίδιοι αποτελείτε το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανεξαρτησία τους. Ο πρώτος όρος που βάζετε στις συμφωνίες με τις συμμαχικές σας πόλεις είναι να σας ακολουθούν σ' όλες σας τις εκστρατείες. Πώς συμβιβάζεται όμως τούτο με την ανεξαρτησία; Από την άλλη πλευρά δημιουργείτε αντιπάλους δίχως συνεννόηση με τους συμμάχους σας, που κατόπιν οδηγείτε σε πόλεμο εναντίον τους, με αποτέλεσμα ν' αναγκάζονται συχνά αυτοί, οι τάχα ανεξάρτητοι, να εκστρατεύουν εναντίον των καλύτερων τους φίλων. Έπειτα, πράγμα ολότελα αντίθετο με κάθε έννοια ανεξαρτησίας, εγκαθιδρύετε καθεστώτα αλλού με δέκα, αλλού με τριάντα άρχοντες· και δεν σας ενδιαφέρει να κυβερνούν τούτοι οι άρχοντες σύμφωνα με τους νόμους, παρά να μπορούν να εξουσιάζουν τις πόλεις με τη βία, έτσι ώστε μοιάζει να σας αρέσουν τα τυραννικά καθεστώτα περισσότερο από τα συνταγματικά. Εξάλλου, όταν ο Βασιλεύς πρόσταξε να είναι οι πόλεις ανεξάρτητες, φαινόσασταν απόλυτα βέβαιοι ότι η πολιτική των Θηβαίων δεν θα ήταν σύμφωνη με τις γραπτές εντολές του Βασιλέως αν δεν άφηναν κάθε πόλη να διοικείται μονάχη της, μ' όποιο πολίτευμα ήθελε· μολοντούτο, ευθύς ως καταλάβατε την Καδμεία, δεν αφήσατε ανεξάρτητους ούτε τους ίδιους τους Θηβαίους. Όμως όσοι θέλουν να 'χουν φίλους δεν πρέπει ν' απαιτούν από τους άλλους δίκαιη μεταχείριση και να δείχνουν ταυτόχρονα οι ίδιοι άπληστη πλεονεξία».

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2005. Ξενοφώντος Ελληνικά Δ'–Ζ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Οι Αθηναίοι τότε, επειδή έβλεπαν τους Πλαταιείς, που ήταν φίλοι τους, να έχουν εκδιωχθεί από τη Βοιωτία και να έχουν καταφύγει κοντά τους, και τους Θεσπιείς να τους παρακαλούν να μην αδιαφορήσουν γι' αυτούς που έχαναν την πατρίδα τους, δεν επαινούσαν ασφαλώς τους Θηβαίους πια, αλλά από τη μια δίσταζαν να αρχίσουν πόλεμο εναντίον τους κι από την άλλη έκριναν ότι τους είναι ασύμφορος. Βέβαια, δεν έδειχναν διάθεση να συμμετέχουν μ' αυτούς σε όσα έκαναν, γιατί τους έβλεπαν να εκστρατεύουν εναντίον παραδοσιακών τους φίλων, των Φωκέων, και να καταστρέφουν πόλεις πιστές κατά τον πόλεμο εναντίον των βαρβάρων και φιλικές προς αυτούς. Μετά από αυτά, αφού ο λαός ψήφισε να συνάψουν ειρήνη, αρχικά έστειλαν πρέσβεις στη Θήβα, για να τους καλέσουν να τους ακολουθήσουν, αν ήθελαν, στη Σπάρτη για ειρήνη· έπειτα έστειλαν και οι ίδιοι πρέσβεις. Μεταξύ αυτών που εκλέχθηκαν ήταν ο Καλλίας του Ιππόνικου, ο Αυτοκλής του Στρομβιχίδη, ο Δημόστρατος του Αριστοφώντα, ο Αριστοκλής, ο Κηφισόδοτος, ο Μελάνωπος και ο Λύκαιθος. Όταν παρουσιάστηκαν στη συνέλευση των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, ήταν και ο ρήτορας Καλλίστρατος. Γιατί, είχε δώσει υπόσχεση στον Ιφικράτη ότι, αν του επέτρεπε να φύγει, θα κατάφερνε ή να του στείλουν (οι Αθηναίοι) χρήματα για το ναυτικό ή να συνάψουν ειρήνη, και γι' αυτό βρισκόταν στην Αθήνα και συμμετείχε στην αποστολή (στη Σπάρτη) για ειρήνη· κι όταν παρουσιάστηκαν μπροστά στη συνέλευση των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, πρώτος απ' αυτούς μίλησε ο Καλλίας, ο δαδούχος. Αυτός ήταν τέτοιος, ώστε το απολάμβανε πάρα πολύ να αυτοπροβάλλεται ή να επαινείται από τους άλλους· σ' εκείνη την περίπτωση κάπως έτσι άρχισε την ομιλία του.

Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, το αξίωμα του προξένου δεν το έχω μόνο εγώ, αλλά και ο πατέρας μου από τον παππού μου το έχει πατροπαράδοτα και το κληροδότησε στη γενιά μας. Θέλω να σας καταστήσω σαφές και το εξής, πώς δηλαδή συμπεριφέρεται η πόλη μας απέναντί μας. Εκείνη λοιπόν, όταν έχουμε πόλεμο, μας εκλέγει στρατηγούς, και όταν επιθυμήσει ειρήνη, μας στέλνει ως πρεσβευτές ειρήνης. Εγώ λοιπόν στο παρελθόν ήρθα δυο φορές, για να σταματήσουμε τον (μεταξύ μας) πόλεμο, και πέτυχα και στις δύο αποστολές την ειρήνη και για το δικό μας και για το δικό σας καλό· τώρα έρχομαι για τρίτη φορά και πιστεύω δικαιωματικά και πάλι ότι θα πετύχω τη συμφιλίωση. Γιατί βλέπω ότι συμπίπτουν οι απόψεις μας και ότι και εσείς και εμείς αγανακτούμε με την καταστροφή των Πλαταιών και των Θεσπιών. Πώς λοιπόν δεν είναι φυσικό, όταν έχουμε τις ίδιες απόψεις, να είμαστε μεταξύ μας περισσότερο φίλοι παρά εχθροί; Και είναι ασφαλώς γνώρισμα συνετών ανθρώπων να αποφεύγουν τον πόλεμο, ακόμη κι αν υπάρχουν μικρές (μεταξύ τους) διαφορές· όταν μάλιστα συμπίπτουν οι απόψεις μας, δε θα ήταν από τα παράξενα να μη συνάψουμε ειρήνη; Μάλιστα ήταν δίκαιο εμείς ποτέ να μη σηκώσουμε τα όπλα ο ένας εναντίον του άλλου, γιατί υπάρχει η παράδοση ότι ο δικός μας πρόγονος Τριπτόλεμος φανέρωσε τα άρρητα ιερά της Δήμητρας και της Περσεφόνης σε ξένους πρώτα στο δικό σας γενάρχη Ηρακλή και στους δύο Διόσκουρους, δικούς σας πολίτες, και ότι δώρισε τους σπόρους για τους καρπούς της Δήμητρας πρώτα στην Πελοπόννησο. Πώς λοιπόν είναι δίκαιο, εσείς που πήρατε τους σπόρους από μας να έλθετε και να καταστρέψετε κάποτε τους καρπούς, και εμείς που σας τους δωρίσαμε να μη θέλουμε να έχετε μεγάλη αφθονία καρπών από αυτούς; Αν πάλι είναι γραμμένο από τους θεούς να γίνονται ανάμεσα στους ανθρώπους πόλεμοι, εμείς πρέπει να τους αρχίζουμε με πολύ περίσκεψη και, όταν αρχίσουν, να τους σταματούμε με τη μεγαλύτερη σπουδή».

Μετά από αυτόν ο Αυτοκλής, που είχε τη φήμη πολύ καλού ρήτορα, μίλησε ως εξής:

«Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, ότι βέβαια όσα πρόκειται να πω δε θα λεχθούν προς χάρη σας, δεν το αγνοώ· αλλά νομίζω ότι, όσοι επιθυμούν, όποια τυχόν φιλία κάνουν, αυτή να παραμείνει για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, πρέπει να αλληλοεξετάσουν τα αίτια των πολέμων. Εσείς βέβαια λέτε πάντα· πρέπει οι πόλεις να είναι αυτόνομες, αλλά οι ίδιοι σας πάντοτε είσθε εμπόδιο στην αυτονομία. Γιατί συμφωνείτε με τις συμμαχικές πόλεις σ' αυτό πρώτα, να σας ακολουθούν δηλαδή όπου τυχόν εσείς τους οδηγήσετε. Κι όμως πώς αυτό συμβιβάζεται με την αυτονομία; Δημιουργείτε μάλιστα εχθρούς χωρίς να ενημερώνετε τους συμμάχους και τους οδηγείτε εναντίον τους· έτσι, πολλές φορές αναγκάζονται να εκστρατεύουν αυτοί που λογίζονται αυτόνομοι εναντίον των πιο καλών τους φίλων. Και το πιο αντιφατικό από όλα σχετικά με την αυτονομία, εγκαθιστάτε αλλού δεκαρχίες και αλλού τριακονταρχίες· και καθοδηγείτε αυτούς τους άρχοντες όχι πώς να κυβερνούν εφαρμόζοντας νόμους, αλλά πώς θα μπορέσουν να κρατούν υπό την εξουσία τους τις πόλεις ασκώντας βία. Έτσι, μοιάζετε να χαίρεσθε περισσότερο με τυραννία παρά με δημοκρατία. Όταν πάλι ο (Πέρσης) βασιλιάς διέτασσε οι πόλεις να είναι αυτόνομες, το καταλαβαίνατε ολοκάθαρα ότι, αν οι Θηβαίοι δεν άφηναν κάθε πόλη να αυτοδιοικείται και να χρησιμοποιεί όποιους τυχόν νόμους ήθελε, δε θα εφάρμοζαν τις βασιλικές διαταγές· κι όταν καταλάβατε την Καδμεία, δεν επιτρέπατε ούτε στους Θηβαίους να είναι αυτόνομοι. Πρέπει λοιπόν, όσοι πρόκειται να είναι μεταξύ τους φίλοι, να μην απαιτούν απ' τη μία από τους άλλους να σέβονται το δίκαιο, και οι ίδιοι τους να φαίνονται ότι επιζητούν να έχουν όσα μπορούν περισσότερα».