Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Αυτά, λοιπόν, απασχολούσαν τον Αγησίλαο. Οι Λακεδαιμόνιοι ωστόσο, όταν έμαθαν με βεβαιότητα για τα χρήματα που είχαν έρθει στην Ελλάδα και για τη συμμαχία που είχαν κάνει οι μεγαλύτερες πόλεις για να τους πολεμήσουν, έκριναν ότι η πόλη τους κινδύνευε κι ότι ήταν ανάγκη ν' αναλάβουν εκστρατεία. Άρχισαν λοιπόν να ετοιμάζονται οι ίδιοι, και συνάμα έστειλαν αμέσως τον Επικυδίδα στον Αγησίλαο. Όταν έφτασε, ο Επικυδίδας περιέγραψε στον Αγησίλαο την κατάσταση και του είπε ότι η πόλη του παραγγέλνει να 'ρθει το γρηγορότερο να βοηθήσει την πατρίδα. Σαν τ' άκουσε αυτά ο Αγησίλαος σκέφτηκε πόσες δόξες κι ελπίδες θα 'χανε, και του βαρυφάνηκε· μολοντούτο συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους ανακοίνωσε τις διαταγές που είχε πάρει από τη Σπάρτη, λέγοντας ότι ήταν ανάγκη να πάει να βοηθήσει την πατρίδα του. «Αν όμως όλα πάνε καλά», είπε, «να είστε βέβαιοι, σύμμαχοί μας, ότι δεν θα σας ξεχάσω, κι ότι θα 'ρθω ξανά πίσω να υπερασπίσω τα συμφέροντά σας».

Όταν τ' άκουσαν αυτά πολλοί δάκρυσαν, κι όλοι ψήφισαν να ενισχύσουν κι αυτοί, μαζί με τον Αγησίλαο, τη Λακεδαίμονα, κι αν πάνε καλά τα πράγματα εκεί να τον ξαναφέρουν μαζί τους στην Ασία.

Εκείνοι λοιπόν έκαναν ετοιμασίες για να τον ακολουθήσουν. Στο μεταξύ ο Αγησίλαος όρισε αρμοστή στην Ασία τον Εύξενο, αφήνοντάς του όχι λιγότερους από τέσσερις χιλιάδες άνδρες για να μπορέσει να διαφεντέψει τις πόλεις. Ωστόσο φάνηκε ότι οι πιο πολλοί στρατιώτες προτιμούσαν να μείνουν στην Ασία παρά να πάνε να πολεμήσουν Έλληνες· τότε ο Αγησίλαος, που ήθελε να πάρει μαζί του όσο γινόταν περισσότερους και καλύτερους, προκήρυξε βραβεία για την πόλη που θα έστελνε το αρτιότερο εκστρατευτικό σώμα, καθώς και για τον λοχαγό των μισθοφόρων που θα 'παιρνε μέρος στην εκστρατεία με τον καλύτερα εξοπλισμένο λόχο οπλιτών, τοξοτών ή πελταστών. Υποσχέθηκε και στους ιππάρχους ότι θα δώσει βραβεία σ' όποιον απ' αυτούς παρουσιάσει τη μονάδα με τα καλύτερα άλογα και τον καλύτερο οπλισμό. Η απονομή θα γινόταν, είπε, αφού περνούσαν από την Ασία στην Ευρώπη, στη Χερσόνησο ― για να καταλάβουν καλά ότι έπρεπε να διαλέξουν μ' επιμέλεια εκείνους που θα μετείχαν στην εκστρατεία. Τα περισσότερα βραβεία ήταν ομορφοστολισμένα όπλα για οπλίτες και καβαλάρηδες· άλλα ήταν χρυσά στεφάνια· όλα μαζί τα βραβεία άξιζαν τουλάχιστον τέσσερα τάλαντα. (Είν' αλήθεια ότι σ' αντίκρισμα αυτής της δαπάνης εφοδιάστηκε ο στρατός με όπλα πολύ μεγάλης αξίας.) Αφού πέρασε τον Ελλήσποντο, ορίστηκαν κριτές οι Λακεδαιμόνιοι Μένασκος, Ηριππίδας και Όρσιππος, καθώς κι ένας από κάθε συμμαχική πόλη. Μετά την απονομή των βραβείων, ο Αγησίλαος ξεκίνησε με τον στρατό από τον ίδιο δρόμο που είχε ακολουθήσει κι ο Βασιλεύς στην εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας.

Στο μεταξύ οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση, κι επειδή ο Αγησίπολις ήταν ακόμη ανήλικος, οι πολίτες ανέθεσαν την αρχηγία του στρατού στον Αριστόδημο, που ανήκε στη βασιλική οικογένεια κι ήταν κηδεμόνας του παιδιού. Ενώ ξεκινούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, οι αντίπαλοί τους ήταν κιόλας συγκεντρωμένοι κι έκαναν συμβούλιο για το πώς θα δώσουν μάχη με τις ευνοϊκότερες γι' αυτούς συνθήκες. Ο Κορίνθιος Τιμόλαος είπε:

«Κατά τη γνώμη μου, σύμμαχοι, με τους Λακεδαιμονίους συμβαίνει ό,τι και με τα ποτάμια. Όπως τα ποτάμια δεν είναι μεγάλα κοντά στις πηγές τους κι εύκολα τα διαβαίνεις, ενώ όσο μακρύτερα προχωρούν χύνονται μέσα τους άλλα ποτάμια και δυναμώνουν το ρεύμα τους, έτσι κι οι Λακεδαιμόνιοι: εκεί που βγαίνουν από τον τόπο τους είναι μόνοι, αλλά όσο προχωρούν και παίρνουν τις πόλεις με το μέρος τους πληθαίνουν ολοένα κι είναι πιο δύσκολο να τους πολεμήσεις. Βλέπω ακόμα», συνέχισε, «κι εκείνους που θέλουν να καταστρέψουν σφήκες· όταν δοκιμάζουν να τις πιάσουν καθώς βγαίνουν από τη φωλιά τους δέχονται πολλά κεντρίσματα, ενώ αν τους βάλουν φωτιά την ώρα που είναι μέσα, τις δαμάζουν δίχως να πάθουν τίποτα οι ίδιοι. Έχοντας αυτά υπόψη μου πιστεύω πως το καλύτερο απ' όλα είναι να δώσουμε μάχη μέσα στην ίδια τη Λακεδαίμονα, αν γίνεται, ή τουλάχιστον όσο πιο κοντά της μπορούμε».

Οι άλλοι βρήκαν σωστές τις απόψεις του και ψήφισαν σύμφωνα μ' αυτές. Κατόπιν βάλθηκαν να ρυθμίσουν το πρόβλημα της αρχιστρατηγίας, και να συμφωνήσουν σε πόσες σειρές έπρεπε να παραταχτεί ολόκληρο το στράτευμα, για να μην έχουν υπερβολικό βάθος οι φάλαγγες της καθεμιάς πόλης κι έτσι μπορέσει ο εχθρός να τις κυκλώσει. Στο μεταξύ οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κιόλας παραλάβει τους Τεγεάτες και τους Μαντινείς και βάδιζαν προς την Κόρινθο. Καθώς προχωρούσαν οι δύο στρατοί, έφταναν σχεδόν ταυτόχρονα οι Κορίνθιοι με τους συμμάχους τους στη Νεμέα κι οι Λακεδαιμόνιοι με τους δικούς τους στη Σικυώνα. Όταν τούτοι εισέβαλαν κοντά στην Επιείκεια, στην αρχή έπαθαν μεγάλη καταστροφή από το ελαφρύ πεζικό των αντιπάλων που τους χτυπούσε με τόξα και ακόντια από τα υψώματα στα δεξιά τους. Στη συνέχεια όμως κατέβηκαν προς τη θάλασσα και προχώρησαν παράλληλα μ' αυτήν μέσα από την πεδιάδα, καταστρέφοντας και καίγοντας τη χώρα. Τότε οι άλλοι τραβήχτηκαν κι έστησαν στρατόπεδο πίσω από μια χαράδρα· οι Λακεδαιμόνιοι πάλι, αφού προχώρησαν τόσο που να μην απέχουν ούτε δέκα στάδια από κείνους, σταμάτησαν κι έστησαν κι αυτοί στρατόπεδο εκεί.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2005. Ξενοφώντος Ελληνικά Δ'–Ζ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Ο Αγησίλαος λοιπόν αυτά σχεδίαζε. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως, όταν πληροφορήθηκαν ότι είχαν φτάσει τα χρήματα στην Ελλάδα και ότι οι μεγαλύτερες πόλεις είχαν συνασπισθεί εναντίον τους για πόλεμο, θεώρησαν ότι η πόλη τους βρίσκεται σε κίνδυνο και έκριναν ότι ήταν ανάγκη να εκστρατεύσουν εναντίον τους. Αυτοί λοιπόν ετοιμάζονταν γι' αυτά και ταυτόχρονα στέλνουν στον Αγησίλαο τον Επικυδίδα. Κι αυτός, μόλις έφτασε, ανακοίνωσε και για τα άλλα πώς είχαν και ότι η πόλη του παραγγέλνει να βοηθήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα την πατρίδα. Ο Αγησίλαος, μόλις τα άκουσε, στεναχωρήθηκε βέβαια, αναλογιζόμενος ποιες τιμές και ποιες ελπίδες ματαίωνε, όμως αμέσως συγκάλεσε τους συμμάχους και τους ανακοίνωσε τα όσα του παράγγειλε η πόλη και τους είπε ότι ήταν αναγκαίο να βοηθήσει την πατρίδα. «Εάν εκείνα εξελιχθούν καλά» είπε «να ξέρετε καλά, άνδρες σύμμαχοι, ότι δε θα σας ξεχάσω αλλά πάλι θα έλθω για να κάνω όσα εσείς έχετε ανάγκη».

Στο άκουσμα αυτών πολλοί δάκρυσαν και όλοι αποφάσισαν μαζί με τον Αγησίλαο να βοηθήσουν τη Σπάρτη· και αν τα εκεί εξελιχθούν καλά, θα τον έπαιρναν και θα γύριζαν πάλι στην Ασία. Αυτοί λοιπόν προετοιμάζονταν να τον ακολουθήσουν. Και ο Αγησίλαος άφησε στην Ασία ως διοικητή τον Εύξενο και κοντά του περισσότερους από τέσσερις χιλιάδες φρουρούς, για να μπορεί να προστατεύει τις πόλεις· αυτός, επειδή διαπίστωσε ότι πολλοί από τους στρατιώτες προτιμούσαν να παραμείνουν εκεί περισσότερο παρά να εκστρατεύσουν εναντίον των Ελλήνων, επιθυμώντας να πάρει μαζί του όσο το δυνατόν περισσότερους και καλύτερους, προκήρυξε βραβεία για τις πόλεις, για όποια θα έστελνε το καλύτερο στράτευμα, και για τους λοχαγούς των μισθοφόρων, για όποιον θα εξεστράτευε έχοντας τον πιο καλά εξοπλισμένο λόχο οπλιτών και τοξοτών και πελταστών. Προανήγγειλε και στους αρχηγούς του ιππικού ότι και σ' αυτούς θα απονείμει βραβεία, σ' όποιον θα παρουσίαζε την καλύτερη ίλη σε άλογα και εξοπλισμό. Είπε μάλιστα ότι τη βράβευση θα την έκανε μόλις θα περνούσαν από την Ασία στην Ευρώπη, στη Χερσόνησο, για να γνωρίζουν καλά ότι πρέπει να επιλέξουν καλά τους στρατιώτες. Τα βραβεία ήταν τα περισσότερα καλοδουλεμένα με διάκοσμο όπλα για τους οπλίτες και τους ιππείς· ήταν και χρυσά στεφάνια· το σύνολο των βραβείων δε στοίχισε λιγότερο από τέσσερα τάλαντα. Μετά από τόσο μεγάλη δαπάνη, κατασκευάστηκαν για το στρατό όπλα μεγάλης αξίας. Αφού πέρασε τον Ελλήσποντο, διορίστηκαν κριτές ο Μένασκος και ο Ηριππίδας και ο Όρσιππος από την πλευρά των Λακεδαιμονίων, και ένας από κάθε πόλη από την πλευρά των συμμάχων. Και ο Αγησίλαος, αφού έκανε την απονομή των επάθλων, ακολουθούσε με το στράτευμά του τον ίδιο δρόμο που είχε ακολουθήσει και ο (Πέρσης) βασιλιάς, όταν εξεστράτευσε εναντίον της Ελλάδας.

Στο μεταξύ οι έφοροι όρισαν και τοποθέτησαν φρουρά· η πόλη, επειδή ο Αγησίπολης ήταν ακόμη μικρός, διέταξε τον Αριστόδημο να ηγηθεί του στρατού, καθώς ήταν από τη βασιλική γενιά και επίτροπος του παιδιού. Κι όταν εξεστράτευσαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι εχθροί ήταν συγκεντρωμένοι, συσκέφτηκαν (οι τελευταίοι) και συλλογίζονταν πώς θα έδιναν τη μάχη όσο το δυνατόν με περισσότερη επιτυχία από την πλευρά τους. Και ο Τιμόλαος ο Κορίνθιος είπε: «Μου φαίνεται, άνδρες σύμμαχοι, ότι το θέμα των Λακεδαιμονίων είναι όμοιο, όπως ακριβώς τα ποτάμια. Γιατί και τα ποτάμια στις πηγές τους δεν είναι μεγάλα αλλά ευκολοδιάβατα, όσο όμως απομακρύνονται, επειδή χύνονται (σ' αυτά) κι άλλα ποτάμια, καθιστούν τη ροή τους πιο ορμητική. Το ίδιο και οι Λακεδαιμόνιοι, όταν αρχικά εκστρατεύουν είναι μόνοι τους, καθώς όμως προχωρούν και καταλαμβάνουν (και άλλες) πόλεις, γίνονται περισσότεροι και πιο δυσκολοπολέμητοι. Εγώ τουλάχιστον διαπιστώνω, είπε, ότι και όσοι θέλουν να εξουδετερώσουν σφήκες, αν επιχειρήσουν να τις κυνηγήσουν έξω από τη φωλιά τους, τους τσιμπούν πολλές μαζί· αν όμως βάλουν τη φωτιά όσο είναι μέσα, (βλέπω) ότι δεν παθαίνουν αυτοί τίποτε και εξουδετερώνουν τις σφήκες (αγριομέλισσες). Αναλογιζόμενος αυτά, κρίνω ότι είναι το καλύτερο να δώσουμε τη μάχη περισσότερο κοντά στη Σπάρτη, ειδάλλως όσο το δυνατόν πιο κοντά της».

Επειδή έδωσε την εντύπωση (ο Τιμόλαος) ότι μίλησε σωστά, ψήφισαν τα όσα είπε. Και ενώ συζητούσαν για την αρχηγία και συμφωνούσαν για πόσους σε βάθος έπρεπε να έχει παραταγμένους όλο το στράτευμα, για να μην αφήνουν περιθώριο στους εχθρούς για περικύκλωσή τους οι πόλεις με βαθιά διάταξη των γραμμών του στρατού τους, στο μεταξύ οι Λακεδαιμόνιοι, έχοντας μάλιστα πάρει μαζί τους τους Τεγεάτες και τους Μαντινείς, εξεστράτευσαν προς την πόλη την περιβαλλόμενη από δύο θάλασσες. Και προχωρώντας, σχεδόν ταυτόχρονα οι σύμμαχοι με τους Κορίνθιους έφτασαν στη Νεμέα και οι Λακεδαιμόνιοι με τους συμμάχους τους στη Σικυώνα. Κι όταν εκείνοι εισέβαλαν προς την Επιείκεια, οι γυμνήτες των αντιπάλων τους επέφεραν δεινά πλήγματα αρχικά χτυπώντας αυτούς από ψηλότερα μέρη με ακόντια και τόξα. Και όταν ανέβηκαν προς τη θάλασσα, από κει προχωρούσαν μέσα από την πεδιάδα δενδροτομώντας και καίγοντας την ύπαιθρο· όμως και οι άλλοι απομακρύνθηκαν και στρατοπέδευσαν, έχοντας μπροστά τους τη χαράδρα· όταν και οι Λακεδαιμόνιοι προχωρώντας δεν απείχαν από τους εχθρούς πάνω από δέκα στάδια, στρατοπέδευσαν κι αυτοί και έμεναν αδρανείς.