Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Στο μεταξύ είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησε ο Αγησίλαος· ο Λύσανδρος με τους τριάντα Σπαρτιάτες γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους και στη θέση τους ήρθε ο Ηριππίδας με άλλους. Από τούτους διόρισε τον Ξενοκλή κι έναν άλλο διοικητές του ιππικού, τον Σκύθη διοικητή των νεοδαμώδων οπλιτών, τον Ηριππίδα διοικητή των αλλοτινών μισθοφόρων του Κύρου και τον Μύγδωνα διοικητή των τμημάτων των ασιατικών πόλεων, και τους ανήγγειλε ότι σκόπευε να τους οδηγήσει αμέσως, από τον συντομότερο δρόμο, μέσα στην καρδιά της χώρας ― ώστε ν' αρχίσουν από κείνη τη στιγμή να ετοιμάζονται σωματικά και ψυχικά για τη σύγκρουση.

Ο Τισσαφέρνης ωστόσο νόμισε ότι ο Αγησίλαος τα 'λεγε αυτά θέλοντας ξανά να τον ξεγελάσει, ενώ τούτη τη φορά θα εισέβαλλε πραγματικά στην Καρία· έστειλε λοιπόν εκεί το πεζικό, όπως και την προηγούμενη φορά, και τοποθέτησε το ιππικό στην πεδιάδα του Μαιάνδρου. Ο Αγησίλαος όμως δεν είχε πει ψέματα: όπως ακριβώς είχε προαναγγείλει, εισέβαλε αμέσως στην περιοχή των Σάρδεων. Τρεις μέρες προχώρησε δίχως να συναντήσει εχθρούς, κι έβρισκε άφθονα εφόδια για τον στρατό. Την τέταρτη μέρα παρουσιάστηκε το εχθρικό ιππικό. Ο διοικητής του πρόσταξε τον αρχηγό των σκευοφόρων να περάσει τον Πακτωλό και να στήσει στρατόπεδο, ενώ οι άνδρες του, βλέποντας τους υπηρέτες των Ελλήνων σκορπισμένους για πλιάτσικο, σκότωσαν πολλούς απ' αυτούς. Όταν το 'μαθε ο Αγησίλαος, διέταξε το ιππικό να σπεύσει σ' ενίσχυση. Οι Πέρσες πάλι, βλέποντας τις ενισχύσεις, συγκέντρωσαν και παράταξαν αντίκρυ τους πολλές μονάδες ιππικού.

Τότε ο Αγησίλαος, καταλαβαίνοντας ότι οι εχθροί δεν είχαν ακόμα μαζί το πεζικό τους, ενώ ο ίδιος είχε όλες του τις δυνάμεις, έκρινε τη στιγμή κατάλληλη για να δώσει μάχη, αν μπορούσε. Έκανε λοιπόν θυσία κι αμέσως οδήγησε τη φάλαγγα καταπάνω στο παραταγμένο ιππικό, ενώ ταυτόχρονα πρόσταζε τις δέκα νεότερες κλάσεις των οπλιτών να ορμήσουν εναντίον του και τους πελταστές να τρέξουν μπροστά τους· είπε και στο ιππικό να επιτεθεί, βεβαιώνοντας ότι ο ίδιος θ' ακολουθούσε μ' όλο τον υπόλοιπο στρατό.

Οι Πέρσες αντιστάθηκαν στο ιππικό, όταν όμως τους εφόρμησαν όλα τ' άλλα τμήματα ταυτοχρόνως υποχώρησαν· άλλοι απ' αυτούς έπεσαν στο ποτάμι κι άλλοι το 'βαλαν στα πόδια. Οι Έλληνες τους ακολούθησαν και κατέλαβαν το στρατόπεδό τους. Οι πελταστές, όπως ήταν φυσικό, άρχισαν να λεηλατούν· ο Αγησίλαος όμως στρατοπέδευσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους περικυκλώσει όλους μαζί, φίλους κι εχθρούς. Εκεί έπεσαν στα χέρια του, ανάμεσα σ' άλλη λεία που πουλήθηκε για περισσότερα από εβδομήντα τάλαντα, κι οι καμήλες που πήρε μαζί του στην Ελλάδα.

Ενώ γινόταν αυτή η μάχη, ο Τισσαφέρνης έτυχε να βρίσκεται στις Σάρδεις, γι' αυτό κι οι Πέρσες τον κατηγόρησαν ότι τους πρόδιδε. Ο Βασιλεύς των Περσών κατέληξε κι ο ίδιος στο συμπέρασμα ότι ο Τισσαφέρνης έφταιγε για την κακή τροπή των υποθέσεών του κι έστειλε τον Τιθραύστη να του κόψει το κεφάλι. Ο Τιθραύστης εξετέλεσε τη διαταγή και κατόπιν έστειλε πρέσβεις στον Αγησίλαο με το ακόλουθο μήνυμα: «Αγησίλαε, ο υπαίτιος για τις δυσκολίες μας, και τις δικές σας και τις δικές μας, τιμωρήθηκε. Τώρα ο Βασιλεύς σού ζητάει να γυρίσεις πίσω στην πατρίδα σου, κι οι πόλεις να 'χουν ανεξαρτησία, αλλά να του πληρώνουν τον πατροπαράδοτο φόρο». Όταν ο Αγησίλαος αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να τα δεχτεί αυτά χωρίς τη συγκατάθεση των αρχών της πατρίδας του, ο Τιθραύστης του είπε: «Ώσπου να μάθεις την απόφαση της πόλης σου, πήγαινε τουλάχιστον στην περιοχή του Φαρναβάζου, μια και εγώ τιμώρησα τον εχθρό σου». «Τότε λοιπόν», απάντησε ο Αγησίλαος, «δώσε μου εφόδια για τον στρατό ώσπου να φτάσω εκεί». Ο Τιθραύστης του 'δωσε τριάντα τάλαντα, κι ο Αγησίλαος τα πήρε και ξεκίνησε για τη Φρυγία που ανήκε στον Φαρνάβαζο.

Καθώς βρισκόταν στην πεδιάδα πάνω από την Κύμη, έλαβε εντολή από τη Λακεδαίμονα ν' αναλάβει και την ανώτατη διοίκηση του ναυτικού, διορίζοντας ναύαρχο όποιον ήθελε ο ίδιος. Τούτο το 'καναν οι Λακεδαιμόνιοι με τη σκέψη ότι αν ο αρχηγός και των δύο είναι το ίδιο πρόσωπο, και το πεζικό θα 'ναι πολύ πιο δυνατό ―μια και οι δυνάμεις και των δύο θα 'ναι ενωμένες― αλλά και το ναυτικό, αφού θα του ερχόταν ενίσχυση το πεζικό όποτε χρειαζόταν. Σαν τ' άκουσε αυτά ο Αγησίλαος, πρώτ' απ' όλα παρήγγειλε στις πόλεις των νησιών και των παραλίων να κατασκευάσουν όσα πολεμικά ήθελε η καθεμιά. Μ' αυτόν τον τρόπο συγκεντρώθηκαν συνολικά κάπου εκατόν είκοσι καινούργια πολεμικά ― άλλα που 'χαν αναλάβει οι πόλεις κι άλλα που αρμάτωσαν ιδιώτες, θέλοντας να του φανούν ευχάριστοι. Κατόπιν διόρισε ναύαρχο τον κουνιάδο του Πείσανδρο, άνθρωπο φιλόδοξο και ψυχωμένο αλλά δίχως την απαιτούμενη πείρα του τι θα πει σωστή προετοιμασία. Ο Πείσανδρος λοιπόν έφυγε κι άρχισε να ασχολείται με τα ζητήματα του ναυτικού, ενώ ο Αγησίλαος συνέχισε την πορεία του προς τη Φρυγία.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002. Ξενοφώντος Ελληνικά Α', Β', Γ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Στο μεταξύ είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησε ο Αγησίλαος· έτσι ο Λύσανδρος με τους τριάντα Σπαρτιάτες γύρισαν στην πατρίδα τους και στη θέση τους ήρθε ο Ηριππίδας με άλλους. Από τούτους διόρισε τον Ξενοκλή κι έναν άλλο διοικητές του ιππικού, το Σκύθη διοικητή των νεοδαμώδων οπλιτών, τον Ηριππίδα διοικητή των πάλαι ποτέ μισθοφόρων του Κύρου και το Μύγδωνα διοικητή των τμημάτων των ασιατικών πόλεων· και τους ανήγγειλε ότι σκόπευε να τους οδηγήσει αμέσως, από τον συντομότερο δρόμο, μέσα στην καρδιά της χώρας, για να αρχίσουν αμέσως να ετοιμάζονται σωματικά και ψυχολογικά για τη μάχη.

Ο Τισσαφέρνης νόμισε ότι ο Αγησίλαος τα έλεγε αυτά θέλοντας ξανά να τον ξεγελάσει και ότι αυτή τη φορά θα εισέβαλε πραγματικά στην Καρία· γι αυτό, έστειλε στην Καρία το πεζικό, όπως και την προηγούμενη φορά, και τοποθέτησε το ιππικό στην πεδιάδα του Μαιάνδρου. Ο Αγησίλαος, πράγματι, δεν μπλόφαρε αλλά, όπως ακριβώς είχε προαναγγείλει, εισέβαλε αμέσως στην περιοχή των Σάρδεων. Προχωρώντας τρεις μέρες χωρίς να συναντήσει εχθρούς, έβρισκε άφθονα τα εφόδια για το στρατό. Την τέταρτη μέρα εμφανίστηκε το εχθρικό ιππικό. Ο διοικητής του πρόσταξε τον αρχηγό των σκευοφόρων, αφού περάσει τον Πακτωλό ποταμό, να στήσει στρατόπεδο, ενώ οι άνδρες του, όταν είδαν τους υπηρέτες των Ελλήνων να είναι διασκορπισμένοι για πλιάτσικο, σκότωσαν πολλούς απ' αυτούς. Όταν το είδε αυτό ο Αγησίλαος, διέταξε το ιππικό να σπεύσει σε βοήθεια. Οι Πέρσες πάλι, μόλις είδαν τις ενισχύσεις, συγκεντρώθηκαν και παρέταξαν απέναντί τους πολλές μονάδες ιππικού.

Τότε ο Αγησίλαος, επειδή είδε ότι οι εχθροί δεν είχαν ακόμα μαζί το πεζικό τους, ενώ ο ίδιος είχε όλες του τις δυνάμεις, έκρινε τη στιγμή κατάλληλη για να δώσει μάχη, αν μπορούσε. Αφού έκανε λοιπόν θυσία, αμέσως οδήγησε τη φάλαγγα ενάντια στο παραταγμένο ιππικό, ενώ, ταυτόχρονα, πρόσταζε τις κλάσεις των τριαντάρηδων οπλιτών να ορμήσουν εναντίον του και τους πελταστές να τρέξουν γρήγορα μπροστά· είπε και στο ιππικό να επιτεθεί, βεβαιώνοντας ότι ο ίδιος θ' ακολουθούσε μ' όλο τον υπόλοιπο στρατό.

Οι Πέρσες απόκρουσαν το ιππικό· όταν, όμως, επιτέθηκαν όλα τα άλλα τμήματα ταυτόχρονα, υποχώρησαν και άλλοι απ' αυτούς έπεσαν στο ποτάμι κι άλλοι τράπηκαν σε φυγή. Οι Έλληνες, καταδιώκοντάς τους, κατέλαβαν το στρατόπεδό τους. Οι πελταστές, όπως ήταν φυσικό, τράπηκαν σε λεηλασίες· ο Αγησίλαος, όμως, στρατοπέδευσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους περικυκλώσει όλους μαζί, φίλους και εχθρούς. Εκεί πήρε πολλά χρήματα, περισσότερα από εβδομήντα τάλαντα, και τις καμήλες, που πήρε μαζί του στην Ελλάδα.

Όταν έγινε αυτή η μάχη, ο Τισσαφέρνης έτυχε να βρίσκεται στις Σάρδεις· γι' αυτό κι οι Πέρσες τον κατηγόρησαν ότι τους πρόδωσε. Επειδή κι ο ίδιος ο βασιλιάς των Περσών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τισσαφέρνης έφταιγε για την κακή τροπή των υποθέσεών του, έστειλε τον Τιθραύστη και του έκοψε το κεφάλι. Ο Τιθραύστης, αφού έκανε αυτό, έστειλε πρέσβεις στον Αγησίλαο που είπαν τα εξής: «Αγησίλαε, ο υπαίτιος για τις δυσκολίες μας, και τις δικές σας και τις δικές μας, τιμωρήθηκε. Τώρα ο βασιλεύς αξιώνει εσύ να γυρίσεις στη πατρίδα σου κι οι πόλεις θα έχουν ανεξαρτησία, αλλά θα του πληρώνουν τον πατροπαράδοτο φόρο». Όταν ο Αγησίλαος αποκρίθηκε ότι δεν μπορούσε να δεχτεί αυτά χωρίς τη συγκατάθεση των αρχών της πατρίδας του, ο Τιθραύστης του είπε: «Ώσπου να μάθεις την απόφαση της πόλης σου, πήγαινε στην περιοχή του Φαρναβάζου, αφού εγώ τιμώρησα τον εχθρό σου». «Τότε λοιπόν», απάντησε ο Αγησίλαος, «ώσπου να φτάσω εκεί, δώσ' μου τα απαραίτητα τρόφιμα για το στρατό». Ο Τιθραύστης του έδωσε τριάντα τάλαντα κι ο Αγησίλαος, αφού τα πήρε, ξεκίνησε για τη Φρυγία που ανήκε στο Φαρναβάζο.

Ενώ βρισκόταν στην πεδιάδα πάνω από την Κύμη, πήρε εντολή από τους άρχοντες της Σπάρτης να αναλάβει και τη διοίκηση του ναυτικού και να διορίσει ναύαρχο όποιον ήθελε ο ίδιος. Αυτό το έκαναν οι Λακεδαιμόνιοι με το εξής σκεπτικό, ότι δηλαδή, αν αρχηγός και των δύο είναι το ίδιο πρόσωπο, τότε και το πεζικό θα είναι πολύ πιο δυνατό, μια και οι δυνάμεις και των δύο θα είναι ενωμένες, και το ναυτικό, αφού θα ερχόταν για βοήθεια το πεζικό, όποτε χρειαζόταν. Όταν άκουσε αυτά ο Αγησίλαος, αρχικά παρήγγειλε στις πόλεις των νησιών και των παραλίων να ετοιμάσουν πλοία, όσα ήθελε η καθεμιά. Μ' αυτόν τον τρόπο συγκεντρώθηκαν συνολικά κάπου εκατόν είκοσι καινούρια πολεμικά, άλλα από αυτά που είχαν αναλάβει οι πόλεις κι άλλα από εκείνα που εξόπλισαν ιδιώτες, θέλοντας να του φανούν ευχάριστοι. Κατόπιν, διόρισε ναύαρχο τον κουνιάδο του Πείσανδρο, άνθρωπο φιλόδοξο και ψυχωμένο αλλά χωρίς την απαιτούμενη εμπειρία για σωστή προετοιμασία. Ο Πείσανδρος, λοιπόν, αφού έφυγε, άρχισε να ασχολείται με τα ζητήματα του ναυτικού. Ο Αγησίλαος, πάλι, συνέχισε την πορεία του προς τη Φρυγία.