Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Άμα τέλειωσε και κάθισε, σηκώθηκε και μίλησε ο Θηραμένης:

«Πρώτ' απ' όλα, άνδρες, θ' αναφερθώ στην τελευταία του κατηγορία ― ότι τάχα εγώ, με την καταγγελία μου, οδήγησα τους στρατηγούς στον θάνατο. Όμως είναι γνωστό ότι δεν τους κατηγόρησα πρώτος εγώ· εκείνοι ισχυρίστηκαν πως ενώ με πρόσταξαν δεν περιμάζεψα τ' άμοιρα θύματα της ναυμαχίας της Λέσβου. Εγώ απολογήθηκα ότι με την τρικυμία δεν μπορούσε ούτε να βγει καράβι στη θάλασσα ―άσε πια να σώσει τους ναυαγούς― κι η πόλη με πίστεψε. Εκείνοι, αντίθετα, κατηγόρησαν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους, γιατί ενώ, καθώς έλεγαν, μπορούσαν να σωθούν οι άνθρωποι, εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς τους να πεθάνουν. Ωστόσο δεν απορώ με το λάθος του Κριτία: όταν έγιναν αυτά συνέβαινε να μη βρίσκεται εδώ, αλλά στη Θεσσαλία, όπου μαζί με τον Προμηθέα οργάνωνε δημοκρατία, οπλίζοντας τους κολίγους εναντίον των αφεντάδων. Ας ευχόμαστε να μη γίνει εδώ τίποτα απ' όσα έκανε αυτός εκεί!

»Σ' ένα πράγμα πάντως συμφωνώ μαζί του: όποιος τυχόν θέλει να σας αφαιρέσει την εξουσία και δυναμώνει όσους συνωμοτούν εναντίον σας, πρέπει να τιμωρηθεί με τον πιο αυστηρό τρόπο· το ποιος είναι όμως που τα κάνει αυτά θα το κρίνετε καλύτερα, νομίζω, αν εξετάσετε την περασμένη και την τωρινή πολιτική του καθενός από μας. Λοιπόν, όταν επρόκειτο να γίνετε εσείς βουλευτές, να συγκροτηθούν αρχές και να δικαστούν οι γνωστοί καταδότες, βρεθήκαμε όλοι σύμφωνοι. Καθώς όμως τούτοι άρχισαν να συλλαμβάνουν έντιμους πολίτες, τότε άρχισα κι εγώ να διαφωνώ. Ήξερα ότι αν θανατωνόταν ο Λέων ο Σαλαμίνιος, άνθρωπος με αξία και καλή φήμη, που δεν είχε κάνει καμιά παρανομία, οι όμοιοί του θα τρόμαζαν ― κι ο τρόμος θα τους έκανε αντίπαλους αυτού του καθεστώτος. Το 'βλεπα ότι αν συλλαμβανόταν ο Νικήρατος του Νικία, πλούσιος άνθρωπος που ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν ποτέ υποστηρίξει τους δημοκρατικούς, οι όμοιοί του θα 'χαν κακές διαθέσεις εναντίον μας. Αλλά κι όταν εκτελέσαμε τον Αντιφώντα, που τον καιρό του πολέμου είχε αρματώσει μ' έξοδά του δυο γοργοτάξιδα πολεμικά, καταλάβαινα ότι θα γεννούσαμε καχυποψία σ' όλους όσοι είχαν δείξει πατριωτικά αισθήματα. Αντιμίλησα κι όταν είπαν ότι έπρεπε να συλλάβουμε ο καθένας από έναν μέτοικο, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι η εκτέλεσή τους θα 'κανε όλους τους μετοίκους εχθρούς του πολιτεύματος. Αντιμίλησα και τότε που αφόπλισαν τον λαό, επειδή πίστευα ότι δεν έπρεπε να εξασθενήσουμε την πόλη: ακόμα κι οι Λακεδαιμόνιοι, όταν μας έσωσαν, δεν φαντάζομαι να το 'καναν με σκοπό να μείνουμε τόσο λίγοι που να τους είμαστε ολότελα άχρηστοι· αν αυτό αποζητούσαν, στο χέρι τους ήταν κανέναν να μην αφήσουν ζωντανό ― δεν είχαν παρά να μας σφίξουν λίγο καιρό ακόμα με την πείνα.

»Δεν συμφώνησα ούτε με την πρόσληψη μισθοφόρων, τη στιγμή που μπορούσαμε να στρατολογήσουμε από τους ίδιους τους πολίτες όσους είχαμε ανάγκη για να επιβληθούμε άνετα, εμείς οι εξουσιαστές, στους υπηκόους μας. Επειδή πάλι έβλεπα να πληθαίνουν μέσα στην πόλη οι αντίπαλοι αυτής της εξουσίας, και να πληθαίνουν κι οι εξόριστοι, δεν το 'βρισκα σωστό να εξορίζονται ούτε ο Θρασύβουλος, ούτε ο Άνυτος, ούτε ο Αλκιβιάδης, γιατί ήξερα ότι μ' αυτόν τον τρόπο θα δυνάμωνε η εχθρική παράταξη, αφού η μάζα θ' αποκτούσε ικανούς ηγέτες κι οι επίδοξοι ηγέτες θα 'βρισκαν πολλούς οπαδούς.

»Αυτός που δίνει στα φανερά τέτοιες συμβουλές, λοιπόν, τι είναι δίκαιο να θεωρηθεί ― φίλος ή προδότης; Τον αντίπαλο, Κριτία, δεν τον δυναμώνουν όσοι φροντίζουν να μην πληθαίνουν οι εχθροί, ούτε όσοι δείχνουν πώς αποκτά κάποιος περισσότερους συμμάχους ― αλλά όσοι αποσπούν χρήματα με παράνομο τρόπο και σκοτώνουν αθώους: αυτοί είναι, πιο πολύ από κάθε άλλον, που πολλαπλασιάζουν τους αντιπάλους και προδίδουν, όχι μονάχα τους φίλους τους, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους, από ταπεινή φιλοχρηματία.

»Κι αν από αλλού δεν φαίνεται πως λέω την αλήθεια, σκεφτείτε και τούτο: τι φαντάζεστε ότι προτιμούν ο Θρασύβουλος κι ο Άνυτος κι οι άλλοι εξόριστοι ― ν' ακολουθούμε την πολιτική που συμβουλεύω εγώ ή εκείνη που εφαρμόζουν τούτοι;

»Κατά τη δική μου γνώμη, οι εξόριστοι πιστεύουν τώρα ότι έχουν παντού συμμάχους· θα το θεωρούσαν ωστόσο δύσκολο ακόμη και να πατήσουν το πόδι τους στον τόπο, αν ήταν με το μέρος μας τα καλύτερα στοιχεία της πόλης.

»Όσο για τ' άλλο που είπε, ότι τάχα στάθηκα πάντα καιροσκόπος, προσέξτε και τούτο: το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν, καθώς ξέρετε, κι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί, γιατί τους είχαν εξηγήσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι καθόλου δεν μαλάκωσαν, ενώ από την άλλη πλευρά έγινε φανερό ότι οι στρατηγοί που ήταν με τον Αριστοτέλη, τον Μελάνθιο και τον Αρίσταρχο έχτιζαν πάνω στον μόλο ένα οχυρό όπου είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς, για να γίνουν οι ίδιοι κι οι φίλοι τους κύριοι της πόλης. Όταν κατάλαβα το σχέδιο, τους εμπόδισα ― αυτό μήπως λέγεται προδοσία προς τους φίλους;

»Με ονομάζει κόθορνο επειδή τάχα προσπαθώ να ταιριάσω και με τις δυο πλευρές. Αλλά πώς, μα τους θεούς, πρέπει να ονομάζεται αυτός που δεν ταιριάζει ούτε στη μια ούτε στην άλλη; Γιατί εσένα τον καιρό της δημοκρατίας σε θεωρούσαν τον χειρότερο εχθρό του λαού, και τώρα με το αριστοκρατικό πολίτευμα έχεις γίνει ο χειρότερος εχθρός των τιμίων ανθρώπων. Εγώ, Κριτία, πάντα πολέμησα εκείνους που δεν έβρισκαν τη δημοκρατία αρκετά τέλεια όσο δεν μετείχαν στην εξουσία ακόμα κι οι δούλοι, ακόμα κι όσοι από φτώχεια θα πουλούσαν την πόλη για μια δραχμή· στάθηκα όμως πάντα αντίθετος και μ' εκείνους που δεν βρίσκουν τέλεια οργανωμένη την ολιγαρχία όσο δεν έχουν επιβάλει στην πόλη την τυραννία λίγων ανθρώπων. Το να μετέχουν όμως στην κυβέρνηση κι όσοι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με τ' άλογα και τις ασπίδες τους, πάντα το θεωρούσα ιδεώδη λύση ― κι ούτε και τώρα αλλάζω γνώμη. Κι αν ξέρεις, Κριτία, κάποια περίπτωση όπου να συνεργάστηκα με δημοκρατική ή με τυραννική παράταξη για να στερήσω τους ευυπόληπτους πολίτες από τα πολιτικά τους δικαιώματα, πες την! Γιατί αν βρεθεί ότι κάνω ή ότι έκανα ποτέ κάτι τέτοιο, παραδέχομαι ότι αξίζει να πάθω τα χειρότερα κακά και να πεθάνω».

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002. Ξενοφώντος Ελληνικά Α', Β', Γ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Αυτά είπε (ο Κριτίας) και κατέβηκε από το βήμα. Κι ο Θηραμένης, αφού πήρε το λόγο, είπε: «Πρώτ' απ' όλα, άνδρες, θα αναφερθώ στην τελευταία του κατηγορία. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι τάχα εγώ με την καταγγελία μου οδήγησα τους στρατηγούς στο θάνατο. Όμως δεν τους κατηγόρησα πρώτος εγώ αλλά εκείνοι ισχυρίστηκαν ότι, ενώ με πρόσταξαν, δεν περιμάζεψα τ' άμοιρα θύματα της ναυμαχίας της Λέσβου. Εγώ, αφού απολογήθηκα ότι με την τρικυμία δε μπορούσε ούτε να βγει καράβι στη θάλασσα κι ούτε να περισυλλέγουν οι ναυαγοί, έπεισα την πόλη, ενώ εκείνοι κατηγόρησαν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Γιατί ενώ, καθώς έλεγαν, μπορούσαν να σωθούν οι άνθρωποι, εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς τους να πεθάνουν. Δεν απορώ, βέβαια, με την ανακρίβεια του Κριτία γιατί, όταν έγιναν αυτά, συνέβαινε να μη βρίσκεται εδώ αλλά στη Θεσσαλία, όπου μαζί με τον Προμηθέα … οργάνωσε δημοκρατία και εξόπλιζε τους φτωχούς αγρότες εναντίον των αφεντάδων. Ας ευχηθούμε να μη γίνει εδώ τίποτα απ' όσα έκανε αυτός εκεί. Σ' ένα πράγμα συμφωνώ κι εγώ μαζί του, αν δηλαδή κάποιος θέλει να σας αφαιρέσει την εξουσία και δυναμώνει όσους συνωμοτούν εναντίον σας, πρέπει να τιμωρηθεί με τον πιο αυστηρό τρόπο. Ποιος είναι όμως αυτός που κάνει αυτά, θα το κρίνατε καλύτερα, νομίζω, αν εξετάσετε την περασμένη και την τωρινή πολιτική συμπεριφορά του καθενός από μας. Μέχρι, λοιπόν να γίνετε εσείς βουλευτές και να αναδειχθούν οι αρχές και να δικαστούν οι αποδεδειγμένα συκοφάντες, βρεθήκαμε όλοι σύμφωνοι· από τότε όμως που άρχισαν αυτοί εδώ να συλλαμβάνουν έντιμους πολίτες, άρχισα κι εγώ να διαχωρίζω τη θέση μου. Ήξερα ασφαλώς ότι, αν θανατωνόταν ο Λέοντας ο Σαλαμίνιος, άνδρας που και ήταν και το έδειχνε ικανότατος και που δεν είχε κάνει καμιά παρανομία, οι όμοιοί του θα τρόμαζαν κι ότι ο τρόμος θα τους έκανε αντιπάλους αυτού του καθεστώτος. Το έβλεπα ότι, αν συλλαμβανόταν ο Νικήρατος του Νικία, πλούσιος άνθρωπος που ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν ποτέ υποστηρίξει τους δημοκρατικούς, οι όμοιοί του θα είχαν δυσμενείς διαθέσεις απέναντί μας. Αλλά και όταν εκτελέσαμε τον Αντιφώντα, που τον καιρό του πολέμου είχε εξοπλίσει μ' έξοδά του δύο ταχύπλοα πολεμικά, καταλάβαινα ότι θα γεννούσαμε καχυποψία σ' όλους που είχαν δείξει πατριωτικά αισθήματα. Αντέδρασα κι όταν είπαν ότι έπρεπε να συλλάβουμε ο καθένας από έναν μέτοικο, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι η εκτέλεσή τους θα έκανε όλους τους μετοίκους εχθρούς του πολιτεύματος. Διαφώνησα και τότε που αφόπλισαν το λαό, επειδή πίστευα ότι δεν έπρεπε να εξασθενήσουμε την πόλη. Ακόμα κι οι Λακεδαιμόνιοι, όταν μας έσωσαν, δεν φαντάζομαι να το έκαναν αυτό, με σκοπό να μείνουμε τόσο λίγοι που να μην είμαστε σε θέση να τους ωφελήσουμε σε τίποτα· γιατί ήταν στο χέρι τους, αν το ήθελαν, κανέναν να μην αφήσουν ζωντανό, αν μας πίεζαν λίγο καιρό ακόμα με την πείνα. Ούτε μου πολυάρεσε η πρόσληψη μισθοφόρων, αφού μπορούσαμε να στρατολογήσουμε από τους ίδιους τους πολίτες όσους είχαμε ανάγκη για να επιβληθούμε άνετα εμείς οι εξουσιαστές στους υπηκόους μας. Επειδή, πάλι, έβλεπα να πληθαίνουν μέσα στην πόλη οι αντίπαλοι αυτής της εξουσίας και να αβγατίζουν οι εξόριστοι, δεν το έβρισκα σωστό να εξορίζονται ούτε ο Θρασύβουλος ούτε ο Άνυτος ούτε ο Αλκιβιάδης, γιατί ήξερα ότι μ' αυτόν τον τρόπο θα δυνάμωνε η εχθρική παράταξη, αφού ο λαός θα αποκτούσε ικανούς ηγέτες κι οι επίδοξοι ηγέτες θα έβρισκαν πολλούς οπαδούς. Αυτός, λοιπόν, που δίνει στα φανερά τέτοιες συμβουλές, θα ήταν δίκαιο να θεωρηθεί φίλος ή προδότης; Τον εχθρό, Κριτία, δεν τον δυναμώνουν αυτοί που φροντίζουν να μην αυξάνονται οι αντίπαλοι ούτε αυτοί που υποδεικνύουν τρόπους πώς να αποκτά κάποιος περισσότερους συμμάχους, αλλά αυτοί που αποσπούν χρήματα με παράνομο τρόπο και σκοτώνουν αθώους, αυτοί είναι που πολλαπλασιάζουν τους αντιπάλους και προδίδουν όχι μονάχα τους φίλους τους αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους λόγω αισχροκέρδειας. Κι αν δε γίνεται κατανοητό με άλλο τρόπο ότι λέω την αλήθεια, σκεφτείτε και τούτο: τι φαντάζεστε ότι προτιμούν ο Θρασύβουλος κι ο Άνυτος κι οι άλλοι εξόριστοι, να ακολουθούμε δηλαδή την πολιτική που συμβουλεύω εγώ ή εκείνη που εφαρμόζουν αυτοί εδώ; Εγώ νομίζω ότι οι εξόριστοι πιστεύουν τώρα ότι έχουν παντού συμμάχους. Αν, όμως, ήταν με το μέρος μας τα πιο υγιά στοιχεία της πόλης, θα έκριναν ότι είναι δύσκολο ακόμη και να πατήσουν το πόδι σε κάποιο μέρος της πόλης μας.

Για όσα πάλι είπε, ότι δηλαδή εγώ ήμουν πάντα καιροσκόπος, προσέξτε και αυτά. Το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν, ως γνωστόν, κι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί, γιατί τους είχαν εξηγήσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι εμπιστεύονταν περισσότερο όλο το λαό παρά τους δημοκρατικούς. Επειδή εκείνοι από τη μια καθόλου δεν χαλάρωσαν, ενώ από την άλλη πλευρά έγινε φανερό ότι οι στρατηγοί που ήταν με τον Αριστοτέλη, το Μελάνθιο και τον Αρίσταρχο έχτιζαν πάνω στο ανάχωμα ένα οχυρό, όπου είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς και να γίνουν οι ίδιοι κι οι φίλοι τους κύριοι της πόλης, αν τα κατάλαβα αυτά και τους εμπόδισα, αυτό λέγεται προδοσία των φίλων; Ακόμη, με ονομάζει κόθορνο, επειδή τάχα προσπαθώ να ταιριάσω και με τι δύο πλευρές. Αλλά πώς, μα τους θεούς, πρέπει να ονομάζεται αυτός που δε χωράει ούτε στους μεν ούτε στους δε; Γιατί, εσύ τον καιρό της δημοκρατίας ήσουν ο χειρότερος εχθρός του λαού και τώρα με το αριστοκρατικό πολίτευμα έχεις γίνει ο χειρότερος εχθρός των τίμιων ανθρώπων. Εγώ, Κριτία, πάντα πολεμώ εκείνους που βρήκαν τη δημοκρατία τέλεια όσο δε μετείχαν στην εξουσία ακόμα κι οι δούλοι, ακόμα κι όσοι από φτώχεια θα πουλούσαν την πόλη για μια δραχμή, και στάθηκα, επίσης, πάντα αντίθετος και μ' εκείνους που βρίσκουν ότι δεν είναι τέλεια οργανωμένη η ολιγαρχία, όσο δεν έχει επιβληθεί στην πόλη η τυραννία λίγων ανθρώπων. Το να μετέχουν όμως στην κυβέρνηση κι όσοι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με τ' άλογα και τις ασπίδες τους, πάντα το θεωρούσα άριστη λύση κι ούτε και τώρα αλλάζω γνώμη. Κι αν μπορείς να πεις, Κριτία, κάποια περίπτωση, όπου με δημοκρατικούς ή με ολιγαρχικούς πολίτες αγωνίστηκα να στερήσω τους ευυπόληπτους πολίτες από τα πολιτικά τους δικαιώματα, πες την! Γιατί, αν βρεθεί ότι κάνω ή ότι έχω κάνει ποτέ κάτι τέτοιο, παραδέχομαι ότι, κι ανακόμη πάθω τα χειρότερα κακά, θα πέθαινα δίκαια».