Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Ο Λύσανδρος πολιόρκησε τους Σαμίους απ' όλες τις μεριές. Εκείνοι δεν ήθελαν στην αρχή να συνθηκολογήσουν, όταν όμως ο Λύσανδρος ετοιμάστηκε να κάνει έφοδο, συμφώνησαν να φύγουν οι ελεύθεροι πολίτες, παίρνοντας από ένα πανωφόρι ο καθένας κι αφήνοντας όλο τ' άλλο βιος τους· έτσι κι έγινε. Τότε ο Λύσανδρος παρέδωσε την πόλη, καθώς κι ό,τι υπήρχε μέσα, στους αλλοτινούς της κατοίκους και διόρισε δέκα άρχοντες να την επιτηρούν. Κατόπιν απέλυσε τις ναυτικές δυνάμεις των συμμάχων και τις έστειλε πίσω στις πατρίδες τους, ενώ ο ίδιος έκανε πανιά προς τη Λακεδαίμονα με τα λακωνικά πλοία. Μαζί του έπαιρνε τις φιγούρες πλώρης των καραβιών που είχε αιχμαλωτίσει, τα πολεμικά του Πειραιά εκτός από δώδεκα, τα στεφάνια που του είχαν χαρίσει ―προσωπικά δώρα από διάφορες πόλεις―, τετρακόσια εβδομήντα τάλαντα ασήμι (περίσσευμα των φόρων που του είχε παραχωρήσει ο Κύρος για τη διεξαγωγή του πολέμου) κι ό,τι άλλο είχε αποκτήσει στον πόλεμο. Όλ' αυτά τα παρέδωσε στη Λακεδαίμονα στο τέλος του καλοκαιριού. [Τότε τέλειωσε ο πόλεμος, που είχε κρατήσει είκοσι οχτώ χρόνια κι έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια του έφορος ήταν πρώτα ο Αινησίας: στον καιρό του άρχισε ο πόλεμος, δέκαπέντε χρόνια μετά την τριαντάχρονη ανακωχή που είχε ακολουθήσει την κατάκτηση της Εύβοιας. Ύστερα απ' αυτόν ήταν οι εξής: Βρασίδας, Ισάνωρ, Σωστρατίδας, Έξαρχος, Αγησίστρατος, Αγγενίδας, Ονομακλής, Ζεύξιππος, Πιτύας, Πλειστόλας, Κλεινόμαχος, Ίλαρχος, Λέων, Χαιρίλας, Πατησιάδας, Κλεοσθένης, Λυκάριος, Επήρατος, Ονομάντιος, Αλεξιππίδας, Μισγολαΐδας, Ισίας, Άρακος, Ευάρχιππος, Παντακλής, Πιτύας, Αρχύτας, Ένδιος· στον καιρό του τελευταίου είναι που ο Λύσανδρος έκανε όσα ειπώθηκαν και γύρισε στην πατρίδα του.]

Η εκλογή των Τριάντα έγινε αμέσως μετά την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών και των τειχών του Πειραιά. Ενώ όμως εντολή τους ήταν να συντάξουν ένα σύνταγμα που θα ρύθμιζε τον πολιτικό βίο, όλο ανέβαλλαν τη σύνταξη και τη δημοσίευσή του· στο μεταξύ συγκροτούσαν τη Βουλή και τις άλλες αρχές όπως ήθελαν αυτοί. Έπειτα άρχισαν να συλλαμβάνουν τους γνωστούς καταδότες, που τον καιρό της δημοκρατίας είχαν κάνει τη συκοφαντία επάγγελμα και ταλαιπωρούσαν την αριστοκρατική τάξη, και να τους παραπέμπουν για θανατική καταδίκη. Η Βουλή τους καταδίκαζε μ' ευχαρίστηση, και το πράγμα δεν δυσαρεστούσε καθόλου όσους ένιωθαν πως τίποτα κοινό δεν είχαν μ' αυτούς. Αργότερα ωστόσο άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για να επιβάλουν την ανεξέλεγκτη κυριαρχία τους στην πόλη. Το πρώτο βήμα ήταν να στείλουν στη Λακεδαίμονα τον Αισχίνη και τον Αριστοτέλη, για να πείσουν τον Λύσανδρο να ενεργήσει να τους δοθεί φρουρά ―που υπόσχονταν να συντηρούν αυτοί― «ώσπου να βγάλουν από τη μέση τα κακά στοιχεία και να οργανώσουν το καθεστώς». Εκείνος πείστηκε και φρόντισε να τους δώσουν τη φρουρά με τον Καλλίβιο για αρμοστή.

Μόλις οι Τριάντα πήραν τη φρουρά βάλθηκαν να καλοπιάνουν με κάθε τρόπο τον Καλλίβιο, για να εγκρίνει όλες τους τις πράξεις· αυτός πάλι τους έδινε στρατιώτες από τη φρουρά, που τους βοηθούσαν να συλλάβουν όποιους ήθελαν ― όχι πια «κακά στοιχεία» κι ασήμαντα πρόσωπα, αλλ' από δω και μπρος όποιον τους δημιουργούσε την υποψία ότι δεν θ' ανεχόταν τον παραγκωνισμό του κι ότι, αν δοκίμαζε ν' αντιδράσει, θα 'βρισκε πολλούς συμπαραστάτες.

Τον πρώτο καιρό ο Κριτίας κι ο Θηραμένης ήταν ομοϊδεάτες και φίλοι. Ο Κριτίας όμως ―που ανάμεσα στ' άλλα είχε εξοριστεί κιόλας από τους δημοκρατικούς― είχε διάθεση να σκοτώσει πολύν κόσμο, ενώ ο Θηραμένης εναντιωνόταν, λέγοντας ότι δεν ήταν λογικό να θανατώνουν ανθρώπους μόνο για τον λόγο ότι τους τιμούσε ο λαός, έστω κι αν δεν πείραζαν σε τίποτε την αριστοκρατική τάξη. «Στο κάτω κάτω», του 'λεγε, «κι εγώ κι εσύ έχουμε πει και κάνει πολλά για ν' αποκτήσουμε δημοτικότητα». Ο άλλος πάλι αποκρινόταν (γιατί φερόταν ακόμη φιλικά στον Θηραμένη) ότι όποιος θέλει να κυριαρχεί είναι υποχρεωμένος να βγάζει από τη μέση εκείνους που θα μπορούσαν να του σταθούν εμπόδιο: «Κι αν φαντάζεσαι ότι επειδή είμαστε τριάντα κι όχι ένας η εξουσία μας δεν χρειάζεται τόση φροντίδα όσο και μια προσωπική τυραννία, είσαι ανόητος».

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002. Ξενοφώντος Ελληνικά Α', Β', Γ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Στο μεταξύ οι κάτοικοι της Σάμου που πολιορκούνταν από το Λύσανδρο απ' όλες τις μεριές, επειδή, καθώς δεν ήθελαν στην αρχή να συνθηκολογήσουν, ο Λύσανδρος ετοιμαζόταν να επιτεθεί, συμφώνησαν να φύγει ο καθένας από τους ελεύθερους πολίτες παίρνοντας από ένα πανωφόρι και όλα τα άλλα πράγματα να τα παραδώσουν. Μ' αυτόν τον όρο άρχισαν να φεύγουν απ' την πόλη. Τότε ο Λύσανδρος παρέδωσε την πόλη και ό,τι υπήρχε μέσα στους πρώτους κατοίκους και, αφού διόρισε δέκα άρχοντες να την επιτηρούν, απέλυσε τις ναυτικές δυνάμεις των συμμάχων και τις έστειλε στις πατρίδες τους, ενώ ο ίδιος με τα λακωνικά πλοία απέπλευσε για τη Σπάρτη, παίρνοντας μαζί του τα διακοσμητικά της πλώρης των καραβιών που είχε αιχμαλωτίσει και τα πολεμικά του Πειραιά, εκτός από δώδεκα, και τα στεφάνια που του είχαν χαρίσει ως προσωπικά δώρα από διάφορες πόλεις και τετρακόσια εβδομήντα τάλαντα ασήμι, περίσσευμα των φόρων που του είχε παραχωρήσει ο Κύρος για τον πόλεμο και ό,τι άλλο είχε αποκτήσει στον πόλεμο. Όλα αυτά τα παρέδωσε στη Σπάρτη στο τέλος του καλοκαιριού, τότε που τελείωνε ο πόλεμος ύστερα από είκοσι οχτώ χρόνια κι έξι μήνες, κατά τη διάρκεια του οποίου πρώτος έφορος ήταν ο Αινησίας, στις μέρες του οποίου άρχισε ο πόλεμος, δεκαπέντε χρόνια μετά την τριαντάχρονη ανακωχή μετά την άλωση της Εύβοιας, και μετά απ' αυτόν οι εξής: Βρασίδας, Ισάνωρας, Σωστρατίδας, Έξαρχος, Αγησίστρατος, Αγγενίδας, 0νομακλής, Ζεύξιππος, Πιτύας, Πλειστόλας, Κλεινόμαχος, Ίλαρχος, Λέοντας, Χαιρίλας, Πατησιάδας, Κλεοσθένης, Λυκάριος, Επήρατος, Ονομάντιος, Αλεξιππίδας, Μισγολαΐδας, Ισίας, Άρακος, Ευάρχιππος, Παντακλής, Πιτύας, Αρχύτας, Εύδιος, στη θητεία του οποίου ο Λύσανδρος έκανε όσα ειπώθηκαν και γύρισε στην πατρίδα του.

Οι Τριάντα τύραννοι εκλέχτηκαν αμέσως μετά την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών και των τειχών του Πειραιά. Ενώ όμως είχαν εκλεγεί με τον όρο να συντάξουν νόμους, σύμφωνα με τους οποίους θα κυβερνούσαν, όλο ανέβαλλαν τη σύνταξη και τη δημοσίευσή του, αλλά συγκροτούσαν τη Βουλή και τις άλλες αρχές, όπως ήθελαν αυτοί. Έπειτα, άρχισαν να συλλαμβάνουν τους γνωστούς προδότες που τον καιρό της δημοκρατίας ζούσαν από τη συκοφαντία και ταλαιπωρούσαν τους καλούς και έντιμους πολίτες και να τους παραπέμπουν για θανατική καταδίκη· κι η Βουλή τους καταδίκαζε με ευχαρίστηση και όσοι ένιωθαν πως τίποτα κοινό δεν είχαν μ' αυτούς δεν δυσανασχετούσαν αρχικά καθόλου. Όταν, όμως, άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για να επιβάλουν την ανεξέλεγκτη κυριαρχία τους στην πόλη, αρχικά, αφού έστειλαν στη Σπάρτη τον Αισχίνη και τον Αριστοτέλη, έπεισαν το Λύσανδρο να ενεργήσει να τους σταλεί φρουρά, ώσπου να βγάλουν από τη μέση τους αντιδραστικούς πολίτες και να επιβάλουν το καθεστώς. Υπόσχονταν μάλιστα ότι θα τους συντηρούν αυτοί. Εκείνος πείστηκε και φρόντισε να τους σταλεί φρουρά με τον Καλλίβιο ως αρμοστή. Μόλις οι Τριάντα εξασφάλισαν τη φρουρά, άρχισαν να καλοπιάνουν με κάθε τρόπο τον Καλλίβιο για να εγκρίνει όλες τις πράξεις τους και με τους στρατιώτες από τη φρουρά που τους έστελνε συνελάμβαναν όποιους ήθελαν, όχι πια τους φαύλους και τους ασήμαντους αλλά όποιους έδιναν την εντύπωση ότι δε θα ανέχονταν παραγκωνισμό τους και ότι, αν δοκίμαζαν να αντιδράσουν, θα έβρισκαν πολλούς συμπαραστάτες.

Τον πρώτο καιρό ο Κριτίας κι ο Θηραμένης ήταν ομοϊδεάτες και φίλοι. Ο Κριτίας, μάλιστα, έδειχνε φανερά την πρόθεση να σκοτώσει πολύ κόσμο, γιατί είχε κάνει και εξορία (διωγμένος) από τους δημοκρατικούς, ενώ ο Θηραμένης εναντιωνόταν, λέγοντας ότι δεν ήταν λογικό να σκοτώνουν ανθρώπους, μόνο και μόνο διότι τους τιμούσε ο λαός, και δεν πείραζε καθόλου τους καλούς και φιλήσυχους πολίτες. «Γιατί και εγώ και εσύ», «έχουμε πει και κάνει πολλά για να γίνουμε αρεστοί στην πόλη» έλεγε. Ο άλλος πάλι, γιατί φερόταν ακόμη φιλικά στο Θηραμένη, απαντούσε ότι, όποιος θέλει να κυριαρχεί, δεν επιτρέπεται να μην βγάζει από τη μέση εκείνους που θα μπορούσαν να του σταθούν εμπόδιο. «Κι αν φαντάζεσαι ότι, επειδή είμαστε τριάντα κι όχι ένας, η εξουσία μας δεν χρειάζεται τόση φροντίδα όσο και μια προσωπική τυραννία, είσαι αφελής».