Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Στο μεταξύ οι Αθηναίοι, έχοντας τη Σάμο για ορμητήριο, λεηλατούσαν τα εδάφη του Βασιλέως, έκαναν επιδρομές στη Χίο και στην Έφεσο κι ετοιμάζονταν για ναυμαχία· εκλέξαν και καινούργιους στρατηγούς ―κοντά σ' αυτούς που είχαν κιόλας― τον Μένανδρο, τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο.

Ο Λύσανδρος έκανε πανιά από τη Ρόδο, παραπλέοντας την Ιωνία, προς τον Ελλήσποντο· στόχος του ήταν το πέρασμα των εμπορικών πλοίων κι οι πόλεις που είχαν αποστατήσει από τους Λακεδαιμονίους. Ξεκίνησαν κι οι Αθηναίοι περνώντας από τ' ανοιχτά της Χίου, επειδή οι ασιατικές ακτές ήταν στα χέρια του εχθρού. Από την Άβυδο ο Λύσανδρος έβαλε πλώρη, ακολουθώντας την παραλία, για τη Λάμψακο, που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων· οι Αβυδηνοί κι οι άλλοι σύμμαχοι ακολουθούσαν από τη στεριά, μ' αρχηγό τον Θώρακα τον Λακεδαιμόνιο. Έκαναν επίθεση στην πόλη, την κατέλαβαν μ' έφοδο και καθώς ήταν πλούσια ― γεμάτη τροφές, κρασί κι άλλες προμήθειες οι στρατιώτες τη λεηλάτησαν· τους πολίτες ωστόσο τους άφησε ο Λύσανδρος όλους ελεύθερους.

Οι Αθηναίοι, που τους ακολουθούσαν από κοντά, αγκυροβόλησαν στην Ελαιούντα της Χερσονήσου μ' εκατόν ογδόντα πλοία. Την ώρα που έτρωγαν εκεί για μεσημέρι έμαθαν τα νέα για τη Λάμψακο· αμέσως ξεκίνησαν για τη Σηστό, όπου εφοδιάστηκαν με τροφές, κι από κει πήγαν στους Αιγός Ποταμούς, αντίκρυ στη Λάμψακο ― εκεί που ο Ελλήσποντος έχει πλάτος κάπου δεκαπέντε στάδια. Τ' άλλο πρωί με τα χαράματα ο Λύσανδρος έδωσε παράγγελμα στα πληρώματα να φάνε και να επιβιβαστούν· αφού έκαναν όμως όλες τις προετοιμασίες για ναυμαχία και σήκωσαν τις λινάτσες στα πλευρά των πλοίων, πρόσταξε να μην κουνηθεί κανένα από τη θέση του μήτε ν' ανοιχτεί. Με την ανατολή του ήλιου οι Αθηναίοι παρατάχτηκαν κατά μέτωπο έξω από το λιμάνι, έτοιμοι για ναυμαχία· όταν ωστόσο πέρασε η μέρα δίχως ο Λύσανδρος να βγει να τους απαντήσει, επέστρεψαν στους Αιγός Ποταμούς. Τότε ο Λύσανδρος πρόσταξε τα γοργότερα καράβια του ν' ακολουθήσουν τους Αθηναίους, να παρατηρήσουν τι θα κάνουν μετά την αποβίβασή τους και να γυρίσουν να του αναφέρουν. Στο μεταξύ, ώσπου να επιστρέψουν αυτά, δεν έβγαλε τα πληρώματα από τα πλοία.

Τέσσερις μέρες ακολούθησε αυτή την τακτική, και κάθε φορά οι Αθηναίοι έβγαζαν τον στόλο τους στο πέλαγο. Ο Αλκιβιάδης ωστόσο έβλεπε από τον πύργο του τους Αθηναίους αραγμένους σ' ανοιχτή ακρογιαλιά, μακριά από πόλη, κι αναγκασμένους ν' ανεφοδιάζονται από τη Σηστό που απείχε δεκαπέντε στάδια ― ενώ ο εχθρός ναυλοχούσε σε λιμάνι, κοντά σε πόλη, και δεν του 'λειπε τίποτα. Είπε λοιπόν στους Αθηναίους ότι δεν είχαν αγκυροβολήσει σε κατάλληλο μέρος και τους συμβούλεψε να μεταφερθούν στη Σηστό, όπου θα 'χαν λιμάνι και πόλη: «Από κει», τους είπε, «μπορείτε να ναυμαχήσετε όποτε θελήσετε». Οι στρατηγοί όμως ―και ιδίως ο Τυδεύς κι ο Μένανδρος― τον έδιωξαν λέγοντας ότι τη διοίκηση είχαν τώρα αυτοί κι όχι εκείνος. Κι ο Αλκιβιάδης έφυγε.

Την πέμπτη μέρα που παρουσιάστηκαν οι Αθηναίοι, ο Λύσανδρος έδωσε διαταγές σ' εκείνους που έστελνε ξοπίσω τους: μόλις τους έβλεπαν ν' αποβιβάζονται και να σκορπίζουν στη Χερσόνησο (πράγμα που οι Αθηναίοι έκαναν κάθε μέρα κυρίως επειδή αναγκάζονταν ν' αγοράζουν τροφές από μακριά, αλλά κι επειδή περιφρονούσαν τον Λύσανδρο που δεν έβγαινε να τους αντιμετωπίσει), να γυρίσουν πίσω και στα μισά της διαδρομής να σηκώσουν ψηλά μιαν ασπίδα.

Οι διαταγές του εκτελέστηκαν. Τότε ο Λύσανδρος έδωσε αμέσως παράγγελμα να ξεκινήσει ο στόλος με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα· ο Θώραξ ακολουθούσε κι αυτός, με το πεζικό. Όταν ο Κόνων είδε τον εχθρό να πλησιάζει, παρήγγειλε να τρέξουν αμέσως όλοι στα καράβια. Καθώς όμως είχαν σκορπίσει τα πληρώματα, άλλα πλοία βρέθηκαν με δυο σειρές κωπηλάτες μονάχα, άλλα με μία κι άλλα αδειανά. Το πλοίο του Κόνωνος κι άλλα εφτά κοντινά του, που βρέθηκαν επανδρωμένα, βγήκαν όλα μαζί στ' ανοιχτά με την «Πάραλο»· όλα τ' άλλα έμειναν στον γιαλό κι έπεσαν στα χέρια του Λυσάνδρου. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού αιχμαλωτίστηκε στη στεριά, αν και μερικοί βρήκαν καταφύγιο στα οχυρώματα.

Καθώς έφευγε με τα εννιά πλοία του, ο Κόνων κατάλαβε πως η Αθήνα ήταν χαμένη. Αποβιβάστηκε λοιπόν στην Αβαρνίδα, το ακρωτήρι της Λαμψάκου, και πήρε τα μεγάλα πανιά των πλοίων του Λυσάνδρου που βρίσκονταν εκεί· ύστερα ο ίδιος με οχτώ πλοία έβαλε πλώρη για την Κύπρο, στον βασιλιά Ευαγόρα, κι η «Πάραλος» για την Αθήνα, ν' αναγγείλει τα γεγονότα.

Στο μεταξύ ο Λύσανδρος οδήγησε τα πλοία, τους αιχμαλώτους (ανάμεσα σ' αυτούς ήταν ο Φιλοκλής, ο Αδείμαντος κι άλλοι στρατηγοί) και τ' άλλα λάφυρα στη Λάμψακο. Την ίδια μέρα της νίκης του εξάλλου έστειλε τον Θεόπομπο τον Μιλήσιο, τον κουρσάρο, ν' αναγγείλει τα γεγονότα στη Λακεδαίμονα· αυτός έφτασε εκεί τη μεθεπόμενη μέρα κι έδωσε αναφορά. Έπειτα ο Λύσανδρος συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους είπε να συσκεφθούν για την τύχη των αιχμαλώτων. Τότε κατηγορήθηκαν για πολλά οι Αθηναίοι: για εγκλήματα που είχαν κάνει και γι' άλλα που είχε ψηφίσει η Συνέλευσή τους να κάνουν αν κέρδιζαν τη ναυμαχία ― να κόψουν το δεξί χέρι σ' όλους τους αιχμαλώτους. Τους κατηγόρησαν κι ότι είχαν ρίξει στη θάλασσα ολόκληρο το πλήρωμα των πολεμικών που 'χαν πέσει στα χέρια τους, ενός ανδριώτικου κι ενός κορινθιακού· ο Φιλοκλής ήταν ο Αθηναίος στρατηγός που τους εξόντωσε. Ειπώθηκαν κι άλλα πολλά, κι αποφασίστηκε να εκτελέσουν όσους αιχμαλώτους ήταν Αθηναίοι εκτός από τον Αδείμαντο (αυτός μονάχος, στη Συνέλευση, είχε εναντιωθεί στο κόψιμο των χεριών ― μερικοί μάλιστα τον κατηγόρησαν ότι προδίδει τον στόλο).

Ο Λύσανδρος ρώτησε πρώτο τον Φιλοκλή ποια τιμωρία του άξιζε ―αυτού, που πρώτος παραβίασε τους νόμους του πολέμου ανάμεσα στους Έλληνες― και κατόπιν τον έσφαξε.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002. Ξενοφώντος Ελληνικά Α', Β', Γ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Οι Αθηναίοι, με ορμητήριο τη Σάμο, λεηλατούσαν τη χώρα του Πέρση βασιλιά και βάδιζαν με τα πλοία τους εναντίον της Χίου και της Εφέσου και ετοιμάζονταν για ναυμαχία και εξέλεξαν νέους στρατηγούς επιπλέον από αυτούς που είχαν, το Μένανδρο δηλαδή και τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο. Κι ο Λύσανδρος, ξεκινώντας από τη Ρόδο, δίπλα από τα παράλια της Ιωνίας, εκπλέει προς τον Ελλήσποντο, για να αντιμετωπίσει τα πλοία των Αθηναίων και τις πόλεις που είχαν αποστατήσει απ' τη συμμαχία τους. Κι είχαν βγει από τη Χίο στα ανοιχτά της θάλασσας και οι Αθηναίοι. Γιατί η Ασία ήταν εχθρική γι' αυτούς. Ο Λύσανδρος, λοιπόν, από την Άβυδο κατευθυνόταν προς τη Λάμψακο, που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων. Οι Αβυδηνοί και οι άλλοι ακολουθούσαν από τη στεριά. Αρχηγός τους ήταν ο Θώρακας ο Λακεδαιμόνιος. Και, αφού επιτέθηκαν εναντίον της πόλης, την κυριεύουν με έφοδο και οι στρατιώτες τη λεηλάτησαν, καθώς ήταν πλούσια και γεμάτη με κρασί, σιτάρι και άλλα εφόδια. Όλους τους πολίτες ο Λύσανδρος δεν τους πείραξε.

Οι Αθηναίοι, που τους ακολουθούσαν από κοντά, αγκυροβόλησαν στον Ελαιούντα της Χερσονήσου με εκατόν ογδόντα πλοία. Την ώρα που αυτοί έτρωγαν εκεί για μεσημέρι, τους ανακοινώνονται τα σχετικά με την πτώση της Λαμψάκου και αμέσως ξανοίχτηκαν στο πέλαγος κατευθυνόμενοι προς τη Σηστό. Αφού εφοδιάστηκαν με τρόφιμα, αμέσως αποκεί έπλευσαν για τους Αιγός ποταμούς, απέναντι από τη Λάμψακο. Ο Ελλήσποντος σ' αυτό το σημείο είχε πλάτος περίπου δεκαπέντε στάδια. Εκεί, ετοιμάζονταν για δείπνο.

Την επόμενη νύχτα ο Λύσανδρος, αμέσως μόλις ξημέρωσε, έδωσε το σύνθημα, αφού φάνε, αμέσως να επιβιβαστούν στα καράβια και, αφού τακτοποίησε τα πάντα για επικείμενη ναυμαχία και αφού τοποθέτησε στα πλάγια των πλοίων προστατευτικά παραπετάσματα, προειδοποίησε να μην απομακρυνθεί κανείς από την παράταξή του ούτε να ξανοιχθεί στο πέλαγος. Παράλληλα, οι Αθηναίοι με την ανατολή του ηλίου παρατάχτηκαν στο λιμάνι κατά μέτωπο, όπως για ναυμαχία. Επειδή, μάλιστα, δε βγήκε κι ο Λύσανδρος για να τους αντιμετωπίσει, ήταν και περασμένη η ώρα, γύρισαν πάλι στους Αιγός ποταμούς. Ο Λύσανδρος διέταξε τα ταχύτερα από τα πλοία του να ακολουθήσουν τους Αθηναίους και, μόλις αποβιβαστούν αυτοί, αφού τους κατασκοπεύσουν για ό,τι κάνουν, να επιστρέψουν και να τον ενημερώσουν. Και δεν αποβίβασε τα πληρώματα των πλοίων του, παρά αφού επέστρεψαν αυτά (τα ταχύπλοια πλοία του). Αυτό το έκανε για τέσσερις συνεχόμενες μέρες. Και οι Αθηναίοι ξανοίγονταν καθημερινά στο πέλαγος και επέστρεφαν στη βάση τους.

Ο Αλκιβιάδης, επειδή έβλεπε από τα τείχη ότι οι Αθηναίοι αγκυροβολούσαν στα ανοιχτά και μακριά από οποιαδήποτε πόλη και να προμηθεύονται τα τρόφιμα από τη Σηστό, που απείχε από τα πλοία τους περίπου δεκαπέντε στάδια, ενώ οι εχθροί ήταν μέσα σε λιμάνι και σε πόλη διαθέτοντας τα πάντα, τους γνωστοποίησε ότι δεν έχουν καλό αραξοβόλι και τους συμβούλευσε να μετακομίσουν κοντά στο λιμάνι και στην πόλη. «Αποκεί», είπε, «όταν θελήσετε, θα ναυμαχήσετε». Οι Αθηναίοι στρατηγοί, περισσότερο ο Τυδέας και ο Μένανδρος, τον διέταξαν να φύγει, γιατί, τώρα ήταν στρατηγοί αυτοί κι όχι εκείνος· κι αυτός πράγματι έφυγε. Ο Λύσανδρος την πέμπτη μέρα της εξόδου των Αθηναίων διέταξε αυτούς που τους ακολουθούσαν, όταν τους δουν να αποβιβάζονται και να διασκορπίζονται στη Χερσόνησο, πράγμα που έκαναν σχεδόν καθημερινά, γιατί προμηθεύονταν τα τρόφιμα από μακριά και δε λογάριαζαν το Λύσανδρο, αφού δεν έβγαινε στο πέλαγος να τους αντιμετωπίσει, να επιστρέψουν αμέσως κοντά του και να σηκώνουν για σύνθημα μια ασπίδα στο μέσο της απόστασης μεταξύ τους. Αυτοί έκαναν αυτά, όπως διατάχτηκαν. Τότε ο Λύσανδρος διέταξε αμέσως να επιτεθούν από τη θάλασσα. Κι ακολουθούσε και ο Θώρακας απ' τη στεριά με το πεζικό. Μόλις ο Κόνωνας είδε την επιθετική κίνηση, διέταξε τους ναύτες να τρέξουν αμέσως στα πλοία. Επειδή όμως οι ναύτες ήταν διασκορπισμένοι εδώ κι εκεί, άλλες από τις τριήρεις βρέθηκαν με δύο σειρές κωπηλάτες, άλλες με μια σειρά κι άλλες τελείως άδειες· μόνο η τριήρης του Κόνωνα και άλλες εφτά τριγύρω του με τα πληρώματα στη θέση τους ξανοίχτηκαν στο πέλαγος καθώς και η Πάραλος, ενώ όλα τα άλλα τα έπιασε ο Λύσανδρος στην ακτή. Τους περισσότερους ναύτες τους έπιασε στη στεριά. Μερικοί πρόλαβαν να φύγουν στα κοντινά μικρά οχυρά. Ο Κόνωνας, απομακρυνόμενος με τα εννέα πλοία, όταν διαπίστωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν καταστραφεί, αφού προσορμίστηκε στην Αβαρνίδα, ακρωτήριο της Λαμψάκου, άρπαξε αποκεί τα μεγάλα πανιά των πλοίων του Λυσάνδρου και ο ίδιος με οχτώ πλοία απέπλευσε στον Ευαγόρα της Κύπρου, ενώ η Πάραλος απέπλευσε για την Αθήνα, για να αναγγείλει τη συμφορά.

Ο Λύσανδρος μετέφερε στη Λάμψακο τα πλοία και τους αιχμαλώτους και όλα τα υπόλοιπα και έπιασε από τους στρατηγούς και άλλους και το Φιλοκλή και τον Αδείμαντο· την ίδια μέρα που πέτυχε όλα αυτά έστειλε στη Σπάρτη το Μιλήσιο πειρατή Θεόπομπο, για να ανακοινώσει τα γεγονότα, που έφτασε σε τρεις μέρες και τα ανακοίνωσε. Ύστερα, ο Λύσανδρος συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους πρότρεπε να αποφασίσουν για την τύχη των αιχμαλώτων. Εδώ ακούστηκαν πολλά σε βάρος των Αθηναίων, και για όσες παρανομίες είχαν διαπράξει και για όσες σκόπευαν με ψήφισμα να κάνουν, αν επικρατούσαν στη ναυμαχία, να κόψουν δηλαδή το δεξί χέρι όλων των αιχμαλώτων, και για το ότι συνέλαβαν δυο πλοία, ένα Κορινθιακό κι ένα από την Άνδρο, και όλους τους ναύτες αυτών τους έπνιξαν στη θάλασσα· κι ήταν ο Φιλοκλής, ο στρατηγός των Αθηναίων, που τους σκότωσε. Ακούστηκαν και άλλα πολλά και αποφάσισαν να σκοτώσουν όσους από τους αιχμαλώτους ήταν Αθηναίοι, εκτός από τον Αδείμαντο που ήταν ο μόνος αντίθετος στην εκκλησία του δήμου για το ψήφισμα να κόψουν τα χέρια (των αιχμαλώτων). Μάλιστα, κατηγορήθηκε από κάποιους ότι πρόδωσε το στόλο. Ο Λύσανδρος, αφού πρώτα ρώτησε το Φιλοκλή που έπνιξε τους Ανδρίους και Κορίνθιους ναύτες, ποια τιμωρία του αξίζει, καθώς πρώτος έκανε την αρχή των παρανομιών σε βάρος των Ελλήνων, τον έσφαξε.