Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

O Αλκιβιάδης, που ήθελε να γυρίσει στην Αθήνα μαζί με τον στρατό, πήγε αμέσως στη Σάμο, απ' όπου ξεκίνησε με είκοσι πλοία για τον Κεραμικό κόλπο της Καρίας. Εκεί συγκέντρωσε εκατό τάλαντα κι έπειτα επέστρεψε στη Σάμο. Ο Θρασύβουλος, από τη μεριά του, έκανε πανιά με τριάντα καράβια για τη Θράκη, όπου υπόταξε ―μαζί μ' άλλες περιοχές που 'χαν μεταπηδήσει στους Λακεδαιμονίους― και τη Θάσο που βρισκόταν σε κακά χάλια από τους πολέμους, τις επαναστάσεις και την πείνα. Ο Θράσυλλος πάλι έβαλε πλώρη με τον υπόλοιπο στρατό για την Αθήνα· πριν ακόμα φτάσει, ωστόσο, οι Αθηναίοι εκλέξαν στρατηγούς τον εξόριστο Αλκιβιάδη, τον Θρασύβουλο που έλειπε και τρίτο ―από κείνους που βρίσκονταν στην πόλη― τον Κόνωνα. Ο Αλκιβιάδης πήρε μαζί του χρήματα και πήγε με είκοσι πλοία από τη Σάμο στην Πάρο· από κει τράβηξε ίσια για το Γύθειο, με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες για τα τριάντα πολεμικά που είχε μάθει ότι ναυπηγούσαν εκεί οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά και για τις διαθέσεις των Αθηναίων στο ζήτημα της επιστροφής του. Βλέποντας ότι τούτες ήταν ευνοϊκές, ότι τον είχαν εκλέξει στρατηγό κι ότι οι φίλοι του τού μηνούσαν ιδιωτικά να γυρίσει, μπήκε στον Πειραιά τη μέρα που η πόλη γιόρταζε τα Πλυντήρια και που το άγαλμα της Αθηνάς ήταν ολόκληρο σκεπασμένο· μερικοί το θεώρησαν κακό σημάδι και για τον ίδιο και για την πόλη, επειδή κανένας Αθηναίος δεν θα τολμούσε να καταπιαστεί, τέτοια μέρα, με σπουδαία υπόθεση.

Την ώρα που έμπαινε στο λιμάνι, ο κοσμάκης του Πειραιά και της Αθήνας μαζεύτηκε κοντά στο πλοίο, όλος θαυμασμό και περιέργεια ν' αντικρίσει τον Αλκιβιάδη. Άλλοι έλεγαν πως ήταν ο καλύτερος πολίτης της Αθήνας κι ο μόνος που είχε εξοριστεί άδικα, εξαιτίας των ραδιουργιών ανθρώπων που δεν είχαν ούτε τη δική του ικανότητα ούτε την ευγλωττία ― αυτών που στην πολιτική φρόντιζαν τα δικά τους συμφέροντα, εκείνος όμως πάντοτε υπηρετούσε το σύνολο μ' όλες τις δυνάμεις τις δικές του και της πόλης· κι ενώ τότε εκείνος, ευθύς ως κατηγορήθηκε γι' ασέβεια προς τα Μυστήρια, ζήτησε να δικαστεί αμέσως ―πράγμα που φαινόταν δίκαιο― αυτό οι εχθροί του το ανέβαλαν και διάλεξαν τον καιρό που έλειπε για να τον στερήσουν από την πατρίδα του· αυτό το διάστημα αναγκάστηκε ―αιχμάλωτος των περιστάσεων― να κολακεύει τους χειρότερούς του εχθρούς, διακινδυνεύοντας κάθε μέρα τη ζωή του· κι ενώ έβλεπε τους πιο αγαπητούς του συμπολίτες και συγγενείς κι ολόκληρη την πόλη να κάνουν λάθη, εξόριστος καθώς ήταν δεν είχε τρόπο να τους βοηθήσει· άλλωστε, δήλωναν, άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν έχουν ανάγκη από επαναστάσεις και πολιτειακές μεταβολές· το δημοκρατικό πολίτευμα του εξασφαλίζει υπεροχή πάνω στους συνομηλίκους του κι ισοτιμία με τους γεροντότερους, ενώ απ' την άλλη δείχνει τους εχθρούς του όμοιους ακριβώς μ' αυτό που ήταν και πριν ― άνθρωποι οι οποίοι μόλις τους δόθηκε η ευκαιρία εξόντωσαν τους καλύτερους πολίτες, και που μια κι έμειναν μονάχοι ο κόσμος αρκέστηκε σ' αυτούς μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχαν άλλοι καλύτεροι. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν ο μόνος υπαίτιος για όλα τα κακά που τους είχαν συμβεί στο παρελθόν, κι ήταν πιθανό να προκαλέσει αυτός μονάχος του κι όλες τις μελλοντικές καταστροφές που θα απειλούσαν την πόλη.

Ο Αλκιβιάδης ωστόσο, κι όταν το πλοίο του αγκυροβόλησε, δεν έβγαινε αμέσως στη στεριά γιατί φοβόταν τους εχθρούς του. Όρθιος στο κατάστρωμα, προσπαθούσε να δει αν είχαν έρθει οι φίλοι του. Μόνο σαν είδε τον ξάδερφό του Ευρυπτόλεμο του Πεισιάνακτος και τους άλλους συγγενείς του, και μαζί και τους φίλους του, βγήκε στη στεριά κι ανέβηκε στην Αθήνα με συνοδεία έτοιμη να τον προστατέψει από κάθε ενόχληση. Στη Βουλή και στη Συνέλευση του λαού απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε ασεβήσει κι ότι αδικήθηκε· ειπώθηκαν κι άλλα παρόμοια χωρίς κανένας ν' αντιμιλήσει, γιατί δεν θα το ανεχόταν η Συνέλευση. Τέλος τον ονόμασαν αρχιστράτηγο μ' ευρύτατη εξουσία, πιστεύοντας πως ήταν ικανός ν' αποκαταστήσει την πρωτινή δύναμη της πόλης. Πρώτη πράξη του Αλκιβιάδη στάθηκε, ενώ οι Αθηναίοι συνήθιζαν να στέλνουν την πομπή των Μυστηρίων από τη θάλασσα εξαιτίας του πολέμου, να την οδηγήσει από τη στεριά βγάζοντας όλο τον στρατό να τη συνοδεύσει.

Μετά απ' αυτά οργάνωσε εκστρατευτικό σώμα από χίλιους πεντακόσιους οπλίτες, εκατόν πενήντα ιππείς κι εκατό πλοία, και τρεις μήνες ύστερα από τον γυρισμό του έκανε πανιά για την Άνδρο που είχε αποστατήσει από την Αθήνα. Μαζί του έστειλαν τον Αριστοκράτη και τον Αδείμαντο του Λευκολοφίδη, που είχαν εκλεγεί στρατηγοί για τις δυνάμεις ξηράς. Ο Αλκιβιάδης αποβίβασε τον στρατό στο Γαύριο της Άνδρου. Όταν οι Ανδριώτες βγήκαν να τους επιτεθούν, νικήθηκαν κι αποκλείστηκαν μέσα στην πόλη· σκοτώθηκαν και μερικοί απ' αυτούς ―όχι πολλοί― καθώς κι οι Λάκωνες που βρίσκονταν εκεί. Ο Αλκιβιάδης έστησε τρόπαιο κι έμεινε λίγες μέρες στην Άνδρο· κατόπιν πήγε στη Σάμο, χρησιμοποιώντας τη σαν ορμητήριο για τις πολεμικές του επιχειρήσεις.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002. Ξενοφώντος Ελληνικά Α', Β', Γ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Ο Αλκιβιάδης, που ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα μαζί με το στρατό, ξανοίχτηκε αμέσως για τη Σάμο. Αποκεί ξεκίνησε με είκοσι πλοία για τον Κεραμικό κόλπο της Καρίας. Αποκεί, αφού συγκέντρωσε εκατό τάλαντα, επέστρεψε στη Σάμο. Ο Θρασύβουλος, πάλι, με τριάντα καράβια έφυγε για τη Θράκη, όπου υπόταξε, μαζί με άλλες περιοχές που είχαν επαναστατήσει προς στους Λακεδαιμονίους, και τη Θάσο, που υπόφερε άσχημα από τους πολέμους, τις επαναστάσεις και την πείνα. Ο Θράσυλλος πάλι ξεκίνησε με τον υπόλοιπο στρατό για την Αθήνα. Πριν ακόμα φτάσει, οι Αθηναίοι εξέλεξαν στρατηγούς τον εξόριστο Αλκιβιάδη, τον απόντα Θρασύβουλο και τρίτο τον Κόνωνα, από κείνους που βρίσκονταν στην πόλη. Ο Αλκιβιάδης, έχοντας τα χρήματα κατέπλευσε με είκοσι πλοία από τη Σάμο στην Πάρο κι αποκεί ξανοίχτηκε ίσα για το Γύθειο, με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες για τα τριάντα πολεμικά που είχε μάθει ότι ναυπηγούσαν εκεί οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά και για να διερευνήσει πώς ήταν οι διαθέσεις των Αθηναίων για το ενδεχόμενο της επιστροφής του στην πατρίδα από την εξορία. Βλέποντας ότι η πόλη ήταν ευνοϊκή και ότι τον είχαν εκλέξει στρατηγό κι ότι οι φίλοι του τον καλούσαν ιδιωτικά να γυρίσει, μπήκε στον Πειραιά τη μέρα που η πόλη γιόρταζε τα Πλυντήρια και που το άγαλμα της Αθηνάς ήταν ολόκληρο σκεπασμένο, πράγμα που για μερικούς προοιώνιζε κακό σημάδι και για τον ίδιο και για την πόλη. Γιατί, κανένας Αθηναίος δε θα τολμούσε να καταπιαστεί τέτοια μέρα με κανένα σπουδαίο έργο.

Την ώρα που έμπαινε ο Αλκιβιάδης στο λιμάνι, ο κόσμος από τον Πειραιά και την Αθήνα μαζεύτηκε κοντά στα πλοία γεμάτος θαυμασμό και περιέργεια να δει τον Αλκιβιάδη, άλλοι λέγοντας ότι ήταν ο καλύτερος πολίτης της Αθήνας κι ο μόνος που υποστήριξε ότι είχε εξοριστεί άδικα, πέφτοντας θύμα των ραδιουργιών ανθρώπων που δεν είχαν τη δική του ικανότητα και μιλούσαν δημόσια πολύ κατώτερα από αυτόν και που στην πολιτική φρόντιζαν περισσότερο τα δικά τους συμφέροντα, ενώ εκείνος πάντοτε εξυπηρετούσε το κοινό συμφέρον μ' όλες τις δυνάμεις, τις δικές του και της πόλης. Κι ενώ τότε εκείνος, αμέσως μόλις κατηγορήθηκε για ασέβεια προς τα ελευσίνια μυστήρια, ζήτησε να δικαστεί, οι εχθροί του παραβαίνοντας κάθε έννοια δικαίου ανέλαβαν να του στερήσουν την πατρίδα του, ενώ ήταν απών. Αυτό το διάστημα αναγκάστηκε εγκλωβισμένος να υπηρετεί τους χειρότερούς του εχθρούς, διακινδυνεύοντας κάθε μέρα να χαθεί. Κι ενώ έβλεπε τους πιο αγαπητούς του συμπολίτες και συγγενείς κι ολόκληρη την πόλη να κάνουν λάθη, καθώς ήταν εξόριστος δεν ήξερε πώς να τους βοηθήσει· εξάλλου, δήλωναν ότι άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν έχουν ανάγκη από πολιτειακές μεταβολές και επαναστάσεις. Γιατί, το δημοκρατικό πολίτευμα του δίνει το δικαίωμα υπεροχής πάνω στους συνομηλίκους του κι ισοτιμίας με τους γεροντότερους, ενώ παράλληλα δείχνει τους εχθρούς του όμοιους ακριβώς μ' αυτό που ήταν και πριν, άνθρωποι δηλαδή που μόλις απόκτησαν εξουσία εξόντωσαν τους καλύτερους πολίτες και, αφού έμειναν, ύστερα αγαπήθηκαν από το λαό, επειδή δεν υπήρχαν άλλοι καλύτεροί τους. Άλλοι πάλι (έλεγαν) ότι ήταν ο μόνος υπαίτιος για όλες τις προηγούμενες συμφορές και ότι ήταν ικανός να προκαλέσει μόνος αυτός και όλες τις μελλοντικές καταστροφές για την πόλη. Ο Αλκιβιάδης, κι όταν ακόμη το πλοίο του αγκυροβόλησε, δεν έβγαινε αμέσως στη στεριά, γιατί φοβόταν τους εχθρούς του· όρθιος πάνω στο κατάστρωμα έψαχνε να δει αν είχαν έρθει ο φίλοι του. Κι όταν είδε τον ξάδερφό του Ευρυπτόλεμο του Πεισιάνακτα και τους άλλους συγγενείς του και μαζί τους και τους φίλους του, βγήκε στη στεριά κι ανέβαινε στην πόλη με συνοδεία έτοιμη να τον προστατέψει, αν κάποιος τον πείραζε. Στη βουλή και στην εκκλησία του δήμου απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε ασεβήσει κι ότι αδικήθηκε, κι αφού ειπώθηκαν κι άλλα παρόμοια χωρίς κανένας ν' αντιδράσει, γιατί δε θα το ανεχόταν η συνέλευση, αφού διορίστηκε αρχιστράτηγος μ' απεριόριστη εξουσία , γιατί ήταν ικανός ν' αποκαταστήσει την προηγούμενη δύναμη της πόλης, ενώ οι Αθηναίοι έστελναν την πομπή των μυστηρίων από τη θάλασσα εξαιτίας του πολέμου, πραγματοποίησε πορεία από τη στεριά, με τη συνοδεία όλου του στρατού. Μετά απ' αυτά στρατολόγησε σώμα από χίλιους πεντακόσιους οπλίτες, εκατόν πενήντα ιππείς κι εκατό πλοία. Και τρεις μήνες μετά το γυρισμό του ξανοίχτηκε στο πέλαγος για την Άνδρο, που είχε αποστατήσει από την Αθήνα, και μαζί του είχαν σταλεί ο Αριστοκράτης και ο Αδείμαντος του Λευκολοφίδη, που είχαν εκλεγεί στρατηγοί για το πεζικό. Ο Αλκιβιάδης αποβίβασε το στρατό στο Γαύριο της Άνδρου. Όταν οι Ανδριώτες βγήκαν να τους επιτεθούν, τους νίκησαν και τους απόκλεισαν μέσα στην πόλη και σκότωσαν και μερικούς, όχι πολλούς, καθώς και τους Λάκωνες που βρίσκονταν εκεί. Ο Αλκιβιάδης έστησε τρόπαιο νίκης και, αφού έμεινε λίγες μέρες στην Άνδρο, κατέπλευσε στη Σάμο και, έχοντάς την ως ορμητήριο, σχεδίαζε τις πολεμικές του επιχειρήσεις.