Μτφρ. Κ. Βάρναλης. [1939] χ.χ. Ξενοφών. Απομνημονεύματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

― Αλλ' εφανταζόμην, είπεν ο Σωκράτης, εγώ τουλάχιστον, ότι το να μη θέλη κανείς να αδική ήτο αρκετή απόδειξις δικαιοσύνης. Εάν δε δεν το παραδέχεσαι αυτό, σκέψου αν το εξής σου αρέση περισσότερον· δηλ. διισχυρίζομαι εγώ, ότι είναι δίκαιον ό,τι είναι νόμιμον. ― Άρα γε εννοείς, ω Σωκράτη, ότι το ίδιον πράγμα είναι και νόμιμον και δίκαιον; ― Μάλιστα, είπεν. ― Αλλά δεν σε εννοώ περισσότερον, ποίον πράγμα θέλεις νόμιμον και ποίον δίκαιον; ― Αλλά τους νόμους της πόλεως, τους γνωρίζεις; ― Μάλιστα,είπε. ― Και ποίοι, νομίζεις, είναι αυτοί οι νόμοι; ― Αυτοί είπε, τους οποίους οι πολίται έγραψαν, αφού συνεφώνησαν, τι πρέπει να κάμνωμεν και από τι να απέχωμεν. ― Λοιπόν, είπε, θα ήτο νόμιμος εκείνος που έχει διαγωγήν σύμφωνον με αυτά, άνομος δε εκείνος, που τα παραβαίνει; ― Βεβαιότατα, είπε. ― Λοιπόν δίκαια θα έκαμνεν εκείνος που πείθεται εις αυτά, άδικα δε εκείνος που δεν πείθεται; ― Βεβαιότατα, είπε. ― Λοιπόν εκείνος μεν που κάμνει τα δίκαια είναι δίκαιος, εκείνος δε που κάμνει τα άδικα είναι άδικος; ― Πώς όχι; ― Λοιπόν ο μεν νόμιμος (σύμφωνος με τους νόμους) είναι δίκαιος, ο δε άνομος άδικος. Και ο Ιππίας. ― Αλλά πώς θα ημπορούσε κανείς να θεωρήση σπουδαίον πράγμα τους νόμους ή το πείθεσθαι εις αυτούς, αφού, ως γνωστόν, πολλάκις οι ίδιοι, που τους έθεσαν αφού τους αποδοκιμάσουν, τους μεταβάλλουν; ― Αλλά και πόλεμον, είπεν ο Σωκράτης πολλές φορές κηρύξασαι αι πόλεις, πάλιν κάμνουν ειρήνην. ― Και βέβαια, είπε. ― Νομίζεις λοιπόν, ότι κάμνεις τίποτε διάφορον με το να κακίζης εκείνους που πείθονται εις τους νόμους, διότι είναι δυνατόν να καταργηθούν οι νόμοι, παρά εάν ήθελες κατηγορεί εκείνους που εν καιρώ πολέμου τηρούν τας τάξεις των, επειδή είναι δυνατόν να γίνη ειρήνη; Ή μήπως μέμφεσαι και εκείνους που εις τους πολέμους προθύμως βοηθούν τας πατρίδας των; ― Μα τον Δία, εγώ τουλάχιστον δεν τους μέμφομαι. ― Περί δε του Λυκούργου του Λακεδαιμονίου, είπεν ο Σωκράτης, έχεις αντιληφθή ότι καθόλου διάφορον από τας άλλας πόλεις δεν έκαμνε την Σπάρτην, εάν κυρίως δεν ήθελεν εμπνεύσει εις αυτήν την εις τους νόμους πειθαρχίαν; Δεν ηξεύρεις δε ότι από τους άρχοντας των πόλεων εκείνοι που εμπνέουν εις τους πολίτας πειθαρχίαν εις τους νόμους, αυτοί είναι οι καλύτεροι, και ότι η πόλις, εις την οποίαν προ πάντων οι πολίται πείθονται εις τους νόμους, αυτή και εν καιρώ ειρήνης άριστα ζη και εν καιρώ πολέμου είναι ακαταμάχητος; Αλλά προσέτι και η ομόνοια τω όντι θεωρείται ότι είναι εις τας πόλεις και μέγιστον αγαθόν και πολλάκις εις αυτάς και αι γερουσίαι και οι καλύτεροι άνδρες συμβουλεύουν τους πολίτας να έχουν ομόνοιαν και παντού εις την Ελλάδα είναι νομοθετημένον να ορκίζωνται οι πολίται, ότι θα ομονοούν και παντού ορκίζονται αυτόν τον όρκον· νομίζω δε εγώ, ότι γίνονται αυτά όχι διά να βραβεύσουν οι πολίται τους ιδίους χορούς, ούτε διά να επαινούν τους ιδίους αυλητάς, ούτε διά να προτιμούν τους ιδίους ποιητάς, ούτε διά να έχουν τας ιδίας απολαύσεις, αλλά διά να πείθωνται εις τους νόμους. Διότι, όταν οι πολίται μένουν σταθεροί εις τους νόμους, αι πόλεις γίνονται ισχυρόταται και ευτυχέσταται, χωρίς δε ομόνοιαν ούτε πόλις θα ημπορούσε καλά να κυβερνηθή ούτε σπίτι καλά να διοικηθή.

Μτφρ. Ε.Γ. Παντελάκης. 1937. Ξενοφώντος Απομνημονεύματα (Ο βίος και η φιλοσοφία του Σωκράτους). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Αλλ' εγώ τουλάχιστον ενόμιζον, είπεν ο Σωκράτης, ότι το να μη θέλη τις να αδική είναι αρκετόν δείγμα δικαιοσύνης. Εάν δε συ δεν νομίζης ούτω, σκέφθητι μήπως το εξής σου αρέσκει περισσότερον· λέγω δηλαδή εγώ ότι το νόμιμον είναι δίκαιον. Άραγε λέγεις, ω Σώκρατες, ότι το ίδιον είναι το νόμιμον και το δίκαιον; Ναι βέβαια, είπε. Σε βεβαιώ ότι δεν σε εννοώ, ποίον λέγεις νόμιμον ή ποίον δίκαιον.

Γινώσκεις δε τους νόμους της πόλεως; είπεν ο Σωκράτης. Βεβαίως, απεκρίθη. Και ποίοι νομίζεις ότι είναι; Αυτοί τους οποίους οι πολίται, είπεν, έγραψαν, αφού προηγουμένως συνεφώνησαν ποία πρέπει να πράττη τις και από ποίων πρέπει να απέχη. Λοιπόν, είπεν, ήθελεν είναι νόμιμος ο πολιτευόμενος συμφώνως με αυτά, άνομος δε ο ταύτα παραβαίνων; Βεβαιότατα, είπε. Λοιπόν και δίκαια μεν ήθελε πράττει ο πειθόμενος εις αυτά, άδικα δε ο απειθών; Βεβαιότατα. Λοιπόν ο πράττων μεν τα νόμιμα είναι δίκαιος, ο δε τα άνομα άδικος; Πώς όχι; Άρα ο μεν νόμιμος είναι δίκαιος, ο δε άνομος άδικος.

Και ο Ιππίας, πώς δε, είπεν, ω Σώκρατες, ημπορεί τις να θεωρήση τους νόμους ή την εις αυτούς υπακοήν ως σπουδαίον πράγμα, τους οποίους, ως γνωστόν, πολλάκις οι ίδιοι οι νομοθετήσαντες αυτούς αποδοκιμάσαντες τους μεταβάλλουν ως μη ορθώς έχοντας; Και πόλεμον όμως, είπεν ο Σωκράτης, επιχειρήσασαι αι πόλεις κατ' αλλήλων πάλιν κάμνουν ειρήνην. Πολύ σωστά, είπε. Νομίζεις λοιπόν, είπεν, ότι υποτιμών τους πειθομένους εις τους νόμους, διότι δύνανται να καταργηθούν, κάμνεις τι διάφορον παρά αν ήθελες κατηγορεί τους εις τους πολέμους τηρούντας τας τάξεις των, διότι είναι δυνατόν να γίνη ειρήνη; ή μήπως μέμφεσαι και τους πολεμούντας προθύμως υπέρ των πατρίδων των εις τους πολέμους; Μα τον Δία εγώ τουλάχιστον τούτους δεν μέμφομαι.

Έχεις δε καταλάβει ότι ο Λύκουργος ο Λακεδαιμόνιος, είπεν ο Σωκράτης, ουδόλως ήθελε ποιήσει διάφορον των άλλων πόλεων την Σπάρτην, αν δεν ήθελε προ πάντων εμβάλει εις αυτήν την υπακοήν εις τους νόμους; Δεν γνωρίζεις δε ότι εκ των αρχόντων όσοι κατώρθωσαν να εμπνεύσωσιν εις τους πολίτας την πίστιν ότι πρέπει να πείθωνται εις τους νόμους, ούτοι είναι άριστοι, και ότι εκείνη η πόλις, εις την οποίαν προ πάντων πείθονται εις τους νόμους οι πολίται, αύτη και εν ειρήνη ζη άριστα και εις τον πόλεμον ακαταμάχητος είναι; Αλλά προσέτι και η ομόνοια βέβαια και νομίζεται εις τας πόλεις ότι είναι μέγιστον αγαθόν και πλειστάκις εις αυτάς και αι γερουσίαι και οι άριστοι άνδρες προτρέπουν τους πολίτας να ομονοούν και πανταχού εις την Ελλάδα νόμος υπάρχει να ορκίζωνται οι πολίται ότι θα ομονοούν και πανταχού ορκίζονται τον όρκον τούτον· νομίζω δε εγώ ότι ταύτα γίνονται ουχί ίνα απονέμωσιν οι πολίται βραβεία εις τους αυτούς χορούς, ουδ' ίνα επαινώσι τους αυτούς αυλητάς, ουδ' ίνα επιδοκιμάζωσι τους αυτούς ποιητάς, ουδ' ίνα αισθάνωνται τας αυτάς ηδονάς, αλλ' ίνα πείθωνται εις τους νόμους. Διότι, όταν οι πολίται πειθαρχώσιν εις αυτούς, αι πόλεις και ισχυρόταται και ευδαιμονέσταται γίνονται· άνευ δε ομονοίας ούτε η πόλις δύναται να πολιτευθή πρεπόντως, ούτε η οικογένεια να διοικηθή καλώς.