Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Αμφισβητείται αν ο ευδαίμων έχει ανάγκη από φίλους. Γιατί, όπως λένε, οι ευδαίμονες και οι αυτάρκεις δεν χρειάζονται φίλους, (5) επειδή κατέχουν όλα τα αγαθά. Αφού, λοιπόν, είναι αυτάρκεις, δεν έχουν ανάγκην από τίποτε, ενώ ο φίλος, σαν δεύτερο Εγώ, πρέπει να παρέχει εκείνα που δεν μπορεί κανείς να προσφέρει στον εαυτό του. Γι' αυτό:

«Όταν παρέχει άφθονα τα πάντα ο θεός,

για φίλους ποια η ανάγκη;».

Φαίνεται όμως παράδοξο το ότι, αφού μοιράζουν στον ευδαίμονα όλα τα αγαθά, δεν χαρίζουν σ' αυτόν φίλους, (10) που αποτελούν το μεγαλύτερο από τα εξωτερικά αγαθά. Αν γνώρισμα της φιλίας είναι να ευεργετεί κανείς μάλλον παρά να ευεργετείται, αν η ευεργεσία συμβαίνει να είναι γνώρισμα του ενάρετου ανθρώπου και της αρετής, αν είναι καλύτερο να ευεργετεί κανείς τους φίλους του παρά τους ξένους, ο καλός άνθρωπος έχει ανάγκη από πρόσωπα στα οποία να προσφέρει τις ευεργεσίες του. Γι' αυτό και υψώνεται το ερώτημα, αν έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από φίλους στην ευτυχία ή στη δυστυχία μας, (15) αφού οι δυστυχισμένοι χρειάζονται πρόσωπα που να μπορούν να τους βοηθήσουν, και οι ευτυχισμένοι ανθρώπους στους οποίους να παρέχουν τις ευεργεσίες των. Είναι ολοφάνερη ανοησία το να χαρακτηρίζει κάποιος τον ευδαίμονα σαν ερημίτη γιατί κανένας δε θα δεχόταν να διαθέτει τα αγαθά αποκλειστικά για τον εαυτό του. Ο άνθρωπος είναι πολιτικό ον και προορισμένος να ζει με τους συνανθρώπους του. Για τούτο και η συμβίωση είναι γνώρισμα του ευδαίμονος, (20) αφού αυτός έχει δικά του όλα τα φυσικά αγαθά. Και φυσικά είναι καλύτερο να ζει κανείς με φίλους και με κόσμιους ανθρώπους παρά με ξένους ή τον πρώτον τυχόντα. Επομένως ο ευδαίμων έχει ανάγκη από φίλους.

Τι σημαίνει, λοιπόν, ο πρώτος εκείνος ισχυρισμός και κατά πόσον είναι σωστός; Άραγε είναι σωστός ως προς αυτό: ότι δηλ. οι πολλοί έχουν την γνώμη ότι οι φίλοι είναι εκείνοι που είναι χρήσιμοι; Από τέτοιους φίλους δεν έχει ανάγκη ο ευδαίμων, (25) εφόσον έχει όλα τα αγαθά, ούτε κι από φίλους για χάρη απολαύσεως (γιατί αφού η ζωή του είναι ευχάριστη, δεν χρειάζεται να προστεθεί κι άλλη απόλαυση). Εφόσον, λοιπόν, δεν έχει ανάγκη από τέτοιους φίλους, δεν χρειάζεται φίλους. Κι όμως αυτό, όπως φαίνεται, δεν είναι αληθινό, γιατί, όπως είπαμε στην αρχή, η ευδαιμονία είναι κάποια ενέργεια, κι η ενέργεια είναι λειτουργία, (30) και δεν υπάρχει με τον τρόπο που υπάρχει ένα μόνιμο αντικείμενο, λ.χ. ένα κτήμα. Αν, λοιπόν, η ευδαιμονία συνίσταται στο ζειν και το ενεργείν και αν όπως είπαμε στην αρχή, η ενέργεια του ενάρετου ανθρώπου είναι σπουδαία κι ευχάριστη από μόνη της, και εξ άλλου, αν εκείνο που μας ανήκει σαν ιδιοκτησία μας έχει σαν επακόλουθο την ηδονή, και τέλος, αν μπορούμε να επιτηρούμε τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό μας, (35) όπως και τις πράξεις τους, θα προκύψει απ' όλα τούτα με αναγκαία συνάρτηση, ότι οι πράξεις των εναρέτων ανθρώπων, που είναι φίλοι των, [1170a] θα είναι ευχάριστες στους ηθικούς (γιατί κι οι δυο περιέχουν ό,τι είναι από τη φύση τους απολαυστικό κι ευχάριστο). [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει ένα τμήμα του αρχαίου κειμένου] Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες θα είναι συνεχέστερη η ενέργεια, που συμβαίνει αυτή καθ' εαυτή να είναι ηδονική, κι αυτό πρέπει να συμβαίνει στον ευδαίμονα. (Γιατί ο ενάρετος, αν είναι ενάρετος, βρίσκει στις καλές πράξεις απόλαυση και στις κακές οδύνη, (10) όπως ο μουσικός αισθάνεται χαρά για τις ωραίες μελωδίες και λύπη για τις παράφωνες). Άλλωστε η συμβίωση με αγαθούς ανθρώπους δυναμώνει την άσκηση της αρετής, όπως λέει κι ο Θέογνις.

Αν εξετάσει κανείς το θέμα από φυσικοφιλοσοφική μάλλον άποψη, θα δει ότι ο ενάρετος φίλος φαίνεται σ' ένα σεμνό άνθρωπον αξιαγάπητος από τη φύση του, (15) επειδή, όπως είπαμε, το από τη φύση του αγαθό είναι για τον ενάρετο αυτό καθ' εαυτό αγαθό και γλυκό. Την ζωή των ζώων ορίζουμε από τη δύναμη της αίσθησης και της νόησης. Η δύναμη αυτή εκδηλώνεται στην ενέργεια που αποτελεί το κυριότερο μέρος της ουσίας μας. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει ένα τμήμα του αρχαίου κειμένου] Το δε ζειν (20) ανήκει σ' ό,τι είναι αγαθό και απολαυστικό. Είναι μια ακριβώς καθορισμένη κατάσταση, κι ό,τι είναι ακριβώς καθορισμένο, ανήκει στη φύση του αγαθού. Επομένως, ό,τι συμβαίνει να είναι από τη φύση του αγαθό, είναι τέτοιο και για τον ηθικό άνθρωπο. Γι' αυτό το λόγο το ζειν φαίνεται σ' όλους απολαυστικό. Φυσικά δεν εννοούμε την μοχθηρή και διεφθαρμένη ζωή, ούτε αυτήν που περνά μέσα σε λύπες, γιατί μια τέτοια ζωή δεν είναι ακριβώς καθορισμένη ούτε η ίδια ούτε τα γεγονότα που συμβαίνουν όσο διαρκεί. (25) Αλλά το σημείο αυτό θα ξεκαθαριστεί περισσότερο παρακάτω όπου θα γίνει λόγος για την οδύνη. Αν όμως αυτό το ζειν είναι αγαθό και γλυκό (και φαίνεται ότι όλοι το ποθούν και μάλιστα οι ενάρετοι κι οι ευδαίμονες, επειδή η ζωή τους είναι πάρα πολύ απολαυστική κι η ύπαρξη τους πάρα πολύ ευδαίμων), αν αυτός που βλέπει αισθάνεται ότι βλέπει, κι αυτός που ακούει, ότι ακούει, (30) ο βαδίζων ότι βαδίζει και ότι όμοια υφίσταται κάτι και στα υπόλοιπα, έτσι που να αισθανόμαστε, ότι αισθανόμαστε και να νοούμε ότι νοούμε, κι από το άλλο μέρος ότι το να αισθανόμαστε και να νοούμε σημαίνει ότι υπάρχουμε (γιατί η ύπαρξη είναι αίσθηση και νόηση), [1170b] κι αν επίσης η ζωή είναι απολαυστική ιδίως για τον ενάρετο, αφού η ύπαρξη είναι γι' αυτόν κάτι ενάρετο και ηδονικό, (5) εφόσον η συνείδηση του αληθινού αγαθού τον ευχαριστεί, τέλος, αν ο ενάρετος άνθρωπος συμπεριφέρεται στους φίλους του όπως και στον εαυτό του, αφού ο φίλος είναι το άλλο Εγώ, τότε με το μέτρο σύμφωνα με το οποίο ποθεί το αγαθό για τον εαυτό του, θα το επιθυμεί θερμά και για τον φίλο του ή σχεδόν όμοια. Όμως η ύπαρξη είναι πολυπόθητη για τον λόγο ότι συναισθανόμαστε ότι είμαστε εμείς οι ίδιοι ενάρετοι κι η τέτοια συναίσθηση είναι αυτή καθ' εαυτήν ευχάριστη. (10) Ώστε πρέπει να έχουμε συναίσθηση και σχετικά με τους φίλους μας, κι' αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με την συμβίωση και την ανταλλαγή λόγων και ιδεών, την συμβίωση πρέπει, λοιπόν, να την αντιλαμβανόμαστε μ' αυτό το πνεύμα και όχι ανάλογη με την συμβίωση των ζώων, που συνίσταται στο να συμμετέχουν στην κοινή βοσκή. Αν, λοιπόν, για τον ενάρετο η ύπαρξη είναι πολυπόθητη από μόνη της, (15) είναι αγαθή και ηδονική από τη φύση της, κι αν ισχύει το ίδιο και για το φίλο, τότε κι ο φίλος θ' ανήκει στα αντικείμενα που προκαλούν τον πόθο. Αλλά ό,τι ποθεί ο ευτυχισμένος, πρέπει και να το κατέχει, αλλιώς υφίσταται σ' αυτό το σημείο μια στέρηση. Και γι' αυτόν το λόγο, για να είναι κανένας ευτυχής, πρέπει να έχει άριστους φίλους.

Μτφρ. Α. Δαλέζιος. [1949–50] 1975. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Αμφισβητείται, εάν ο ευδαιμονών χρειάζεται φίλους. Διότι, ως λέγεται, οι ευδαίμονες και οι αυτάρκεις δεν έχουν ανάγκην τοιούτων, (5) επειδή εις αυτούς υπάρχουν όλα τα αγαθά. Δεδομένου λοιπόν ότι είναι αυτάρκεις, δεν έχουν ανάγκην ουδενός, ενώ ο φίλος, ως έτερον Εγώ, δέον να παρέχη εκείνα, τα οποία δεν δύναταί τις να προσφέρη εις εαυτόν. Όθεν:

«όταν ο θεός παρέχη αφθόνως τα πάντα,
τις η ανάγκη φίλων;».

Φαίνεται όμως παράδοξον το ότι, αφού απονέμουν εις τον ευδαίμονα όλα τα αγαθά, δεν παρέχουν εις αυτόν φίλους, (10) δεδομένου ότι ούτοι αποτελούν το μέγιστον των εξωτερικών αγαθών. Εάν γνώρισμα της φιλίας είναι να ευεργετή τις μάλλον παρά να ευεργετήται, εάν η ευεργεσία τυγχάνη ίδιον του αγαθού ανθρώπου και της αρετής, εάν είναι καλύτερον να ευεργετή τις τους φίλους του παρά τους ξένους, ο χρηστός άνθρωπος έχει ανάγκην προσώπων, εις τα οποία να παρέχη τας ευεργεσίας του. Διό και προβάλλεται το ερώτημα, εάν έχωμεν μεγαλυτέραν ανάγκην φίλων εις την ευτυχίαν ή εις την δυστυχίαν μας, (15) δεδομένου ότι οι μεν δυστυχούντες χρειάζονται πρόσωπα, δυνάμενα να τους βοηθήσουν, οι δε ευτυχούντες ανθρώπους, προς τους οποίους να παρέχουν τας ευεργεσίας των. Είναι προφανώς μωρία το να χαρακτηρίζη τις τον ευδαίμονα ως ερημίτην, διότι ουδείς θα εδέχετο να διαθέτη τα αγαθά αποκλειστικώς διά τον εαυτόν του. Ο άνθρωπος είναι πολιτικόν ον και προωρισμένος να ζη μετά των συνανθρώπων του. Διό και η συμβίωσις είναι γνώρισμα του ευδαίμονος, (20) αφού ούτος κατέχει όλα τα φυσικά αγαθά. Προφανώς είναι καλύτερον να ζη τις με φίλους και με χρηστούς ανθρώπους παρά με ξένους ή με τον πρώτον τυχόντα. Όθεν ο ευδαίμων έχει ανάγκην φίλων.

Λοιπόν τι σημαίνει ο πρώτος εκείνος ισχυρισμός και κατά πόσον είναι ορθός; Είναι άραγε ορθός κατά τούτο, ότι οι πολλοί φρονούν, ότι φίλοι είναι εκείνοι, οίτινες είναι χρήσιμοι; Τοιούτους φίλους δεν χρειάζεται ο ευδαίμων, (25) εφ' όσον έχει όλα τα αγαθά, αλλ' ουδέ φίλους χάριν απολαύσεως (διότι εφ' όσον είναι τερπνή η ζωή του, δεν χρειάζεται επιπρόσθετον απόλαυσιν). Εφ' όσον λοιπόν δεν έχει ανάγκην τοιούτων φίλων, δεν χρειάζεται φίλους. Και όμως τούτο δεν είναι, ως φαίνεται, αληθές, διότι, ως ελέχθη εις την αρχήν, η ευδαιμονία είναι ποιά τις ενέργεια, η δε ενέργεια είναι λειτουργία, (30) και δεν υφίσταται κατά τον τρόπον ενός μονίμου αντικειμένου, λόγου χάριν ενός κτήματος. Εάν λοιπόν η ευδαιμονία έγκειται εις το ζην και το ενεργείν και εάν, ως είπομεν εις την αρχήν, η ενέργεια του χρηστού ανθρώπου είναι σπουδαία και ευχάριστος αυτή καθ' εαυτήν, εξ άλλου, εάν εκείνο, που μας ανήκει ως ιδιοκτησία μας, συνεπάγεται ηδονήν, και τέλος, εάν δυνάμεθα να εποπτεύωμεν τους άλλους περισσότερον από τον εαυτόν μας, ως και τας πράξεις των, (35) θα προκύψη εξ όλων αυτών κατ' αναγκαίαν συνάρτησιν, ότι αι πράξεις των εναρέτων ανθρώπων, οίτινες είναι φίλοι των, [1170a] θα είναι ευχάριστοι εις τους αγαθούς (διότι αμφότερα εμπεριέχουν ό,τι είναι εκ φύσεως απολαυστικόν και ευχάριστον). [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει ένα τμήμα του αρχαίου κειμένου] Υπό τας συνθήκας ταύτας θα είναι συνεχεστέρα η ενέργεια, ήτις τυγχάνει αυτή καθ' εαυτήν ηδονική, και τούτο πρέπει να συμβαίνη εις τον ευδαίμονα. (Διότι ο ενάρετος ευρίσκει εις τας καλάς πράξεις απόλαυσιν και οδύνην εις τας κακάς, (10) καθώς ο μουσικός αισθάνεται χαράν διά τας ωραίας μελωδίας και λύπην διά τας παραφώνους τοιαύτας). Άλλωστε η μετ' αγαθών ανθρώπων συμβίωσις ενισχύει την άσκησιν της αρετής, καθώς λέγει και ο Θέογνις.

Εάν τις εξετάση το θέμα τούτο μάλλον από φυσικοφιλοσοφικής απόψεως, θα ίδη ότι ο χρηστός φίλος φαίνεται εις ένα χρηστόν άνθρωπον αξιαγάπητος εκ φύσως, διότι, ως είπομεν, (15) το εκ φύσεως αγαθόν είναι διά τον ενάρετον αυτό καθ' εαυτό αγαθόν και απολαυστικόν.

Την ζωήν των μεν ζώων ορίζομεν εκ της δυνάμεως της αισθήσεως, των δε ανθρώπων εκ της δυνάμεως της αισθήσεως και της νοήσεως. Η δύναμις αύτη εκδηλούται εις την ενέργειαν, ήτις αποτελεί το κυριώτερον μέρος της ουσίας μας. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει ένα τμήμα του αρχαίου κειμένου] (20) Το δε ζην ανήκει εις ό,τι είναι αγαθόν και απολαυστικόν. Είναι μία επακριβώς καθωρισμένη κατάστασις, ό,τι δε είναι επακριβώς καθωρισμένον, ανήκει εις την φύσιν του αγαθού. Όθεν ό,τι τυγχάνει εκ φύσεως αγαθόν, είναι και διά τον χρηστόν άνθρωπον τοιούτον. Διά τον λόγον αυτόν το ζην φαίνεται απολαυστικόν εις όλους. Βεβαίως δεν εννοούμεν την κακήν και διεφθαρμένην ή την εν μέσω θλίψεων διανυομένην ζωήν, διότι μία τοιαύτη ζωή δεν είναι επακριβώς καθωρισμένη ούτε αυτή, ούτε τα κατά την διάρκειαν αυτής γεγονότα. (25) Αλλά το σημείον τούτο θα διευκρινηθή περισσότερον εις τα επόμενα όπου θα γίνη λόγος περί της οδύνης. Εάν δε αυτό τούτο το ζην είναι αγαθόν και ηδονικόν (φαίνεται δε ότι όλοι το ποθούν και προ παντός οι ενάρετοι και οι ευδαίμονες, διότι ο βίος των είναι απολαυστικώτατος και η ύπαρξις αυτών ευδαιμονεστάτη), εάν ο βλέπων αισθάνεται ότι βλέπει, ο ακούων, ότι ακούει, (30) ο βαδίζων ότι βαδίζει και ότι ομοίως υφίσταται κάτι ως προς τα λοιπά, ούτως ώστε να αισθανώμεθα, ότι αισθανόμεθα, και να νοώμεν ότι νοούμεν και αφ' ετέρου ότι το να αισθανώμεθα και να νοώμεν σημαίνει ότι υπάρχομεν (διότι η ύπαρξις είναι αίσθησις ή [1170b] νόησις), [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει ένα τμήμα του αρχαίου κειμένου] εάν προς τούτοις η ζωή είναι απολαυστική ιδίως διά τον ενάρετον, διότι η ύπαρξις είναι δι' αυτόν κάτι αγαθόν και ηδονικόν, (5) εφ' όσον η συνείδησις του πραγματικού αγαθού τον τέρπει, τέλος εάν ο χρηστός άνθρωπος συμπεριφέρεται προς τους φίλους του, καθώς και προς τον εαυτόν του δεδομένου ότι ο φίλος είναι έτερον Εγώ), τότε κατά το μέτρον, καθ' ο ποθεί δι' εαυτόν το αγαθόν, θα το επιθυμή σφοδρώς και διά τον φίλον του ή σχεδόν ομοίως. Αλλά η ύπαρξις είναι περιπόθητος λόγω του ότι συναισθανόμεθα, ότι είμεθα ημείς οι ίδιοι αγαθοί, η τοιαύτη δε συναίσθησις είναι αυτή καθ' εαυτήν γλυκεία. (10) Όθεν πρέπει να έχωμεν συναίσθησιν και ως προς τους φίλους μας, τούτο δε δύναται να πραγματοποιηθή διά της συμβιώσεως και της ανταλλαγής λόγων και ιδεών. Την συμβίωσιν δέον λοιπόν ν' αντιλαμβανώμεθα κατά το πνεύμα τούτο και όχι κατ' αναλογίαν της συμβιώσεως των ζώων, ήτις έγκειται εις το να συμμετέχουν εις την κοινήν βοσκήν. Εάν λοιπόν διά τον ενάρετον η ύπαρξις είναι περιπόθητος αυτή καθ' εαυτήν, (15) είναι αγαθή και ηδονική εκ φύσεως, και αν ισχύη το αυτό και ως προς τον φίλον, τότε και ο φίλος θα ανήκη εις τα προκαλούντα τον πόθον αντικείμενα. Αλλ' ό,τι ποθεί ο ευτυχής, πρέπει και να το κατέχη, άλλως υφίσταται εις το σημείον τούτο μίαν στέρησιν. Διό και, διά να είναι κανείς ευτυχής, πρέπει να έχη αρίστους φίλους.