Μτφρ. Κ. Βάρναλης. [1939] χ.χ. Ξενοφών. Απομνημονεύματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[Εις εμέ λοιπόν ο Σωκράτης, επειδή ήτο τοιούτος, εφαίνετο, ότι ήτο άξιος τιμής μάλλον διά την πόλιν παρά θανάτου. Και αν εξετάζη κανείς σύμφωνα με τους νόμους, εις τούτο το συμπέρασμα θα καταλήξη. Διότι σύμφωνα με τους νόμους, εάν κανείς αποδειχθή, ότι ή κλέπτει ή λωποδυτεί ή κλέπτει βαλλάντια, ή ανοίγει τοίχους ή κάμνει κανένα δόλον ή κλέπτει τα ιερά, εις τούτους θάνατος είναι η τιμωρία· από αυτά εκείνος περισσότερον από όλους τους ανθρώπoυς απείχεν. Αλλά προσέτι εις την πόλιν ούτε πολέμου ο οποίος να συνέβη υπό κακάς περιστάσεις ούτε στάσεως ούτε προδοσίας ούτε κανενός άλλου κακού ποτέ έως τώρα έγινε αίτιος· ουδέ προσέτι εις τας ιδιωτικάς σχέσεις του από κανένα ποτέ από τους ανθρώπους ούτε την περιουσίαν εστέρησεν ούτε εις δυστυχήματα τον περιέπλεξεν αλλ' ούτε κατηγορήθη ποτέ έως τώρα διά κανέν από όσα είχομεν είπει]. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να είναι ένοχος σύμφωνα με την γραπτήν κατηγoρίαν; ο οποίος αντί μεν του να μη πιστεύη εις τους θεούς, καθώς είχε γραφή εις την κατηγορίαν, εφαίνετο ότι ελάτρευε τους θεούς περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, αντί δε του να διαφθείρη τους νέους, διά το οποίον, ως γνωστόν, ο κατήγορος τον κατηγόρει, εφαίνετο, ότι εκείνους εκ των μαθητών του, που είχαν πονηράς επιθυμίας, απ' αυτάς μεν τους ελευθέρωνε, τους προέτρεπε δε να επιθυμούν την καλλίστην και μεγαλοπρεπεστάτην αρετήν, ένεκα της οποίας και πόλεις και οικογένειαι καλώς διοικούνται· πράττων δε ταύτα πώς δεν ήτο άξιος μεγάλης τιμής υπό της πόλεως;

Μτφρ. Ε.Γ. Παντελάκης. 1937. Ξενοφώντος Απομνημονεύματα (Ο βίος και η φιλοσοφία του Σωκράτους). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Εγώ μεν λοιπόν φρονώ ότι, αφού ο Σωκράτης ήτο τοιούτος, ήξιζε να τιμηθή μάλλον παρά να θανατωθή υπό της πόλεως. Και κατά τους νόμους δε εάν κανείς εξετάση το πράγμα, εις τούτο το συμπέρασμα θα καταλήξη. Διότι κατά τους νόμους, εάν κανείς συλληφθή να κλέπτη ή ληστεύη ή αρπάζη τα βαλλάντια ή τρυπά τοίχους ή πωλή ελευθέρους ως δούλους ή κλέπτη ιερά πράγματα, εις τους τοιούτους η τιμωρία είναι θάνατος· από αυτά όμως ούτος από κάθε άλλον άνθρωπον περισσότερον απείχεν. Αλλά και εις την πόλιν ούτε πολέμου κακώς απολήξαντος, ούτε επαναστάσεως, ούτε προδοσίας, ούτε άλλου τινός κακού ποτέ δεν έγινεν αίτιος· ουδέ και εις τον ιδιωτικόν του βίον ουδέποτε κανένα εκ των ανθρώπων ούτε των αγαθών του απεστέρησεν, ούτε εις κακά περιέπλεξεν, αλλ' ουδέ κατηγορήθη ποτέ δι' ουδέν εκ των ειρημένων. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να είναι ένοχος εις την κατηγορίαν, όπου του απεδόθη; Όστις αντί μεν του να μη πιστεύη εις θεούς, ως είχε κατηγορηθή, ήτο φανερός ότι ελάτρευε τους θεούς περισσότερον των άλλων ανθρώπων, αντί δε του να διαφθείρη τους νέους, διά το οποίον μάλιστα τον κατηγόρει ο κατήγορος, ήτο φανερός ότι εκ των φίλων του τους έχοντας πονηράς επιθυμίας από ταύτας μεν τους απήλλατε, προέτρεπε δε αυτούς να επιθυμούν την καλλίστην και μεγαλοπρεπεστάτην αρετήν, δι' ης και αι πόλεις και αι οικογένειαι καλώς κυβερνώνται· ταύτα δε πράττων πώς δεν ήτο άξιος μεγάλης τιμής εκ μέρους της πόλεως;