Μτφρ. Κ. Βάρναλης. [1939] χ.χ. Ξενοφών. Απομνημονεύματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Παράδοξον δε μου φαίνεται και το ότι επείσθησαν μερικοί, ότι τάχα ο Σωκράτης διέφθειρε τους νέους, ο οποίος, κοντά εις τα όσα έχομεν ειπεί ηθικά χαρίσματα, πρώτον μεν εις τα αφροδίσια και τα φαγητά ήτο από όλους τους ανθρώπους ο περισσότερον εγκρατής, έπειτα εις τον χειμώνα και το θέρος και εις πάντας τους κόπους υπομονητικώτατος, προσέτι δε εις το να έχη μετρίας ανάγκας τόσον συνηθισμένος, ώστε, έχων πάρα πολύ ολίγα πράγματα, πάρα πολύ ευκόλως να νομίζη, ότι έχει αρκετά. Πώς λοιπόν, αφού αυτός ήτο τοιούτος, τους άλλους ή ασεβείς ή παρανόμους ή λαιμάργους ή προς τους κόπους μαλθακούς ήτο δυνατόν να τους κάμη; Αλλά πολλούς μεν ηνάγκασε να παύσουν αυτάς τας κακίας, αφού τους ανέβαλε την αγάπην της αρετής, και τους παρείχεν ελπίδας, ότι, αν φροντίζουν διά τον εαυτόν των, θα γίνουν καλοί και αγαθοί· και όμως τουλάχιστον ποτέ έως τώρα δεν υπεσχέθη, ότι είναι διδάσκαλος τούτου του πράγματος, αλλά με το να φαίνεται, ενάρετος, έκαμνε να ελπίζουν οι συναναστρεφόμενοι αυτόν, ότι, εάν τον μιμούνται θα γίνουν παρόμοιοι με αυτόν. Αλλά προσέτι και το σώμα του και ο ίδιος δεν το παραμελούσε και εκείνους, που το παραμελούσαν δεν τους επαινούσε· το μεν λοιπόν να κοπιάζη κανείς υπερβολικά τρώγων κατά κόρον, το απεδοκίμαζε, το δε να κοπιάζη κανείς αρκετά δι' όσα η ψυχή ευχαρίστως τα δέχεται, το επιδοκίμαζε· διότι έλεγεν, ότι αυτός ο τρόπος του ζην και αρκετά υγιεινός είναι και την περί της ψυχής φροντίδα δεν εμποδίζει. [Και όμως δεν ήτο ούτε μαλθακός ούτε αλαζών ούτε κατά την ενδυμασίαν ούτε κατά την υπόδησιν ούτε κατά την λοιπήν δίαιταν]. Προσέτι ουδέ φιλοχρημάτους έκαμνεν εκείνους που τον συνανεστρέφοντο. Διότι τας μεν άλλας επιθυμίας έκαμνε να τας παύουν, απ' εκείνους δε, που επιθυμούσαν την συναναστροφήν του, δεν εισέπραττε χρήματα. Απέχων δε από τούτο το κακόν, ενόμιζεν, ότι διασώζει την ελευθερίαν του· εκείνους δε, που ελάμβανον μισθόν διά την διδασκαλίαν των τους ωνόμαζε δούλους, οι οποίοι πωλούν τον εαυτόν τους αντί χρημάτων, διότι ήσαν ηναγκασμένοι να συζητούν με αυτούς, από τους οποίους ήθελον λάβει τον μισθόν. Ηπόρει δε, αν κανείς, έχων ως επάγγελμα την διδασκαλίαν της αρετής, θα ελάμβανε χρήματα και δεν θα ενόμιζεν, ότι το μεγαλύτερον κέρδος θα έχη, εάν αποκτήση καλόν φίλον, αλλά φοβείται μήπως εκείνος, που θα εγίνετο καλός και αγαθός εις τον ευεργετήσαντα αυτόν τα μέγιστα δεν θα εχρεώστει την μεγίστην ευγνωμοσύνην. Ο Σωκράτης όμως εις κανένα ποτέ έως τώρα κανέν τοιούτο δεν υπεσχέθη, ότι διδάσκει αλλ' επίστευεν, ότι, όσοι από τους συναναστρεφομένους αυτόν αποδεχθούν όσα ακριβώς επεδοκίμαζε, καθ' όλην την ζωήν των και εις τον εαυτόν των και αναμεταξύ των θα γίνουν φίλοι καλοί. Πώς λοιπόν ο τοιούτος ανήρ είναι δυνατόν να διαφθείρη τους νέους; Εκτός εάν ίσως η περί της αρετής επιμέλεια είναι διαφθορά.

Μτφρ. Ε.Γ. Παντελάκης. 1937. Ξενοφώντος Απομνημονεύματα (Ο βίος και η φιλοσοφία του Σωκράτους). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Παράξενον δε μου φαίνεται ακόμη και τούτο, ότι επείσθησαν μερικοί ότι ο Σωκράτης διέφθειρε τους νέους, όστις εκτός των προειρημένων ήτο εγκρατέστατος πάντων των ανθρώπων και εις τας σωματικάς ηδονάς και εις το φαγητόν, έπειτα δε καρτερικώτατος εις το ψύχος και την ζέστην και εις όλους τους κόπους, προσέτι δε τόσον εξησκημένος εις το να αρκήται εις τα αναγκαία μόνον, ώστε, ενώ είχεν ελαχίστην περιουσίαν, πολύ ευκόλως είχεν όσα του ήρκουν. Πώς λοιπόν, αφού αυτός ήτο τοιούτος, ήτο δυνατόν να κάμη άλλους ασεβείς ή παρανόμους ή λαιμάργους ή σωματικών ηδονών ακρατείς ή μαλθακούς εις τους κόπους; Τουναντίον μάλιστα, απήλλαξε μεν πολλούς από των τοιούτων παθών, αφού τους έκαμε να επιθυμούν μόνην την αρετήν και ενέβαλεν εις αυτούς ελπίδας ότι, αν φροντίζουν περί του εαυτού των, θα γίνουν καλοί και αγαθοί· και όμως ουδέποτε βέβαια επηγγέλθη ότι ήτο διδάσκαλος της αρετής, αλλ' επειδή ήτο τοιούτος, έκαμνε τους συναναστρεφομένους με αυτόν να ελπίζουν ότι και αυτοί θα γίνουν τοιούτοι μιμούμενοι αυτόν. Προς δε τούτοις και του σώματος και ο ίδιος επεμελείτο και τους αμελούντας αυτού κατέκρινε· λοιπόν το να τρώγη τις υπερμέτρως και να κοπιάζη υπερμέτρως προς χώνευσιν της τροφής απεδοκίμαζεν, επεδοκίμαζε δε το να χωνεύη τις διάκόπου επαρκώς ταύτα, όσα ευχαρίστως δέχεται η όρεξίς του· διότι έλεγεν ότι αυτή η δίαιτα και αρκετά υγιεινή είναι και ότι δεν παρεμβάλλει κώλυμα εις την επιμέλειαν της ψυχής, αλλά δεν ήτο όμως εκτεθηλυμένος ούτε αλαζονικός ούτε εις την ενδυμασίαν ούτε εις την υπόδησιν ούτε εις την άλλην δίαιταν. Προσέτι δε ουδέ φιλοχρημάτους έκαμνε τους φίλους του. Διότι απήλαττε μεν αυτούς των άλλων κακών επιθυμιών, δεν εισέπραττε δε χρήματα από τους επιθυμούντας την διδασκαλίαν του· όσοι δε ελάμβανον μισθόν διάτην διδασκαλίαν των, τούτους απεκάλει υποδουλωτάς του εαυτού των, διότι ήσαν ηναγκασμένοι να συνδιαλέγωνται με εκείνους, από τους οποίους ήθελον λάβει τον ορισθέντα μισθόν. Ηπόρει δε πώς, ενώ επαγγέλεταί τις τον διδάσκαλον της αρετής, είναι δυνατόν να εισπράττη χρήματα και δεν νομίζει ότι θα έχη το μέγιστον κέρδος, εάν ήθελεν αποκτήσει φίλον αγαθόν, αλλά φοβείται μήπως ο γενόμενος φίλος καλός και αγαθός εις τον ευεργετήσαντα αυτόν τα μέγιστα δεν θα χρεωστή εις αυτόν την μεγίστην ευγνωμοσύνην. Ο Σωκράτης δε εις κανένα μεν ουδέποτε υπεσχέθη τοιούτον τι· είχεν όμως την πεποίθησιν ότι θα γίνουν αγαθοί φίλοι διά βίου και εις αυτόν και μεταξύ των όσοι εκ των ομιλητών αυτού απεδέχθησαν εκείνα, τα οποία αυτός απεδέχετο. Πώς λοιπόν ήτο δυνατόν τοιούτος άνθρωπος να διαφθείρη τους νέους; Εκτός εάν θεωρήται διαφθορά η επιμέλεια της αρετής.