Μτφρ. Κ. Βάρναλης. [1939] χ.χ. Ξενοφών. Απομνημονεύματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Πολλές φορές ηπόρησα με ποια τελοσπάντων επιχειρήματα έπεισαν τους Αθηναίους δικαστάς οι κατήγοροι του Σωκράτους, ότι τάχα ήτο άξιος να θανατωθή υπό της πόλεως. Η εναντίον του γραπτή μήνυσις τοιαύτα τινά έλεγε: «αδικεί ο Σωκράτης, επειδή δεν πιστεύει εις τους θεούς, που πιστεύουν όλοι οι πολίται αλλά προσπαθεί να εισαγάγη άλλας νέας δευτερευούσας θεότητας (δαιμόνια)· αδικεί δε προς τούτοις, διότι διαφθείρει τα ήθη των νέων».

Πρώτον μεν λοιπόν, ότι τάχα δεν επίστευεν εις τους θεούς της πόλεως ποίον γεγονός έφεραν προς απόδειξιν; Διότι ο Σωκράτης και φανερά προσέφερε θυσίας άλλοτε μεν εις την οικίαν του άλλοτε εις τους κοινούς βωμούς της πόλεως, και φανερά επίσης κατέφευγεν εις την μαντικήν. Και είχε μεν διαδοθεί η φήμη, ότι ο Σωκράτης διισχυρίζετο, ότι το δαιμόνιόν του του προέλεγε ή του υπεδείκνυε διάφορα πράγματα και απ' αυτό ίσα– ίσα προ πάντων νομίζω, ότι τον κατηγόρησαν διά την εισαγωγήν νέων δαιμονίων. Αυτός όμως τίποτε νεώτερον δεν εισήγε από όσα όλοι οι άλλοι, όσοι αναγνωρίζοντες την θείαν δύναμιν της μαντικής, χρησιμοποιούν προς τούτο την πτήσιν των πτηνών, τας φωνάς των ανθρώπων και των ζώων, τας συντυχίας των με ανθρώπους και τα φυσικά σημεία και τα σπλάχνα των θυμάτων (ιεροσκοπία). Διότι και αυτοί πιστεύουν, ότι δεν είναι τα πτηνά και οι άνθρωποι, τους οποίους συναντούν στον δρόμον, που ηξεύρουν τα συμφέροντα των μαντευομένων, αλλ' ότι οι θεοί διά μέσου αυτών φανερώνουν· κι ο Σωκράτης το ίδιον παρεδέχετο. Αλλ' οι μεν περισσότεροι λέγουν, ότι από τα πτηνά και τους συναντωμένους ανθρώπους αποτρέπονται και προτρέπονται να πράξουν οτιδήποτε· ο δε Σωκράτης, όπως ακριβώς εφρόνει, ούτω και έλεγε: έλεγε δηλαδή, ότι το δαιμόνιον του εφανέρωνε [τι να κάμνη και τι να μην κάμνη]. Και εις πολλούς εκ των συναναστρεφομένων αυτόν (δηλ. εις τους φίλους του ή τους «μαθητάς» του) προέλεγε άλλα μεν να τα κάμνουν άλλα δε να μην τα κάμνουν, επειδή το δαιμόνιον του εφανέρωνεν έτσι· κι όσοι μεν επείθοντο εις αυτόν, τους έβγαινε σε καλόν όσοι δε δεν επείθοντο, μετανοούσαν. Κι όμως ποιος δεν θα ομολογήση, ότι ο Σωκράτης δεν ήθελε μήτε ηλίθιος μήτε αλαζών να φαίνεται εις τους φίλους του; Θα εφαίνετο δε, ότι είναι και το έν και το άλλο, εάν προλέγων τι ως υπό του θεού φανερωμένον εις αυτόν, έπειτα απεδεικνύετο, ότι ψεύδεται. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι δεν θα προέλεγε τίποτε, εάν δεν ήτο βέβαιος, ότι αυτό θα έβγη αληθινόν. Αυτή δε την πεποίθησιν εις ποίον άλλον ημπορεί να έχη κανείς παρά εις τον θεόν; Αφού δε επίστευεν εις τους θεούς, πώς δεν παρεδέχετο, ότι υπάρχουν θεοί;

Μτφρ. Ε.Γ. Παντελάκης. 1937. Ξενοφώντος Απομνημονεύματα (Ο βίος και η φιλοσοφία του Σωκράτους). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Πολλάκις ηπόρησα με ποία άραγε επιχειρήματα έπεισαν τους Αθηναίους οι καταγγείλαντες εις το δικαστήριον τον Σωκράτην ότι έπραξεν έργα, διά τα οποία έπρεπε να καταδικασθή εις θάνατον υπό της πόλεως. Η μήνυσις δηλαδή κατ' αυτού τοιαύτα τινά περιελάμβανε· «αδικεί την πόλιν ο Σωκράτης, όστις εις μεν τους θεούς αυτής δεν πιστεύει, άλλους δε νέους θεούς προσπαθεί να εισαγάγη εις αυτήν, αδικεί δε αυτήν και διότι διαφθείρει τα φρονήματα των νέων».

Πρώτον μεν λοιπόν, ίνα αποδείξουν ότι δεν επίστευεν εις τους θεούς της πόλεως, ποίαν άραγε απόδειξιν προσήγαγον; Διότι και φανερά προσέφερε θυσίαν πολλάκις μεν κατ' οίκον, πολλάκις δε και επί των κοινών της πόλεως βωμών και φανερά επίσης εις την μαντικήν κατέφευγε. Και είναι μεν αληθές ότι είχε διαδοθή ότι ο Σωκράτης έλεγεν ότι το δαιμόνιον προεσήμαινεν εις αυτόν τα μέλλοντα· εκ τούτου δε ακριβώς προπάντων νομίζω ότι απέδωκαν εις αυτόν την κατηγορίαν, ότι νέους θεούς προσεπάθει να εισαγάγη εις την πόλιν.

Ούτος όμως ουδέν εισήγε νεώτερον των άλλων Αθηναίων, όσοι πιστεύοντες εις την μαντικήν καταφεύγουν προς πρόγνωσιν των μελλόντων εις τα πτηνά και τας φωνάς των απαντώντων αυτούς και εις φυσικά σημεία και εις θυσίας. Διότι και ούτοι πιστεύουν ότι ουχί τα πτηνά ουδέ οι απαντώντες αυτούς γνωρίζουν τα συμφέροντα εις τους καταφεύγοντας εις την μαντικήν, αλλ' ότι οι θεοί διάτούτων προσημαίνουν αυτά, και εκείνος δε ούτως επίστευεν. Αλλ' οι μεν πλείστοι λέγουν ότι υπό των πτηνών και υπό των απαντώντων αυτούς και αποτρέπονται και προτρέπονται να πράξουν τι· ο Σωκράτης δε, όπως ακριβώς εφρόνει, ούτω και έλεγε· έλεγε δηλαδή ότι το δαιμόνιον προεσήμαινεν εις αυτόν τα πρακτέα και τα μη πρακτέα. Και εις πολλούς των φίλων του προέλεγε άλλα μεν να πράττουν, άλλα δε να μη πράττουν, ισχυριζόμενος ότι το δαιμόνιον προεσήμαινεν εις αυτόν ταύτα· και όσοι μεν επείθοντο εις αυτόν ωφελούντο, όσοι δε δεν επείθοντο μετεμελούντο. Και βέβαια τις δεν ήθελεν ομολογήσει ότι ο Σωκράτης ήθελε μήτε ηλίθιος μήτε αλαζών να φαίνεται προς τους φίλους του; Θα εφαίνετο δε ότι και τα δύο ταύτα ελαττώματα είχεν, αν προέλεγε τινά ως υπό του θεού φανερωνόμενα εις αυτόν και κατόπιν απεδεικνύετο ότι εψεύδετο. Είναι λοιπόν φανερόν ότι δεν θα προέλεγεν αυτά, αν δεν είχε πεποίθησιν ότι θα επαληθεύση. Την πεποίθησιν δε ταύτην εις ποίον άλλον ημπορεί τις να έχη παρά εις τον θεόν; Αφού δε είχε πεποίθησιν εις θεούς, πώς παρεδέχετο ότι δεν υπάρχουν θεοί;