Μτφρ. Π. Βλαχάκος & Γ.Α. Ράπτης. 2003. Ξενοφώντος Αγησίλαος. Εισαγωγή, μετάφραση, περίληψη, σχόλια Π. Βλαχάκος. Πρόλογος Δ. Λυπουρλής. Λακεδαιμονίων Πολιτεία. Εισαγωγή, μετάφραση, περίληψη, σχόλια Γ.Α. Ράπτης. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Θα μακρολογούσα βέβαια να γράψω για κάθε περίπτωση χωριστά σε ποιο βαθμό αγαπούσε την πόλη του. Πιστεύω λοιπόν ότι δεν υπάρχει τίποτε απ' όσα είχανε, που να μην ενισχύει αυτήν την άποψη. Κοντολογής όλοι ξέρουμε καλά ότι ο Αγησίλαος σε οποιαδήποτε περίπτωση πίστευε ότι θα ωφελήσει την πατρίδα, δεν λογάριαζε τους κόπους, δεν προσπαθούσε ν' αποφύγει τους κινδύνους, δεν λυπόταν τα χρήματα, δεν έβρισκε ως δικαιολογία τη σωματική του κατάσταση, ούτε τα γεράματα, αλλά πίστευε ότι αυτό είναι το καθήκον του σωστού βασιλιά, να κάνει όσο περισσότερα καλά μπορεί σ' αυτούς που κυβερνά. Εγώ συγκαταλέγω ακόμη και αυτήν στις πιο σημαντικές ευεργεσίες προς την πατρίδα του, ότι δηλαδή είχε την πιο μεγάλη δύναμη στην πόλη του και όμως αληθινά σεβόταν απόλυτα τους νόμους. Ποιος λοιπόν θα ήθελε να μην πειθαρχεί στους νόμους, τη στιγμή που έβλεπε να πειθαρχεί ο βασιλιάς; Και ποιος θα επιχειρούσε να επιφέρει με τη βία κάποια πολιτική αλλαγή, επειδή πίστευε ότι έχει λιγότερα απ' όσα δικαιούται, όταν ήξερε ότι ο βασιλιάς κυβερνά σύμφωνα με τους νόμους; Ο ίδιος ακόμη και στους πολιτικούς του αντιπάλους φερνόταν όπως ένας πατέρας στα παιδιά του. Τους μάλωνε από τη μια για τα λάθη τους, τους επαινούσε όμως από την άλλη, αν έκαναν κάτι καλό, τους βοηθούσε σε περίπτωση που τους ερχόταν κάποιο κακό, χωρίς να θεωρεί εχθρό κανέναν συμπολίτη του, και επιθυμούσε όλους να τους επαινεί, γιατί είχε τη γνώμη ότι είναι όφελος για την πατρίδα να είναι όλοι ζωντανοί και το θεωρούσε απώλεια, αν πέθαινε έστω και ένας ασήμαντος. Πράγματι λογάριαζε ότι η πατρίδα θα είναι πάντα ευτυχισμένη (θα διοικείται πάντα σωστά), αν οι συμπολίτες του συνέχεια τηρούν με ηρεμία τους νόμους και ισχυρή, όταν οι Έλληνες κρίνουν με σύνεση τα πράγματα. Αν βέβαια είναι δίκαιο ένας Έλληνας να είναι και φιλέλληνας, γνώρισε κανείς ποτέ άλλο στρατηγό που να μην θέλει να πάρει κάποια πόλη, όταν πιστεύει ότι θα την λεηλατήσει, ή να νομίζει καταστροφή τη νίκη του σε πόλεμο με τους Έλληνες; Εκείνος λοιπόν , όταν έφτασε η είδηση ότι στη μάχη της Κορίνθου σκοτώθηκαν οκτώ Λακεδαιμόνιοι και σχεδόν δέκα χιλιάδες αντίπαλοι, πράγματι όχι μόνο δεν χάρηκε, αλλά είπε: «Αλοίμονο, Ελλάδα, γιατί οι τωρινοί νεκροί, αν ζούσαν, μπορούσαν να νικήσουν με πόλεμο όλους τους βαρβάρους». Και όταν βέβαια οι εξόριστοι από τους Κορίνθιους του είπαν ότι θα παραδινόταν η πόλη τους, και του φανέρωσαν τους τρόπους, με τους οποίους είχαν την ελπίδα ότι θα καταλάβουν τα τείχη, εκείνος αρνιόταν να κάνει επίθεση υποστηρίζοντας ότι δεν είναι σωστό να υποδουλώνονται οι ελληνικές πόλεις, αλλά να συνετίζονται. Και είπε: «αν θανατώσουμε, όσους από τους δικούς μας κάνουν λάθη, τότε πρέπει να προσέξουμε μήπως δεν θα υπάρχει πια ούτε ένας, με τον οποίο θα μπορέσουμε να νικήσουμε τους βαρβάρους. Και αν πάλι είναι δίκαιο να μισεί κανείς τους Πέρσες, γιατί και ο παλαιότερος βασιλιάς έκανε εκστρατεία, για να υποδουλώσει την Ελλάδα, και ο τωρινός κάνει συμμαχία με όποιους νομίζει ότι θα της κάνουν μεγαλύτερο κακό και δωροδοκεί εκείνους που πιστεύει ότι θα τα πάρουν και θα φέρουν μεγάλες συμφορές στην Ελλάδα, και διαπραγματεύεται την ειρήνη, εξ αιτίας της οποίας πιστεύει ότι θα ξεσπάσει πολύ μεγάλος πόλεμος μεταξύ μας, αυτά όλοι τα βλέπουν. Φρόντισε όμως ποτέ κανείς άλλος, εκτός από τον Αγησίλαο, ή να αποσκιρτήσει κάποιο έθνος από τον Πέρση βασιλιά και να μην αφανιστεί ή με κάθε τρόπο να δημιουργεί προβλήματα, ώστε να μην μπορεί αυτός να ενοχλεί τους Έλληνες; Ο ίδιος και όταν ακόμη η πατρίδα του πολεμούσε εναντίον των Ελλήνων, δεν αδιαφόρησε για το κοινό συμφέρον της Ελλάδας, αλλά ξεκίνησε με το στόλο του, για να κάνει όση ζημιά μπορούσε στο βάρβαρο.

Μτφρ. Κ. Καιροφύλας. [1939] χ.χ. Ξενοφώντος Απολογία Σωκράτους, Συμπόσιον, Αγησίλαος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

πολύ αν ηθέλομεν να γράψωμεν λεπτομερώς περί του πατριωτισμού του, διότι νομίζω ότι δεν υπάρχει καμμία πράξις του η οποία να μη συνέτεινε προς τον σκοπόν αυτόν. Εν βραχυλογία λοιπόν ας είπωμεν ότι, όλοι γνωρίζομεν ότι ο Αγησίλαος, όπου επίστευε ότι θα ωφελούσε την πατρίδα του, δεν απέφευγε τους κόπους, δεν απεμακρύνετο από τους κινδύνους, δεν εφείδετο χρημάτων, ούτε επροφασίζετο την υγείαν του και το γήρας, αλλ' εσκέπτετο ότι καθήκον του αγαθού βασιλέως είναι να κάμνη εις τους υποτελείς του όσον το δυνατόν περισσότερα καλά. Μεταξύ δε των μεγαλυτέρων υπηρεσιών τας οποίας προσέφερε εις την πατρίδα εγώ τάσσω και το ότι, ενώ ήτο δυνατώτατος εις την πόλιν, εφαίνετο εν τούτοις φανερά υποτασσόμενος εις τους νόμους. Διότι ποίος θα ετόλμα να απειθήση ενώ έβλεπε τον βασιλέα υπακούοντα εις αυτούς; Ποίος δε θεωρών τον εαυτόν του μειονεκτούντα θα επεχείρει να καινοτομήση, βλέπων τον βασιλέα υπακούοντα εις τα κρατούντα νόμιμα και φερόμενον προς τους διαφόρους πολίτας ως πατήρ προς τα τέκνα του; Διότι τους επέπληττε διά τα παραπτώματά των, τους αντήμειβε δε εάν έκαμναν κάτι καλόν, και τους συνέδραμε εάν συνέβαινε καμμία συμφορά, μη θεωρών κανένα πολίτην ως εχθρόν, θέλων δε να επαινή όλους, νομίζων κέρδος να διάγουν καλώς όλοι, θεωρών ως απώλειαν και αν ακόμη εχάνετο ο ολιγώτερον άξιος λόγου. Εάν δε παρέμενον εν ηρεμία υποτεταγμένοι εις τους νόμους, φανερά διεκήρυττε ότι η πατρίς θα είναι μεν αιωνίως ευτυχής, ισχυρά δε θα είναι όταν οι Έλληνες φέρωνται με φρόνησιν.

Εάν επίσης είναι καλόν δι' ένα Έλληνα να αγαπά την πατρίδα του, ποίος εγνώρισε άλλον τινά στρατηγόν ο οποίος να μη θέλη να κυριεύση μίαν πόλιν εκ φόβου μήπως λεηλατηθή ή ο οποίος να νομίζη συμφοράν την νίκην εις ένα πόλεμον εναντίον Ελλήνων; Εκείνος λοιπόν όταν του ανηγγέλθη ότι εις την εν Κορίνθω μάχην εφονεύθησαν οκτώ μεν Λακεδαιμόνιοι δέκα δε περίπου χιλιάδες από τους εχθρούς, δεν έδειξε χαράν, αλλ' είπε: «Αλλοίμονόν σου, Ελλάς, που οι σήμερον αποθανόντες ήσαν ικανοί μαχόμενοι να νικήσουν όλους τους βαρβάρους».

Όταν δε οι Κορίνθιοι φυγάδες του έλεγον ότι η πόλις θα παρεδίδετο εις αυτούς και του επεδείκνυον μηχανάς με τας οποίας ήλπιζον ωρισμένως να κυριεύσουν τα τείχη, ούτος ηρνήθη να επιτεθή κατ' αυτής ειπών ότι δεν πρέπει να εξολοθρεύωνται ελληνικαί πόλεις, αλλά να σωφρονίζωνται. «Εάν δε, είπε, εξοντώσωμεν όλους εκείνους από τους ιδικούς μας οι οποίοι σφάλλουν, πρέπει να ίδωμεν μήπως δεν θα έχωμεν πλέον άνδρας με τους οποίους να νικήσωμεν τους βαρβάρους!»

Εάν δε πάλιν είναι καλόν να μισή κανείς τους Πέρσας, διότι παλαιότερον είς μονάρχης των εξεστράτευσε διά να υποδουλώση την Ελλάδα, ο δε σημερινός μονάρχης της συμμαχεί μεν με τους λαούς εκείνους με τους οποίους νομίζει ότι θα βλάψη περισσότερον την χώραν μας, παρέχει δε τα μέσα εις εκείνους που νομίζει ότι διά της τοιαύτης παροχής θα προξενήσουν πλείστα κακά εις τους Έλληνας, μας προσφέρει δε ειρήνην όταν νομίζη ότι από αυτήν θα προκληθή ο εμφύλιος ημών πόλεμος (αυτά τα βλέπουν όλοι), ποίος άλλος ποτέ περισσότερον από τον Αγησίλαον εφρόντισε ή λαός τις να αποστατήση από τον Πέρσην ή ο αποστατήσας να μη καταστραφή ή γενικώς ν' απασχολήση τον βασιλέα της Περσίας εις την χώραν του, ώστε να μη δυνηθή να ενοχλήση τους Έλληνας; Ούτος, μολονότι η πατρίς του επολεμούσε με Έλληνας, εν τούτοις, φροντίζων διά το γενικόν καλόν της Ελλάδος, εξεστράτευσε διά να προξενήση εις τον βάρβαρον όσον κακόν ηδύνατο.