Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Σ' όλες τις ανομοιογενείς φιλίες δημιουργεί, όπως ειπώθηκε τον συμβιβασμό και διατηρεί την φιλία ο κανόνας της ισότητας. Έτσι και στις σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες, ο τσαγκάρης παίρνει για τα παπούτσια ανάλογη αμοιβή, (35) καθώς κι ο υφαντής και οι άλλοι τεχνίτες. [1164a] Στην προκειμένη περίπτωση σαν κοινό μέτρο χρησιμεύει το χρήμα, όπου αναφέρονται και με το οποίο κανονίζονται όλα. Και στις ερωτικές σχέσεις καμιά φορά ο εραστής, αν και δεν είναι καθόλου αξιαγάπητος, παραπονιέται, ότι παρόλο που αυτός αγαπά υπερβολικά, δεν του ανταποδίνεται η αγάπη, (5) γιατί συχνά αυτοί που αγαπιούνται δυσανασχετούν για το ότι οι εραστές, ενώ προηγουμένως τους υποσχέθηκαν τα πάντα, τώρα δεν τους δίνουν τίποτε. Και τα τέτοια συμβαίνουν, επειδή ο εραστής αγαπά για χάρη της ηδονής, κι ο ερωμένος για χάρη του συμφέροντος. Κι οι δυο βρίσκουν ότι δεν πραγματοποιούν την πρόθεσή τους, η φιλία που βασίζεται σε προθέσεις τέτοιας λογής διαλύεται, όταν δεν προσφέρεται εκείνο για το οποίο είχε πραγματοποιηθεί, (10) γιατί οι φίλοι δεν αγαπιούνται για τους εαυτούς τους, αλλά ο ένας για τα υπάρχοντα του άλλου που δεν είναι μόνιμα, γι' αυτό και δεν είναι μόνιμες και οι τέτοιας λογής φιλίες. Αντίθετα η ηθική φιλία που συνάπτεται μονάχα για τον εαυτό της είναι, όπως είπαμε, σταθερή.

Όμως δημιουργούνται προστριβές ανάμεσα σε φίλους, όταν ο ένας απ' αυτούς δεν παίρνει εκείνο που ποθεί, αλλά κάτι άλλο, γιατί το να μην παίρνει κανείς εκείνο που ορέγεται, είναι σα να μην πήρε τίποτε. (15) Αυτό συνέβη και σ' εκείνον τον κιθαρίστα στον οποίο κάποιος υποσχέθηκε ότι θα του έδινε τόσο μεγαλύτερη αμοιβή, όσο πιο ωραίο θα ήταν το τραγούδι του. Όταν όμως το επόμενο πρωί ο κιθαρίστας ζήτησε την αμοιβή που του υποσχέθηκε, ο ακροατής τού αποκρίθηκε, ότι πλήρωσε την απόλαυση με απόλαυση. Αν και ο ένας και ο άλλος επιθυμούσαν αυτό το πράγμα, θα ήταν ικανοποιητικό και για τους δύο. Αλλά εφόσον ο πρώτος κυνηγούσε το υλικό κέρδος κι ο δεύτερος την απόλαυση, κι ότι ο δεύτερος πέτυχε το σκοπό του, (20) ενώ ο πρώτος δεν τον επραγματοποίησε, η αμοιβαία συμφωνία που είχε συναφθεί δεν τηρήθηκε όπως έπρεπε. Γιατί εφιστά την προσοχή του σ' εκείνο που του χρειάζεται και θα έδινε τα πάντα για να το αποκτήσει. Αλλά ποιος από τους δυο πρέπει να καθορίσει τη δίκαιη αμοιβή. Εκείνος που δίνει πρώτος ή εκείνος που παίρνει; Εκείνος που δίνει πρώτος, παρέχει όπως φαίνεται, την εμπιστοσύνη του σ' αυτόν που παίρνει, πράγμα που έκανε ο Πρωταγόρας. (25) Όταν δηλ. εδίδασκε, ζητούσε από τους μαθητές του να υπολογίσουν την αξία των γνώσεων που απόκτησαν και σύμφωνα με τον υπολογισμό τους την αμοιβή του. Σε τέτοιες περιπτώσεις ευχαριστεί κάποιους το ρητό:

«Σε φίλο δάσκαλο ο μισθός αρκετός πρέπει να' ναι».

Όσοι, όμως, παίρνουν προκαταβολικά χρήματα, αλλά, ενώ έδωκαν υπερβολικές υποσχέσεις, δεν εκτέλεσαν τίποτε από εκείνα που υποσχέθηκαν, δικαιολογημένα εκτίθενται σε αντεγκλήσεις, (30) αφού δεν ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις που αναλάβανε. Ίσως αναγκάζονται να κάμνουν αυτό οι σοφιστές, γιατί κανένας δεν δίνει σ' αυτούς χρήματα για να μάθει ό,τι γνωρίζουν. Εκείνοι, επομένως που δεν εκτελούν εκείνο, που γι' αυτό πήραν χρήματα, κατακρίνονται δίκαια. Εκεί όμως που δεν έχει κανονιστεί συμφωνία σχετικά με τις τυχόν προσφερθείσες υπηρεσίες, (35) δεν γίνεται καμιά προστριβή σε περίπτωση που ο ένας εξυπηρετεί τον άλλο χωρίς καμιά ιδιοτελή πρόθεση (τέτοια είναι η αληθινή φιλία που βασίζεται στην αρετή). [1164b] Στην περίπτωση αυτή η αμοιβαιότητα πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με απόφαση παρμένη ύστερα από σκέψη (γιατί αυτό είναι το γνώρισμα της φιλίας και της αρετής). Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για όσους έχουν μετάσχει στη φιλοσοφία, γιατί το χρήμα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην εκτίμηση της αξίας της διδασκαλίας, γιατί καμιά αμοιβή δεν μπορεί να θεωρηθεί ίσης αξίας με τη διδασκαλία. Και γι' αυτό ίσως θα ήταν αρκετό να προσφέρουμε σ' αυτή την περίπτωση ό,τι μπορούμε, (5) όπως κάμνουμε και για τους θεούς και τους γονιούς μας όταν πρέπει). Αν όμως η παροχή δεν είναι τέτοια, μα υπολογίζεται με βάση μια αντιπαροχή, τότε πρέπει να γίνεται και για τα δύο μέρη σύμφωνα με την αξία της. Αν δεν συμβαίνει αυτό, φαίνεται όχι μονάχα αναγκαίο, αλλά και δίκαιο, (10) αυτός που παίρνει την παροχή να καθορίζει εκ των προτέρων την αξία της. Γιατί αν ο δεύτερος των συμβαλλομένων παίρνει κι αυτός αμοιβή για τη βοήθεια ή την απόλαυση που πρόσφερε, η αντιπαροχή θα είναι δίκαιη. Αυτό συμβαίνει και στις αγοραπωλησίες. Σε μερικούς όμως τόπους υπάρχουν νόμοι που απαγορεύουν την διενέργεια δικών, όταν πρόκειται για εκούσια συμβόλαια, για τον λόγο ότι ένα πρόσωπο, που χάρισε την εμπιστοσύνη του σε άλλο, πρέπει να κανονίζει την υπόθεσή του σύμφωνα με την σύμβαση που συνέταξε. (15) Γιατί στο νομοθέτη φαίνεται πιο δίκαιο, να καθορίζει στην αντιπαροχή το πρόσωπο, στο οποίο παρασχέθηκε η εμπιστοσύνη κι όχι το πρόσωπο που την παρέσχε. Γιατί πολλές φορές συμβαίνει, ώστε ο κάτοχος ενός αντικειμένου κι αυτός που επιθυμεί να το αποκτήσει, να μην αποτιμούν στον ίδιο βαθμό την αξία του. Ο καθένας αγαπά κι εκτιμά εκείνο που κατέχει και δίνει.

Η ανταλλαγή, λοιπόν, πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με την εκτίμηση της αξίας του αντικειμένου από αυτόν που το παίρνει. (20) Οπωσδήποτε πρέπει να είναι ανάλογα με την αξία, σύμφωνα με την οποία ο κάτοχος εξετίμησε το αντικείμενο πριν το αποκτήσει και όχι με την αξία που υπολόγισε γι' αυτό, όταν είχε περιέλθει πια στην κατοχή του.

Ακόμη γεννούν απορία και τα εξής ζητήματα: έχει υποχρέωση ο γιος να παραχωρεί τα πάντα στον πατέρα του και να πειθαρχεί σ' αυτόν σε κάθε περίσταση; Ή, στην περίπτωση που είναι άρρωστος, να συμμορφώνεται με τις συνταγές του γιατρού; Πρέπει να εκλέγεται για στρατηγός ο κατάλληλος για την διεξαγωγή του πολέμου; (25) Έχουμε υποχρέωση να εξυπηρετούμε ένα φίλο μάλλον ή έναν ηθικό άνθρωπο; Χρωστούμε να δίνουμε φόρο ευγνωμοσύνης σ' έναν ευεργέτη μας μάλλον ή να προσφέρουμε δώρα σ' ένα φίλο μας, εφόσον δεν μπορούμε ν' ανταποκριθούμε και στις δυο αυτές υποχρεώσεις; Άραγε δεν είναι δύσκολο να δώσει κανείς ακριβή απάντηση σ' όλα τα τέτοιας λογής ζητήματα; (Γιατί στα θέματα αυτά παρεισφρύουν πολλές διακρίσεις, που έχουν μεγάλη περισσότερο ή λιγότερο σημασία σχετικά με το ηθικώς ωραίο και το αναγκαίο). (30) Το ότι δεν πρέπει να δίνουμε τα πάντα σ' ένα και το αυτό πρόσωπο, είναι φανερό. Ακόμη πρέπει ν' ανταποδίδουμε τις ευεργεσίες μάλλον παρά να ευχαριστούμε τους συντρόφους μας, αφού η ευεργεσία πρέπει να παραβληθεί μ' ένα δάνειο, στο οποίο ο δανειστής έχει μεγαλύτερη αξίωση παρά ο σύντροφος. Ίσως όμως κι αυτό να μην ισχύει σ' όλες τις περιπτώσεις. Αν, λ.χ. εξαγορασθεί κανείς με λύτρα που καταβλήθηκαν σε ληστές, πρέπει κι αυτός να εξαγοράσει αυτόν που τον ελευθέρωσε, (35) οποιοσδήποτε κι αν είναι, ή πρέπει να δώσει πίσω το ποσό που κατέβαλε, κι αν ακόμη το πρόσωπο που τον απελευθέρωσε, δεν έχει συλληφθεί από ληστές, αλλ' απαιτεί την επιστροφή του χρέους ή, τέλος, οφείλει να ελευθερώσει πριν από κάθε άλλο τον αιχμάλωτο πατέρα του; [1165a] Γιατί φαίνεται ότι έχει κανείς την υποχρέωση να εξαγοράσει μάλλον τον πατέρα του παρά τον ίδιο τον εαυτό του. Όπως, λοιπόν, είπαμε, ισχύει ο κανόνας, ότι πριν από κάθε άλλο πρέπει να εκτελεί κανείς τις υποχρεώσεις του. Αν όμως η δωρεά απευθύνεται σ' ένα πρόσωπο ενάρετο ή που βρίσκεται σε ανάγκη, πρέπει, για χάρη αυτών των περιστάσεων, να ξεφύγουμε από τον κανόνα. (5) Κάποτε δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται με την ισότητα το ν' ανταποδίδει κάποιος την υπηρεσία που του πρόσφεραν, όταν δηλ. κάποιος εξυπηρετεί ένα πρόσωπο, που γνωρίζει ότι είναι ηθικό, ενώ εκείνος που εξυπηρετήθηκε θ' ανταπέδιδε την υπηρεσία σε άνθρωπο που γνωρίζει ότι είναι κακός. Ούτε πρέπει να δανείζει σ' ένα δανειστή του, γιατί ο ένας δάνεισε ένα έντιμο πρόσωπο, βέβαιος ότι θα του επιστρεφόταν το χρωστούμενο ποσό, κι ο άλλος δε μπορούσε να ελπίζει, ότι θα εξοφλείτο το δάνειο που χορηγήθηκε από έναν ασυνείδητο χρεοφειλέτη. (10) Αν, πραγματικά, είναι έτσι τα πράγματα, η αρχή της δράσης δεν είναι δίκαιη, αν, πάλι, πρόκειται για συλλογισμό που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, μπορεί να φανεί ότι οι άνθρωποι δεν ενεργούν ανόητα. Όπως πολλές φορές είπαμε ως τώρα, κάθε συλλογισμός σχετικός με τα πάθη και τις πράξεις του ανθρώπου έχει σαν όριο την κάθε μια περίπτωση.

Το ότι δεν πρέπει, λοιπόν, να μοιράζουμε σ' όλους τα ίδια πράγματα (15) ούτε και στον πατέρα μας όλα, όπως δεν προσφέρονται όλα σαν θυσία στο Δία, είναι φανερό. Κι επειδή οι γονιοί, τ' αδέρφια, οι συντρόφοι, οι ευεργέτες έχουν διάφορες αξιώσεις, πρέπει να δίνει στον καθένα απ' αυτούς ό,τι του ανήκει και του ταιριάζει. Και φαίνεται ότι οι άνθρωποι ενεργούν κανονικά μ' αυτόν τον τρόπο. Στους γάμους προσκαλούν τους συγγενείς (γιατί το γένος είναι κοινό και κοινές οι πράξεις που το ενδιαφέρουν). (20) Επίσης νομίζουν ότι και στις κηδείες πρέπει να παρευρίσκονται οι συγγενείς για τον ίδιο λόγο. Ακόμα φαίνεται ότι πρέπει να εξασφαλίζουμε τα απαραίτητα για τη ζωή πριν από κάθε άλλο για τους γονιούς μας, όπως το χρωστούμε σ' αυτούς, και έχει μεγαλύτερη ηθική αξία να παρέχουμε τα μέσα διατροφής σ' εκείνους στους οποίους χρωστούμε την ύπαρξή μας, παρά σ' εμάς τους ίδιους. Το ίδιο πρέπει να χορηγούμε τιμές στους γονιούς μας όπως ακριβώς στους θεούς, αλλά όχι όλες ανεξαιρέτως τις τιμές. (25) Γιατί δεν πρέπει ν' αποδίδουμε τις ίδιες τιμές στον πατέρα και στη μάνα ούτε αυτές που οφείλουμε στους σοφούς και στους στρατηγούς, αλλά αυτές που ταιριάζουν στον πατέρα και στη μάνα. Όμοια πρέπει να δείχνουμε σεβασμό και στους γεροντότερους ανάλογα με την ηλικία τους, να σηκωνόμαστε, όταν μας ζυγώνουν, να τους δίνουμε την τιμητική θέση στο τραπέζι και τα παρόμοια.

Στους συντρόφους και στ' αδέλφια μας χρωστούμε ειλικρίνεια και να έχουμε μαζί τους όλα τα πράγματα κοινά. (30) Τέλος, στους συγγενείς μας, τα μέλη της φυλής μας, τους συμπολίτες μας και σ' όλους τους υπόλοιπους πρέπει να προσπαθούμε πάντοτε να μοιράζουμε ό,τι τους ανήκει ανάλογα με το βαθμό της συγγένειας και σύμφωνα με το μέτρο της αρετής και της αξίας, που έχουν σχετικά με μας. Όσον αφορά τα πρόσωπα που έχουν την ίδια καταγωγή με μας το πράγμα είναι πιο εύκολο, ενώ για τους ξένους πιο δύσκολο. (35) Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάμνει να παραλείπουμε το καθήκον μας, αλλά πρέπει να έχουμε μπροστά στα μάτια μας τις διακρίσεις που αναφέραμε πάρα πάνω, όσο είναι δυνατό.

Μας προκαλεί απορία και το ζήτημα, αν πρέπει να διαλύουμε τη φιλία [1165b] ή όχι με κείνους που δείχνονται διαφορετικοί απ' ό,τι ήταν. Δεν είναι ίσως καθόλου παράξενο να διακόπτουμε την φιλία με 'κείνους που συνδεθήκαμε για χάρη συμφέροντος ή απολαύσεως, όταν αυτοί πάψουν να είναι ωφέλιμοι ή ευχάριστοι; [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] Αλλά δικαιολογημένα θα μπορούσε κάποιος να κατακρίνει εκείνον, (5) που μολονότι δεν επιζητούσε στη φιλία παρά μονάχα ωφέλεια ή απόλαυση, υποκρινόταν ότι ήθελε να συνδέεται με φιλικούς δεσμούς μαζί μας για χάρη του ήθους μας. Καθώς είπαμε στην αρχή, οι έριδες ανάμεσα σε φίλους προέρχονται από το ότι αυτοί δεν ανταποκρίνονται σ' εκείνο που περιμέναμε απ' αυτούς. Αν κάποιος ξεγελαστεί νομίζοντας ότι αγαπιέται για το ήθος του, ενώ ο δήθεν φίλος δεν κάμνει τίποτε που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του, ας κατηγορεί τον εαυτό του. (10) Αν όμως παραπλανηθεί από την υποκρισία εκείνου, είναι δίκαιο να κατακρίνει τον υποκριτή και μάλιστα περισσότερο απ' όσο θα κατέκρινε έναν κιβδηλοποιό, γιατί το αντικείμενο που σχετίζεται με τέτοια ανήθικη ενέργεια, είναι πολύτιμο, αλλ' αν προσφέρει κανείς τη φιλία του σ' ένα πρόσωπο που νόμισε έντιμο και ηθικό, κι έπειτα όμως αντιληφθεί ότι το πρόσωπο αυτό είναι διεστραμμένο, πρέπει να εξακολουθήσει να το αγαπά; Ή μήπως αυτό είναι αδύνατο; Αφού η φιλία μας δεν πρέπει ν' απευθύνεται χωρίς διάκριση σε όλα τα πράγματα, αλλά αποκλειστικά στο αγαθό, (15) δε θέλουμε ν' αγαπούμε το κακό, ούτε είμαστε υποχρεωμένοι να κάμνουμε αυτό; Γιατί δεν πρέπει να είμαστε φίλοι του κακού και να εξομοιωνόμαστε με τους ανήθικους. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] Πρέπει, λοιπόν, να διαλύουμε τους φιλικούς δεσμούς αμέσως; Ή πρέπει να εγκαταλείπουμε μονάχα τους φίλους εκείνους που η διαστροφή τους είναι ανίατη και να δίνουμε τη βοήθειά μας σ' εκείνους που επιδέχονται βελτίωση μάλλον από ηθική παρά από υλική άποψη, (20) πράγμα που είναι προτιμότερο και ανταποκρίνεται περισσότερο στη φιλία; Κι όμως εκείνος που διαλύει τους φιλικούς δεσμούς δε φαίνεται να εκτελεί κάποια αταίριαστη πράξη. Η φιλία δεν απευθυνόταν σε ανθρώπους με τέτοιο χαρακτήρα. Κι επειδή ο άνθρωπος αυτός στο μεταξύ μεταβλήθηκε και δεν μπορεί κανείς να τον ξαναφέρει στον ίσιο δρόμο, χωρίζεται απ' αυτόν. Αλλά αν ο παλιός φίλος έμεινε όπως ήταν, κι ο άλλος έγινε στο μεταξύ πιο ενάρετος και ξεπερνά πολύ τον πρώτο στην αρετή μπορεί να διατηρήσει τη φιλία ή είναι αδύνατο; (25) Όσο πιο μεγάλη είναι η απόσταση ανάμεσα στους φίλους τόσο η περίπτωση γίνεται πιο καθαρή, όπως π.χ. στη φιλία εκείνη που υπήρχε στην παιδική ηλικία. Αν ο ένας από τους φίλους παραμένει παιδί στο μυαλό κι ο άλλος γίνεται άριστος άνθρωπος, πώς είναι δυνατό να μείνουν αυτοί οι δύο φίλοι, αφού ούτε θα έβρισκαν απόλαυση στα ίδια αντικείμενα, ούτε θα δοκίμαζαν τις ίδιες ηδονές και οδύνες; Ακόμα δε θα τους άρεσαν τα ίδια πράγματα, ούτε και θα αποστρέφονταν τα ίδια. (30) Αλλά χωρίς αυτό το πράγμα είναι αδύνατο να υπάρξουν φίλοι γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η συμβίωση. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] Πρέπει, λοιπόν, να συμπεριφερθούμε στο φίλο μας, σα να μην υπήρξε ποτέ τέτοιος; Ή πρέπει να διατηρήσουμε την ανάμνηση του παλιού φιλικού δεσμού και όπως νομίζουμε ότι πρέπει να ευχαριστούμε τους φίλους μας περισσότερο από τους ξένους, (35) δεν πρέπει να προτιμούμε οπωσδήποτε τους φίλους μας χάρη στην παλιά φιλία, εκτός αν η διάλυση αυτής είναι αποτέλεσμα κάποιας υπερβολικής διαστροφής;

Μτφρ. Α. Δαλέζιος. [1949–50] 1975. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Εις όλας δε τας ανομοιογενείς φιλίας δημιουργεί, ως ελέχθη, τον συμβιβασμόν και διατηρεί την φιλίαν ο κανών της ισότητος. Τοιουτοτρόπως και εις τας μεταξύ των πολιτών σχέσεις ο υποδηματοποιός λαμβάνει διά τα υποδήματά του την ανάλογον αμοιβήν, (35) ομοίως και ο υφάντης και οι λοιποί χειρώνακτες. [1164a] Επί του προκειμένου μέτρον κοινόν τυγχάνει το χρήμα, εις το οποίον αναφέρονται και διά του οποίου κανονίζονται τα πάντα. Αλλ' εις τας ερωτικάς σχέσεις ενίοτε ο εραστής, καίτοι δεν είναι διόλου αξιέραστος, παραπονείται, ότι, μολονότι αυτός αγαπά υπερβολικά, δεν ανταγαπάται, (5) συχνά δε οι αγαπώμενοι δυσανασχετούν διά το ότι οι ερασταί, ενώ προηγουμένως τους υπεσχέθησαν τα πάντα, τώρα δεν τους δίδουν τίποτε. Συμβαίνουν δε τα τοιαύτα, επειδή ο μεν εραστής αγαπά χάριν της ηδονής, ο δε ερώμενος χάριν του συμφέροντος∙ και οι δύο ευρίσκουν, ότι δεν πραγματοποιούν την πρόθεσίν των, διότι η επί τοιούτου είδους προθέσεων εδραζομένη φιλία διαλύεται, (10) όταν δεν παρέχεται εκείνο, διά το οποίον είχε συναφθή, διότι οι φίλοι δεν ηγαπώντο δι' εαυτούς, αλλ' ο είς διά τα υπάρχοντα του άλλου, τα οποία δεν είναι μόνιμα, διό δεν είναι μόνιμοι και αι τοιαύται φιλίαι. Τουναντίον η ηθική φιλία, ήτις συνάπτεται μόνον δι' εαυτήν, είναι σταθερά, καθώς είπομεν.

Εν τούτοις δημιουργούνται προστριβαί μεταξύ φίλων, όταν είς εξ αυτών δεν λαμβάνη εκείνο, το οποίον ποθεί, αλλά κάτι άλλο, διότι το να μη λαμβάνη κανείς εκείνο, το οποίον ορέγεται, (15) είναι, ως εάν μη ελάμβανε τίποτε. Τούτο συνέβη εις τον κιθαρωδόν εκείνον, εις τον οποίον κάποιος υπεσχέθη, ότι θα του έδιδε τόσω μεγαλυτέραν αμοιβήν, όσον ωραιότερον θα ήτο το άσμα του. Όταν όμως την επομένην πρωίαν ο κιθαρωδός εζήτησε την υπεσχημένην αμοιβήν, ο ακροατής του απήντησεν, ότι επλήρωσεν απόλαυσιν αντί απολαύσεως. Εάν και ο είς και ο έτερος επεθύμουν τούτο, το πράγμα θα ήτο ικανοποιητικόν δι' αμφοτέρους. Αλλά δοθέντος ότι ο μεν πρώτος επεδίωκε το υλικόν κέρδος, ο δε δεύτερος την απόλαυσιν, και ότι ο μεν δεύτερος επέτυχε τον σκοπόν του, (20) ο δε πρώτος δεν τον επραγματοποίησε, η συναφθείσα αμοιβαία συμφωνία δεν ετηρήθη, όπως έπρεπε. Διότι εφιστά τις την προσοχήν αυτού εις εκείνο, το οποίον του χρειάζεται και θα έδιδε διά ν' αποκτήση αυτό τα πάντα. Αλλά τις εκ των δύο οφείλει να καθορίση την δικαίαν αμοιβήν, εκείνος, όστις δίδει πρώτος ή εκείνος όστις λαμβάνει; Εκείνος, όστις δίδει πρώτος, παρέχει, ως φαίνεται, την εμπιστοσύνην αυτού εις τον λαμβάνοντα, πράγμα το οποίον έκαμνε και ο Πρωταγόρας. (25) Δηλαδή, όταν εδίδασκεν, εζήτει από τους μαθητάς του να υπολογίσουν την αξίαν των αποκτηθεισών γνώσεων και συμφώνως προς τον υπολογισμόν αυτών την αμοιβήν του. Εις τοιαύτας περιπτώσεις ευχαριστεί μερικούς το ρητόν:

«Στον άνδρα την αμοιβή του».

Εκείνοι όμως, οι οποίοι λαμβάνουν προκαταβολικώς χρήματα, αλλά, λόγω του ότι έδωσαν υπερβολικάς υποσχέσεις, δεν εξετέλεσαν τίποτε εξ εκείνων, τα οποία υπεσχέθησαν, (30) ευλόγως εκτίθενται εις αντεγκλήσεις, δεδομένου ότι δεν ανταπεκρίθησαν προς τας ανειλημμένας υποχρεώσεις των. Ίσως αναγκάζονται να πράττουν τούτο οι σοφισταί, διότι ουδείς δίδει εις αυτούς χρήματα διά να μάθη ό,τι αυτοί γνωρίζουν. Εκείνοι λοιπόν, οίτινες δεν εκτελούν εκείνο, διά το οποίον έλαβον χρήματα, κατακρίνονται δικαίως. Εκεί όμως, όπου δεν έχει συναφθή συμφωνία ως προς τας τυχόν παρασχεθείσας υπηρεσίας, ουδεμία λαμβάνει χώραν προστριβή, (35) εν περιπτώσει καθ' ην ο είς εξυπηρετεί τον άλλον άνευ ουδεμιάς ιδιοτελούς προθέσεως (τοιαύτη είναι πράγματι η φιλία, [1164b] η εδραζομένη επί της αρετής). Εν προκειμένω η αμοιβαιότης δέον να καθορίζεται συμφώνως προς μίαν περιεσκεμμένην βούλησιν (διότι τούτο είναι το γνώρισμα της φιλίας και της αρετής. Το αυτό δε φαίνεται ισχύον και ως προς τους συμμετασχόντας της φιλοσοφίας διότι το χρήμα δεν δύναται να χρησιμεύση εις την αποτίμησιν της αξίας της διδασκαλίας, δεδομένου ότι ουδεμία αμοιβή τυγχάνει ισότιμος. (5) Διό και ίσως θα ήτο αρκετόν να προσφέρωμεν εν τη περιπτώσει ταύτη ό,τι δυνάμεθα, όπως πράττομεν και εν σχέσει προς τους θεούς και τους γονείς ενδεχομένως). Εάν όμως η παροχή δεν είναι τοιαύτης φύσεως, αλλ' αποτιμάται βάσει μιας αντιπαροχής, τότε πρέπει να γίνεται δι' αμφότερα τα μέρη κατ' αξίαν. Εάν δεν συμβαίνη τούτο, φαίνεται όχι μόνον αναγκαίον, (10) αλλά και δίκαιον, όπως ο λαμβάνων την παροχήν καθορίζη εκ των προτέρων την αξίαν της. Διότι, εάν ο έτερος των συμβαλλομένων λαμβάνη και αυτός την αμοιβήν της παρασχεθείσης βοηθείας ή της απολαύσεως, η αντιπαροχή θα είναι δικαία. Τούτο συμβαίνει και όσον αφορά εις τας αγοραπωλησίας. Είς τινας όμως τόπους υπάρχουν νόμοι μη επιτρέποντες την διενέργειαν δικών, προκειμένου περί εκουσίων συμβολαίων διά τον λόγον, ότι έν πρόσωπον, που παρέσχε την εμπιστοσύνην του εις έν άλλο, οφείλει να κανονίζη την υπόθεσίν του (15) συμφώνως προς την καταρτισθείσαν σύμβασιν. Διότι φαίνεται εις τον νομοθέτην δικαιότερον, όπως την αντιπαροχήν καθορίζη το πρόσωπον, εις το οποίον παρεσχέθη η εμπιστοσύνη και ουχί το πρόσωπον, που την παρέσχε. Διότι πολλάκις συμβαίνει, ώστε ο κάτοχος ενός αντικειμένου και ο επιθυμών να το αποκτήση, δεν αποτιμούν κατ' ίσην μοίραν την αξίαν του. Ο καθείς αγαπά και εκτιμά εκείνο, το οποίον κατέχει και δίδει.

Κατά ταύτα η ανταλλαγή πρέπει να διενεργήται συμφώνως προς την αποτίμησιν της αξίας του αντικειμένου εκ μέρους (25) του λαμβάνοντος. Οπωσδήποτε πρέπει να είναι ανάλογος προς την αξίαν, συμφώνως προς την οποίαν ο κάτοχος έκρινε το αντικείμενον πριν ή το αποκτήση και όχι προς την αξίαν, την οποίαν του απέδωσεν, όταν περιήλθε πλέον εις την κατοχήν του.

Ωσαύτως απορίαν γεννούν και τα επόμενα ζητήματα: Ο υιός οφείλει να παραχωρή τα πάντα εις τον πατέρα του και να τον υπακούη εις κάθε περίστασιν; Ή, εν περιπτώσει κατά την οποίαν είναι άρρωστος, να συμμορφώνεται προς τας συνταγάς του ιατρού; Πρέπει να εκλέγεται ως στρατηγός ο κατάλληλος διά την διεξαγωγήν του πολέμου; Οφείλομεν να εξυπηρετούμεν ένα φίλον μάλλον ή ένα ενάρετον άνθρωπον; (25) Οφείλομεν ν' απονέμωμεν φόρον ευγνωμοσύνης εις ένα ευεργέτην μας μάλλον παρά να κάμνωμεν δώρα εις ένα φίλον μας, εφ' όσον δεν δυνάμεθα ν' ανταποκριθώμεν προς τας δύο αυτάς υποχρεώσεις; Άραγε δεν είναι δύσκολον να δώση κανείς απάντησιν ακριβή εις όλα τα τοιούτου είδους ζητήματα; (Διότι εις τα θέματα ταύτα εμφιλοχωρούν πολλαί διακρίσεις, έχουσαι μεγάλην κατά το μάλλον ή ήττον σημασίαν εν σχέσει προς το ηθικώς ωραίον και (30) το αναγκαίον). Το ότι δεν πρέπει να παρέχωμεν τα πάντα εις έν και το αυτό πρόσωπον, είναι φανερόν. Επίσης πρέπει ν' ανταποδίδωμεν τας ευεργεσίας μάλλον παρά να ευχαριστούμεν τους συντρόφους μας, δεδομένου ότι η ευεργεσία δέον να παραβληθή με ένα δάνειον, επί του οποίου ο δανειστής έχει μεγαλυτέραν αξίωσιν παρά ο σύντροφος. Αλλ' ίσως και τούτο να μη ισχύη δι' όλας τας περιπτώσεις. Εάν λόγου χάριν, εξαγορασθή κανείς διά λύτρων καταβληθέντων εις ληστάς, (35) οφείλει και αυτός να εξαγοράση τον λυτρωτήν του, οστισδήποτε και αν είναι, ή πρέπει να επιστρέψη το καταβληθέν ποσόν, και αν ακόμη το πρόσωπον, το οποίον τον απηλευθέρωσε, δεν έχη συλληφθή υπό ληστών, [1165a] αλλ' απαιτή την επιστροφήν των οφειλομένων ή, τέλος, οφείλει ν' απελευθερώση προ παντός άλλου τον αιχμάλωτον πατέρα του; Διότι φαίνεται ότι έχει κανείς την υποχρέωσιν να εξαγοράση μάλλον τον πατέρα του παρά αυτόν τον ίδιον τον εαυτόν του. Όπως λοιπόν είπομεν, ισχύει ο κανών, ότι προ παντός άλλου οφείλει να εκτελή κανείς τας υποχρεώσεις του. Εάν όμως η δωρεά απευθύνεται προς ένα πρόσωπον ενάρετον ή ευρισκόμενον εις την ανάγκην, πρέπει, χάριν αυτών των περιστάσεων, να παρεκκλίνωμεν από τον κανόνα. (5) Ενίοτε δεν φαίνεται ανταποκρινόμενον προς την ισότητα το ν' ανταποδίδη κανείς την υπηρεσίαν, την οποίαν του έκαμαν, δηλαδή όταν κανείς εξυπηρετή ένα πρόσωπον, το οποίον γνωρίζει ότι είναι ενάρετον, ενώ ο εξυπηρετηθείς θ' ανταπέδιδε την υπηρεσίαν εις άνθρωπον τον οποίον γνωρίζει, ότι είναι κακός. Ουδέ πρέπει κανείς ενίοτε να δανείζη εις ένα δανειστήν του, διότι ο μεν είς εδάνεισεν εις έντιμον πρόσωπον, βέβαιος ότι θα τω επεστρέφετο το οφειλόμενον ποσόν, ο δε έτερος δεν ηδύνατο να ελπίζη, ότι θα εξωφλείτο το χορηγηθέν δάνειον (10) παρ' ενός ασυνειδήτου οφειλέτου.

Εάν όντως έχουν ούτω τα πράγματα, η αρχή της δράσεως δεν είναι δικαία, εάν δε πάλιν πρόκειται περί διαλογισμού μη ανταποκρινομένου προς την πραγματικότητα, δυνατόν να φανή, ότι οι άνθρωποι δεν ενεργούν ανοήτως. Όπως ήδη πολλάκις είπομεν, κάθε διαλογισμός σχετικός προς τα πάθη και τας πράξεις του ανθρώπου έχει τας καθ' έκαστον περιπτώσεις ως όριον.

Το ότι λοιπόν δεν πρέπει ν' απονέμωμεν εις όλους τα αυτά, (15) ούτε εις αυτόν τον πατέρα μας τα πάντα, όπως και δεν προσφέρονται τα πάντα ως θυσία εις τον Δία, είναι φανερόν. Επειδή δε οι γονείς, οι αδελφοί, οι σύντροφοι, οι ευεργέται έχουν αξιώσεις διαφόρους, πρέπει ν' αποδίδη τις εις έκαστον εξ αυτών ό,τι του ανήκει και του αρμόζει. Και φαίνεται, ότι οι άνθρωποι ενεργούν πράγματι κατά τον τρόπον τούτον. Εις τους γάμους προσκαλούν τους συγγενείς (διότι το γένος είναι κοινόν (20) και κοιναί αι πράξεις, αίτινες το ενδιαφέρουν). Επίσης φρονούν, ότι και εις τας κηδείας πρέπει να παρευρίσκωνται οι συγγενείς διά τον αυτόν λόγον. Ωσαύτως φαίνεται, ότι δέον να εξασφαλίζωμεν τα προς το ζην προ παντός άλλου εις τους γονείς μας, ως οφειλέται προς αυτούς, και ότι έχει μεγαλυτέραν ηθικήν αξίαν το να παρέχωμεν τα μέσα της διατροφής εις εκείνους, εις τους οποίους οφείλομεν την ύπαρξίν μας, παρά εις ημάς τους ιδίους. Ομοίως οφείλομεν ν' απονέμωμεν τιμάς εις τους γονείς μας, καθώς ακριβώς εις τους θεούς, (25) αλλ' ουχί όλας ανεξαιρέτως τας τιμάς. Διότι δεν πρέπει ν' αποδίδωμεν τας ιδίας τιμάς εις τον πατέρα και την μητέρα, ούτε τας οφειλομένας εις τους σοφούς και τους στρατηγούς, αλλά τας προσηκούσας εις τον πατέρα και την μητέρα. Ομοίως πρέπει ν' απονέμωμεν σεβασμόν και προς τους πρεσβυτέρους αναλόγως της ηλικίας των, να σηκωνώμεθα, όταν μας πλησιάζουν, να δίδωμεν εις αυτούς την τιμητικήν θέσιν εις το τραπέζι και τα τοιαύτα. Εις τους συντρόφους και τους αδελφούς μας οφείλομεν ειλικρίνειαν και (30) κοινότητα των πάντων. Τέλος, εις τους συγγενείς μας, τα μέλη της φυλής μας, τους συμπολίτας μας και εις όλους τους λοιπούς πρέπει να προσπαθούμεν πάντοτε ν' απονέμωμεν ό,τι τους ανήκει αναλόγως του βαθμού της συγγενείας και κατά το μέτρον της αρετής και της αξίας, την οποίαν έχουν εν σχέσει προς ημάς. Όσον αφορά εις πρόσωπα έχοντα την αυτήν καταγωγήν, το πράγμα είναι ευκολώτερον, δυσκολώτερον δε ως προς ξένους. Πλην όμως τούτο δεν πρέπει να μας κάμνη να παραλείπωμεν το καθήκον μας, (35) γαλλά δέον να έχωμεν προ οφθαλμών τας ανωτέρω μνημονευθείσας διακρίσεις, εφ' όσον είναι δυνατόν.

Απορίαν γεννά και το ζήτημα, εάν πρέπει να διαλύωμεν [1165b] ή μη την φιλίαν με εκείνους, οι οποίοι δεικνύονται διαφορετικοί απ' ό,τι ήσαν. Δεν είναι ίσως διόλου άτοπον να διακόπτωμεν την φιλίαν με εκείνους, με τους οποίους συνεδέθημεν χάριν συμφέροντος ή απολαύσεως, όταν ούτοι παύσουν να είναι ωφέλιμοι ή ευχάριστοι; Αλλ' ευλόγως θα ηδύνατό τις να κατακρίνη εκείνον, ο οποίος, μολονότι δεν επεζήτει εις την φιλίαν παρά μόνον ωφέλειαν ή απόλαυσιν, (5) υπεκρίνετο, ότι ήθελε να συνδέεται διά φιλικών δεσμών μαζί μας χάριν του ήθους μας. Καθώς είπομεν εις την αρχήν, αι μεταξύ φίλων έριδες προέρχονται εκ του ότι ούτοι δεν ανταποκρίνονται προς εκείνο, το οποίον ανεμένετο παρ' αυτών. Εάν κανείς απατηθή, φανταζόμενος ότι αγαπάται διά το ήθος του, ενώ ο δήθεν φίλος δεν πράττει τίποτε ανταποκρινόμενον προς τας προσδοκίας του, (10) ας αιτιάται τον εαυτόν του. Εάν όμως παραπλανηθή από την υποκρισίαν εκείνου, δίκαιον είναι να κατακρίνη τον υποκριτήν και μάλιστα περισσότερον παρ' όσον θα κατέκρινεν ένα κιβδηλοποιόν, διότι το αντικείμενον, το προσβαλλόμενον υπό τοιαύτης ανηθίκου ενεργείας, είναι πολυτιμότερον. Αλλ' εάν προσφέρη κανείς την φιλίαν του εις ένα πρόσωπον, το οποίον εξέλαβε ως έντιμον και χρηστόν, κατόπιν δε αντιληφθή, ότι το πρόσωπον αυτό είναι διεστραμμένον, πρέπει να εξακολουθήση να το αγαπά; Ή τούτο είναι αδύνατον; Δεδομένου ότι η φιλία μας δεν πρέπει ν' απευθύνεται αδιακρίτως προς πάντα, (15) αλλ' αποκλειστικώς προς το αγαθόν, δεν θέλομεν ν' αγαπώμεν το κακόν, ούτε οφείλομεν να πράττωμεν τούτο; Διότι δεν πρέπει να είμεθα φίλοι του κακού και να εξομοιούμεθα προς τους φαύλους. Πρέπει λοιπόν να διαλύωμεν τους φιλικούς δεσμούς ευθύς αμέσως; Ή πρέπει να εγκαταλείπωμεν μόνον τους φίλους εκείνους, η διαστροφή των οποίων είναι ανίατος και να παρέχωμεν την βοήθειάν μας εις τους επιδεκτικούς βελτιώσεως μάλλον υπό ηθικήν παρά υπό υλικήν έποψιν, (20) πράγμα το οποίον είναι προτιμότερον και περισσότερον ανταποκρινόμενον προς την φιλίαν; Και όμως ο διαλύων τους φιλικούς δεσμούς δεν φαίνεται ότι εκτελεί άτοπόν τινα πράξιν. Η φιλία δεν απηυθύνετο προς τοιούτου χαρακτήρος άνθρωπον. Επειδή δε ο άνθρωπος αυτός εν τω μεταξύ μετεβλήθη, και δεν δύναται κανείς να τον επαναφέρη εις την ευθείαν οδόν, χωρίζεται από αυτόν. Αλλ' εάν ο μεν παλαιός φίλος έμεινεν, όπως ήτο, ο δε άλλος έγινεν εν τω μεταξύ κοσμιώτερος, και υπερβάλλη πολύ τον πρώτον ως προς την αρετήν, δύναται να διατηρήση την φιλίαν ή είναι αδύνατον; (25) Όσον είναι μεγαλυτέρα η μεταξύ των φίλων απόστασις, τόσον η περίπτωσις αύτη καθίσταται σαφεστέρα, καθώς επί παραδείγματι, εις την φιλίαν εκείνην, την συναφθείσαν κατά την παιδικήν ηλικίαν. Εάν ο είς των φίλων παραμένη παιδίον ως προς την διάνοιαν, ο δε έτερος γίνεται άριστος ανήρ, πώς είναι δυνατόν να μείνουν αυτοί οι δύο φίλοι, εφ' όσον ούτε θα εύρισκον εις τα αυτά αντικείμενα απόλαυσιν, ούτε θα εδοκίμαζον τας ιδίας ηδονάς και οδύνας; Επίσης δεν θα τους ήρεσκον ούτε θ' απήρεσκον τα αυτά πράγματα. (30) Αλλ' άνευ αυτού είναι αδύνατον να υπάρξουν φίλοι, διότι εν τη περιπτώσει ταύτη δεν είναι δυνατή η συμβίωσις. Πρέπει λοιπόν να συμπεριφερθώμεν προς τον φίλον μας, ως εάν ουδέποτε υπήρξε τοιούτος; Ή οφείλομεν να διατηρήσωμεν την ανάμνησιν του παλαιού φιλικού δεσμού και, όπως φρονούμεν ότι πρέπει να ευχαριστούμεν τους φίλους μας περισσότερον παρά τους ξένους, (35) δεν πρέπει να προκρίνωμεν οπωσδήποτε τους φίλους μας χάρις εις την παλαιάν φιλίαν, εκτός εάν η διάλυσις αυτής οφείλεται εις κάποιαν υπερβολικήν διαστροφήν;