Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Κάθε φιλία βασίζεται, όπως είπαμε, σε κάποια κοινωνική σχέση. Αλλά θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει στην προκειμένη περίπτωση τη συγγενική από την μεταξύ εταίρων φιλία. Αντίθετα οι φιλίες μεταξύ των συμπολιτών, των μελών μιας φυλής, των συνταξιδιωτών και των παρόμοιων έχουν, όπως φαίνεται, τα χαρακτηριστικά μάλλον των συνεταιρισμών, (15) γιατί στηρίζονται πάνω σ' ένα συμβόλαιο. Σε τέτοιους φιλικούς δεσμούς, θα μπορούσε να κατατάξει κάποιος και την φιλοξενία. Αλλά κι η φιλία μεταξύ των συγγενών φαίνεται να είναι πολλών ειδών, αλλά εξαρτάται, σ' όλη την έκτασή της, από την πατρική. Γι' αυτό οι γονιοί αγαπούν τα παιδιά τους, επειδή προέρχονται απ' αυτούς, και τα παιδιά επειδή προέρχονται από εκείνους. (20) Αλλά οι γονιοί ξεύρουν ότι τα παιδιά τους προέρχονται απ' αυτούς πιο σίγουρα, απ' όσο τα παιδιά τους ότι οφείλουν σ' αυτούς την ύπαρξή τους. Ο δεσμός δηλ. ανάμεσα σ' εκείνον που γεννά κι εκείνον που γεννιέται είναι πιο στενός, παρά αυτού που γεννιέται κι αυτού που γεννά. Ό,τι γεννιέται από μας συγγενεύει πιο πολύ με την ουσία μας, όπως είναι τα δόντια, οι τρίχες κι όλα όσα έχουμε, αλλά σ' αυτόν που γεννιέται δεν ανήκει ο γεννήτορας σαν δικό του απόκτημα ή ανήκει λιγότερο. Κι η διάρκεια όμως του χρόνου φέρνει στην προκειμένη περίπτωση μια διαφορά. (25) Γιατί οι γονιοί αγαπούν τα παιδιά τους ευθύς μόλις γεννηθούν, ενώ τα παιδιά αφού περάσει ορισμένος χρόνος, όταν δηλ. αποκτήσουν νόηση και αίσθηση. Απ' εδώ γίνεται φανερό, γιατί οι μητέρες αγαπούν περισσότερο τα παιδιά τους (παρά οι πατέρες). Οι γονιοί αγαπούν τα παιδιά τους όπως αγαπούν τον εαυτό τους, για το λόγο ότι αυτά χωρίσθηκαν απ' αυτούς σαν ενσαρκώσεις των γονιών τους, ενώ τα παιδιά αγαπούν τους γονιούς, επειδή χρωστούν σ' αυτούς την ύπαρξή τους. (30) Και τ' αδέρφια αγαπιούνται επειδή προέρχονται από τους ίδιους γεννήτορες. Η κοινή καταγωγή γεννά ανάμεσά τους τα ίδια συναισθήματα. Γι' αυτό και λέγεται ότι είναι από το ίδιο αίμα, είναι της ίδιας προέλευσης και τα παρόμοια. Είναι, λοιπόν, αποτελέσματα μιας και της αυτής ουσίας, αν και είναι χωρισμένοι σωματικά.

Επίσης η κοινή διαπαιδαγώγηση κι η μικρή διαφορά της ηλικίας συντείνουν πολύ στη γέννηση της φιλίας. Γιατί οι συνομήλικοι προσελκύουν ο ένας τον άλλο, κι οι κοινές συνήθειες δημιουργούν την αδερφοποίηση. (35) Για τούτο κι η αδερφική φιλία θεωρείται όμοια με την άμεσα σε εταίρους φιλία. [1162a] Οι σχέσεις ανάμεσα στα εξαδέρφια και τους άλλους συγγενείς οφείλονται στον ίδιο λόγο, επειδή δηλ. προέρχονται από τους ίδιους γονιούς. Κι άλλοι είναι περισσότερο, άλλοι λιγότερο συγγενείς, εφόσον είναι στενός ή μακρινός συγγενής ο κοινός γενάρχης. Η σχέση φιλίας των παιδιών με τους γονιούς, (5) όπως ακριβώς η σχέση των ανθρώπων προς τους θεούς, είναι αγάπη που απευθύνεται προς το αγαθό και το υπέροχο, επειδή οι γονιοί προσφέρουν στα παιδιά τους τις μέγιστες ευεργεσίες: την ύπαρξη, την διατροφή και, όταν ενηλικιωθούν, την εκπαίδευσή τους. Από μια τέτοια φιλία γεννιέται ευχαρίστηση και ωφέλεια πολύ μεγαλύτερη παρά εκείνη που υπάρχει μεταξύ ξένων, και είναι τόσο πιο μεγάλη όσο είναι πιο στενή η κοινή ζωή τους. (10) Στην αδερφική φιλία βρίσκονται συνενωμένες όλες οι ιδιότητες των μεταξύ εταίρων υφισταμένων φιλικών δεσμών, και περισσότερο όταν τ' αδέρφια είναι εξ ίσου ενάρετοι άνθρωποι και όμοιοι σε όλα. Γιατί τ' αδέρφια αγαπούν από γεννησιμιού ο ένας τον άλλο σαν παιδιά των ίδιων γονιών που τράφηκαν και ανατράφηκαν μαζί με τον ίδιο τρόπο. Τέλος η δοκιμασία του χρόνου είναι στην προκειμένη περίπτωση η πιο αποφασιστική και η πιο σίγουρη.

(15) Ανάλογη είναι και η φιλία μεταξύ των άλλων συγγενών.

Η ανάμεσα στον άνδρα και γυναίκα αμοιβαία αγάπη φαίνεται ότι προέρχεται από τη φύση. Γιατί ο άνθρωπος είναι προορισμένος από τη φύση περισσότερο για το συζυγικό παρά για τον πολιτικό βίο, αφού η οικογένεια είναι προγενέστερη και αναγκαιότερη από την πολιτεία και ότι η τεκνοποιία είναι κοινή σ' όλα τα έμβια όντα.

(20) Και σχετικά με τα άλλα ζωντανά πλάσματα η κοινότητα δεν απλώνεται πιο πέρα απ' αυτό το σημείο. Οι άνθρωποι όμως δεν συγκατοικούν αποκλειστικά για την τεκνοποιία, αλλά για την αντιμετώπιση των αναγκών της ζωής. Τα έργα των ανδρών και των γυναικών καταμερίζονται ευθύς από την αρχή και διαφέρουν μεταξύ των. Έτσι επαρκούν ο ένας στον άλλο και ο καθένας θέτει τις ιδιότυπες υπηρεσίες του στη διάθεση της συζυγικής κοινότητας. Γι' αυτό στην τέτοιας λογής φιλία συνδυάζεται, όπως φαίνεται, το τερπνό με το ωφέλιμο. (25) Τέτοια πλεονεκτική κατάσταση ίσως να οφείλεται και στην αρετή, αν οι σύζυγοι είναι ενάρετοι, γιατί ο καθένας από τους συζύγους έχει την δική του αρετή κι αυτό μπορεί να είναι πηγή χαράς και για τους δυο μαζί. Άλλος δεσμός φαίνεται να είναι τα παιδιά, γιατί και χωρίς παιδιά οι γάμοι διαλύονται εύκολα. Γιατί τα παιδιά είναι κοινό και για τους δυο αγαθό, κι ό,τι είναι κοινό, αποτελεί συνεκτικό δεσμό. (30) Το πώς πρέπει να ζει ο σύζυγος με τη γυναίκα του και γενικά ο φίλος με το φίλο, δεν είναι άλλο παρά το ζήτημα που αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου, που δεν είναι ίδιοι προκειμένου για φίλο απέναντι του φίλου, απέναντι ξένων, συντρόφων ή συμμαθητών.

Μτφρ. Α. Δαλέζιος. [1949–50] 1975. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Εκάστη φιλία εδράζεται, ως προελέχθη, επί τινος κοινωνικής σχέσεως. Αλλά θα ηδύνατό τις εν προκειμένω να διακρίνη την συγγενικήν από την μεταξύ εταίρων φιλίαν. Τουναντίον αι φιλίαι μεταξύ των συμπολιτών, των μελών μιας φυλής, των συνταξιδιωτών και των τοιούτων φέρουν, ως φαίνεται, μάλλον τον χαρακτήρα συνεταιρισμών, (15) διότι στηρίζονται επί τινος συμβολαίου. Εις τους τoιούτους φιλικούς δεσμούς θα ηδύνατό τις να κατατάξη και την φιλοξενίαν. Αλλά και η μεταξύ των συγγενών φιλία φαίνεται ότι είναι πολλών ειδών, πλην όμως εξαρτάται, ως προς πάσαν την έκτασιν αυτής, εκ της πατρικής. Διότι οι μεν γονείς αγαπούν τα τέκνα των, ως προερχόμενα εξ αυτών, τα δε τέκνα ως προερχόμενα εξ εκείνων. (20) Αλλ' οι γονείς γνωρίζουν ότι τα τέκνα των προέρχονται εξ αυτών περισσότερον, παρ' όσον τα τέκνα των ότι οφείλουν εις αυτούς την ύπαρξίν των. Ο δεσμός δηλονότι μεταξύ του γεννώντος και του γεννωμένου είναι στενώτερος, παρά μεταξύ του γεννωμένου και του γεννώντος. Ό,τι γεννάται εξ ημών συγγενεύει περισσότερον προς την ουσίαν μας, όπως είναι οι οδόντες, αι τρίχες και παν ό,τι έχομεν, αλλ' εις τον γεννηθέντα δεν ανήκει ο γεννών ως ίδιον απόκτημα ή ανήκει ολιγώτερον. Και η διάρκεια όμως του χρόνου συνεπάγεται εν προκειμένω μίαν διαφοράν. (25) Διότι οι γονείς αγαπούν τα τέκνα των, ευθύς όταν γεννηθούν, τα δε τέκνα μετά πάροδον ωρισμένου χρόνου, δηλαδή όταν ταύτα αποκτούν νόησιν και αίσθησιν. Εντεύθεν γίνεται φανερόν, διατί αι μητέρες αγαπούν περισσότερον τα τέκνα των (παρά οι πατέρες). Οι γονείς αγαπούν τα τέκνα των όπως αγαπούν τον εαυτόν των, διά τον λόγον ότι ταύτα εχωρίσθησαν απ' αυτών ως ενσαρκώσεις των γονέων των, ενώ τα τέκνα αγαπούν τους γονείς, διότι οφείλουν εις αυτούς την ύπαρξίν των, (30) οι δε αδελφοί αγαπώνται λόγω του ότι προέρχονται από τους ιδίους γεννήτορας. Η κοινή καταγωγή είναι εκείνη, ήτις γεννά μεταξύ των τα αυτά συναισθήματα. Διό και λέγεται, ότι είναι του ιδίου αίματος, της αυτής προελεύσεως και τα τοιαύτα. Είναι λοιπόν απότοκοι μιας και της αυτής ουσίας, καίτοι χωρισμένοι σωματικώς.

Ωσαύτως η κοινή διαπαιδαγώγησις και η μικρά διαφορά της ηλικίας συντείνουν πολύ εις την γέννησιν της φιλίας. Διότι οι συνομήλικες έλκονται προς αλλήλους, (35) αι δε κοιναί συνήθειαι δημιουργούν την αδελφοποίησιν. Διά τούτο και η αδελφική φιλία [1162a] θεωρείται ομοία προς την μεταξύ εταίρων υφισταμένην. Αι σχέσεις μεταξύ εξαδέλφων και λοιπών συγγενών οφείλονται εις τον αυτόν λόγον, διότι όλοι προέρχονται εκ των αυτών γονέων. Και άλλοι μεν είναι περισσότερον, άλλοι δε ολιγώτερον συγγενείς, εφ' όσον είναι στενός ή μακρινός συγγενής ο κοινός γενάρχης.

Η σχέσις φιλίας των τέκνων προς τους γονείς, (5) καθώς ακριβώς η σχέσις των ανθρώπων προς τους θεούς, είναι αγάπη απευθυνομένη προς το αγαθόν και το υπέροχον διότι οι γονείς παρέχουν εις τα τέκνα των τα μέγιστα των ευεργετημάτων: την ύπαρξίν των, την διατροφήν των, και, όταν ενηλικιωθούν, την εκπαίδευσίν των. Εκ της τοιαύτης φιλίας γεννάται τέρψις και ωφέλεια πολύ μεγαλυτέρα παρά εκ της μεταξύ ξένων τοιαύτης, τοσούτω δε μεγαλυτέρα όσω είναι στενωτέρα η μεταξύ αυτών κοινότης της ζωής. (10) Εις την αδελφικήν φιλίαν ευρίσκονται συνηνωμέναι όλαι αι ιδιότητες των μεταξύ εταίρων υφισταμένων φιλικών δεσμών, περισσότερον δε όταν οι αδελφοί είναι εξ ίσου χρηστοί άνθρωποι και όμοιοι καθ' όλα. Διότι οι αδελφοί αγαπούν εκ γενετής ο είς τον άλλον, ως τέκνα των αυτών γονέων τραφέντα και ανατραφέντα ομού κατά τον αυτόν τρόπον∙ τέλος δε η δοκιμασία του χρόνου είναι εν προκειμένω η αποφασιστικωτέρα και (15) η ασφαλεστέρα.

Ανάλογος είναι και η φιλία μεταξύ των λοιπών συγγενών.

Η μεταξύ ανδρός και γυναικός αμοιβαία αγάπη φαίνεται ότι προέρχεται εκ φύσεως. Διότι ο άνθρωπος είναι προωρισμένος εκ φύσεως περισσότερον διά τον συζυγικόν παρά διά τον πολιτικόν βίον, δεδομένου ότι η οικογένεια είναι προγενεστέρα και αναγκαιοτέρα της πολιτείας και ότι η τεκνοποιΐα είναι κοινή εις όλα τα έμβια όντα.

(20) Και ως προς μεν τα λοιπά έμβια όντα η κοινότης δεν εκτείνεται πέραν του σημείου τούτου, οι άνθρωποι όμως δεν συνοικούν αποκλειστικώς διά την τεκνοποιΐαν, αλλά και διά την αντιμετώπισιν των αναγκών της ζωής. Τα έργα ανδρών και γυναικών καταμερίζονται ευθύς εξ αρχής και διαφέρουν απ' αλλήλων. Τοιουτοτρόπως επαρκούν ο είς εις τον έτερον και ο καθείς θέτει τας ιδιοτύπους υπηρεσίας του εις την διάθεσιν της συζυγικής κοινότητος. Διά τούτο εις την τοιαύτην φιλίαν συνδυάζεται, (25) ως φαίνεται, το τερπνόν με το ωφέλιμον. Η τοιαύτη πλεονεκτική κατάστασις ίσως να οφείλεται και εις την αρετήν, εάν οι σύζυγοι είναι ενάρετοι, διότι εκάτερος των συζύγων έχει την ιδίαν εαυτού αρετήν και τούτο δυνατόν να είναι πηγή χαράς δι' αμφοτέρους. Άλλος δεσμός φαίνεται να είναι τα τέκνα, διό και οι άνευ τέκνων γάμοι ευκόλως διαλύονται. Διότι τα τέκνα είναι κοινόν δι' αμφοτέρους τους συζύγους αγαθόν, ό,τι δε είναι κοινόν, αποτελεί συνεκτικόν δεσμόν. Το πώς πρέπει να ζη ο σύζυγος (30) με την σύζυγον και ενγένει ο φίλος με τον φίλον, δεν είναι άλλο παρά το ζήτημα το αφορών εις την εφαρμογήν των κανόνων του δικαίου, οι οποίοι δεν είναι ίδιοι προκειμένου περί φίλου έναντι του φίλου του, έναντι ξένων, συντρόφων ή συμμαθητών.