Μτφρ. Π. Λεκατσάς. [1939] χ.χ. Λυκούργος. Κατά Λεωκράτους. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Και όμως, ω άνδρες, εις μόνους υμάς εκ των Ελλήνων δεν επιτρέπεται τίποτε εκ τούτων να παραβλέψητε. Επιθυμώ δε ολίγα από τα παλαιά να αναφέρω, τα οποία μεταχειριζόμενοι σεις ως παραδείγματα και περί του παρόντος και περί των άλλων ζητημάτων καλλίτερον να στοχάζεσθε. Διότι ακριβώς τούτο έχει η πόλις ημών μέγιστον αγαθόν, ότι παράδειγμα των ωραίων έργων έχει γίνει διά τους Έλληνας· επειδή όσον κατά την ηλικίαν η πόλις μας είναι αρχαιοτέρα πασών των άλλων, τοσούτον και οι πρόγονοι ημών κατά την ευγένειαν και την ανδρείαν υπερτερούσι των άλλων ανθρώπων. Ούτω την εποχήν καθ' ην εβασίλευεν ενταύθα ο Κόδρος συνέβη να καταλάβη την χώραν των αφορία και δι' αυτό απεφάσισαν να εκστρατεύσουν εναντίον της πόλεώς μας και εκδιώκοντες τους προγόνους μας να διανεμηθούν την χώραν μας. Και κατά πρώτον μεν αποστείλαντες ανθρώπους εις τους Δελφούς ηρώτων τον θεόν αν θα καταλάβουν τας Αθήνας· αποκριθέντος δε του θεού ότι θα καταλάβουν την πόλιν εάν δεν φονεύσουν τον βασιλέα των Αθηναίων Κόδρον, εξεστράτευσαν εναντίον των Αθηνών. Κάποιος όμως από τους Δελφούς Κλεόμαντις πληροφορηθείς το χρησμοδοτηθέν το παρήγγειλε κρυφίως εις τους Αθηναίους· ούτω δε, ως εκ τούτου φαίνεται, οι πρόγονοί μας και τους ξένους είχον ευνοϊκώς προς αυτούς διατελούντας. Όταν δε εισέβαλον εις την Αττικήν οι Πελοποννήσιοι, τι πράττουν οι πρόγονοί μας, ω άνδρες δικασταί; Δεν έφυγον εγκαταλείψαντες την χώραν, καθ' ον τρόπον ο Λεωκράτης, ούτε ανυπεράσπιστον την εκθρέψασαν αυτούς πατρίδα και τα ιερά αυτών παρέδοσαν, αλλά μολονότι ήσαν ολίγοι, κλεισθέντες πανταχόθεν επολιορκούντο και υπέμενον τα πάντα εις την πατρίδα. Και ούτω, ω άνδρες, ευγενείς ήσαν οι τότε βασιλεύοντες, ώστε προετίμων μάλλον να αποθνήσκουν υπέρ της σωτηρίας των υπηκόων των παρά να ζήσουν ανταλλάσσοντες την χώραν των με άλλην. Και διηγούνται λοιπόν ότι ο Κόδρος, αφού παρήγγειλεν εις τους Αθηναίους να αγρυπνούν επί πάντων όταν εκείνος θα έχη αφήσει την ζωήν, λαβών ένδυμα επαίτου, όπως εξαπατήση τους εχθρούς, και υπεξελθών διά των πυλών συνέλεγε φρύγανα προ της πόλεως· όταν δε ήλθον πλησίον του δύο άνδρες εκ του στρατοπέδου και εζήτουν πληροφορίας διά τα πράγματα της πόλεως, λέγεται ότι επιπεσών εφόνευσε τον ένα διά του δρεπάνου, και ότι ο άλλος εξοργισθείς κατά του Κόδρου και νομίσας ότι πρόκειται περί επαίτου έσυρε το ξίφος και εφόνευσεν αυτόν. Όταν λοιπόν συνέβησαν ταύτα οι μεν Αθηναίοι αποστείλαντες κήρυκα εζήτουν τον νεκρόν του βασιλέως, διά να τον θάψουν, λέγοντες εις αυτούς όλην την αλήθειαν· οι δε Πελοποννήσιοι τούτον μεν απέδοσαν, αντιληφθέντες δε ότι δεν είναι πλέον δι' αυτούς δυνατόν να καταλάβουν την χώραν απεχώρησαν. Εις δε τον Κλεόμαντιν τον Δελφόν η πόλις παρεχώρησε και εις αυτόν και εις τους απογόνους του παντοτινήν διατροφήν εις το Πρυτανείον. Βλέπετε· εις τον ίδιον βαθμόν ηγάπων την πατρίδα και ο Λεωκράτης και οι τότε βασιλείς οι οποίοι προετίμων να αποθνήσκουν εξαπατώντες τους πολεμίους, υπέρ αυτής και την ιδικήν των ζωήν να ανταλλάξουν με την κοινήν σωτηρίαν. Αλλά διά τούτο και αυτοί μόνοι εξ όλων είναι της χώρας οι επώνυμοι έχοντες τύχει τιμών ισοθέων, και ευλόγως· διότι την χώραν, υπέρ της οποίας με τόσον πάθος εφρόντιζον, δικαίως αυτήν και αποθανόντες εκληρονόμουν. Αλλά ο Λεωκράτης ούτε ζων, ούτε αποθανών θα λάβη δικαίως μέρος αυτής, μόνος δε εξ όλων κατ' εξοχήν πρεπόντως θα εξορισθή εκ της χώρας την οποίαν φεύγων εγκατέλειψεν εις τους πολεμίους· διότι δεν είναι ωραίον να σκεπάζη η ιδία γη ομοίως και τους διαπρέποντας κατά την ανδρείαν και τον πλέον άνανδρον εξ όλων των ανθρώπων.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1962. Λυκούργου Κατά Λεωκράτους. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Εν τούτοις, άνδρες δικασταί, μόνοι ημείς από όλους τους Έλληνας δεν δυνάμεθα να περιφρονήσωμεν τίποτε από αυτά. Επιθυμώ δε να σας διηγηθώ ολίγα από τα παλαιά, διά να σκεφθήτε καλύτερον και περί του αδικήματος του Λεωκράτους και περί των άλλων έχοντες αυτά ως παραδείγματα. Διότι τούτο είναι το μέγιστον αγαθόν, το οποίον έχει η πόλις μας, ότι δηλαδή είναι παράδειγμα των γενναίων πράξεων εις τους Έλληνας· διότι όσον κατά τον χρόνον είναι αρχαιοτάτη από όλας τας πόλεις, τόσον πολύ οι πρόγονοί μας έχουν διαφέρει από τους άλλους ανθρώπους κατά την αρετήν. Ότε δηλαδή ήτο βασιλεύς ο Κόδρος, οι Πελοποννήσιοι απεφάσισαν, επειδή η χώρα των δεν είχε καρποφορήσει, να εκστρατεύσουν εναντίον της πόλεώς μας και αφού εκδιώξουν τους προγόνους μας να διαμοιρασθούν αυτήν. Και πρώτον μεν έστειλαν απεσταλμένους εις τους Δελφούς και ηρώτησαν τον θεόν, αν θα καταλάβουν τας Αθήνας· αφού δε έδωκεν εις αυτούς ο θεός χρησμόν, ότι θα καταλάβουν αυτάς, αν δεν φονεύσουν τον βασιλέα των Κόδρον, εξεστράτευσαν κατά της πατρίδος μας. Κάποιος δε Κλεόμαντις από τους Δελφούς, αφού έμαθε τον χρησμόν, τον ανήγγειλε μυστικά εις τους Αθηναίους· τόσον πολύ, όπως φαίνεται οι πρόγονοί μας ήσαν αγαπητοί εις τους έξω της πατρίδος των ανθρώπους. Αφού δε οι Πελοποννήσιοι εισέβαλον εις την Αττικήν, τί κάμνουν, άνδρες δικασταί, οι πρόγονοί μας; Δεν αφήκαν την χώραν και να φύγουν, όπως ο Λεωκράτης, ούτε παρέδωκαν εις την διάκρισιν όλως διόλου των εχθρών την χώραν που τους έθρεψε και τα ιερά της, αλλά, αν και ήσαν ολίγοι, αφού εκλείσθησαν μέσα εις την πόλιν των, επολιορκούντο και αντείχον μέχρι τέλους. Και τόσον πολύ γενναίοι, άνδρες δικασταί, ήσαν εκείνοι που εβασίλευον τότε, ώστε επροτίμων να φονευθούν διά την σωτηρίαν των υπηκόων των μάλλον παρά να ζουν και να ανταλλάξουν την χώραν των με άλλην. Λέγουν λοιπόν, ότι ο Κόδρος, αφού παρήγγειλεν εις τους Αθηναίους να λάβουν μέτρα διά τους εαυτούς των, αν φονευθή, και αφού εφόρεσε στολήν επαίτου διά να απατήση, αν δυνηθή, τους εχθρούς, εβγήκε κρυφά έξω διά των πυλών και εμάζευε φρύγανα. Αφού δε επλησίασαν αυτόν δύο άνδρες από το στρατόπεδον των Πελοποννησίων και ηρώτων αυτόν τι γίνεται εις την πόλιν, λέγουν ότι ο Κόδρος επετέθη εναντίον του ενός εκ των δύο και τον εφόνευσε με το δρέπανον· τότε ο άλλος, αφού ωργίσθη εναντίον του Κόδρου και τον ενόμισεν ως επαίτην, έσυρε το ξίφος του και τον εφόνευσε. Αφού έγιναν αυτά, οι Αθηναίοι έστειλαν κήρυκα και εζήτουν να τους δώσουν τον βασιλέα διά να τον θάψουν λέγοντες εις αυτούς όλην την αλήθειαν. Οι δε Πελοποννήσιοι τούτον μεν απέδωκαν, αφού δε επείσθησαν, ότι δεν ηδύναντο πλέον να καταλάβουν την χώραν, απήλθον. Εις δε τον εκ Δελφών Κλεόμαντιν και τους απογόνους του η πόλις εχορήγησεν αιωνίως το δικαίωμα να τρέφωνται εις το Πρυτανείον. Βλέπετε όμοια με τον Λεωκράτη ηγάπων την πατρίδα οι βασιλείς της εποχής εκείνης, που επροτίμων εξαπατώντες τους πολεμίους να φονεύωνται δι' αυτήν και να ανταλλάσσουν την ψυχήν των με την κοινήν σωτηρίαν. Διά τούτο μόνον ούτοι έδωκαν εις την πόλιν το όνομά των και έτυχον τιμών ομοίων με εκείνας που δίδουν εις τους θεούς, και ευλόγως· διότι την χώραν εκείνην, διά την οποίαν τόσον πολύ ενδιεφέροντο, ταύτην και όταν απέθνησκον δικαίως εκληρονόμουν, διότι η χώρα αυτή, επειδή έφερε το όνομά των, εθεωρείτο κτήμα των. Αλλά ο Λεωκράτης ούτε ζων ούτε αποθανών θα ηδύνατο να έχη κάποιο δικαίωμα επ' αυτής, μόνος δε από όλους τους ανθρώπους δικαίως ήθελεν εξορισθή από την χώραν, την οποίαν άφησεν εις την διάκρισιν των εχθρών και έφυγεν. Διότι εκτός του ότι δεν είναι δίκαιον, δεν είναι και ευπρεπές η ιδία γη να σκεπάζη και εκείνους που εξέχουν κατά την αρετήν και εκείνον που εδείχθη ο δειλότατος των ανθρώπων.