Μτφρ. Π. Λεκατσάς. [1939] χ.χ. Λυκούργος. Κατά Λεωκράτους. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Εν τούτοις κατά ποίον τρόπον έχετε σεις οι ίδιοι θεσμοθετήση περί τούτων και πώς περί τούτων σκέπτεσθε, προσέξατε να ίδητε· διότι, μα την Αθηνάν, οι παλαιοί νόμοι και τα έθιμα της πόλεως είναι το εγκώμιον εκείνων οι οποίοι κατά πρώτον τα καθιέρωσαν, εάν δε δίδετε εις ταύτα προσοχήν, και τα δίκαια θα αποφασίσετε και εις τα όμματα όλων των ανθρώπων ότι είσθε σεβαστοί και άξιοι της πόλεως θα φανήτε. Έχετε δηλαδή όρκον τον οποίον ορκίζονται πάντες οι πολίται όταν έφηβοι γενόμενοι εγγραφώσι εις τον κατάλογον των πολιτών, ότι μήτε τα όπλα τα ιερά θα καταισχύνουν μήτε την θέσιν εις ην ετάχθησαν εν πολέμω θα εγκαταλείψουν, και ότι θα υπερασπίσουν την πατρίδα και ισχυροτέραν εις την ερχομένην γενεάν θα παραδώσουν. Εάν λοιπόν τον όρκον τούτον ωρκίσθη ο Λεωκράτης, είναι φανερόν ότι επιώρκησε, και όχι μόνον εναντίον υμών εγκλημάτησεν ούτω, αλλά και προς τα θεία ησέβησεν· εάν δε δεν ωρκίσθη, τότε θα αποκαλυφθή ότι ευθύς εξ αρχής ήτο προητοιμασμένος να μη πράξη τίποτε από όσα ήτο υποχρεωμένος· αλλά και εις την μίαν και εις την άλλην περίπτωσιν, δικαίως και προς όφελος υμών και υπέρ των θείων θα τιμωρήσητε. Επιθυμώ δε να ακούσητε τον όρκον. Λέγε γραμματεύ.

ΟΡΚΟΣ

«Δεν θα καταισχύνω τα όπλα τα ιερά, και δεν θα εγκαταλείψω τον πλησίον μου ιστάμενον, με οιονδήποτε και αν ταχθώ εις την γραμμήν· θα αμυνθώ δε και υπέρ των ιερών και των οσίων και μόνος και μετά των άλλων· την πατρίδα δε δεν θα παραδώσω μικροτέραν, αλλά μεγαλυτέραν και κραταιοτέραν από όσην ήθελον παραλάβει. Και προθύμως θα υπακούω εις τους εκάστοτε δικάζοντας και θα πολιτεύομαι συμφώνως προς τους καθιερωμένους πολιτικούς θεσμούς και προς όσους άλλους ήθελε τυχόν η κοινή του λαού απόφασις καθιερώσει. Και εις περίπτωσιν καθ' ην ήθελε τις αποπειραθή να καταλύση τους θεσμούς αυτούς ή να αντιδρά προς αυτούς, δεν θα το επιτρέψω, θα αμυνθώ δε υπέρ αυτών και μόνος και μετά των άλλων. Και θα αποδώσω την προσήκουσαν τιμήν εις τα υπό των πατέρων παραδιδόμενα ιερά. Μάρτυρες τούτων έστωσαν η Άγλαυρος, ο Ενυάλιος, ο Ζευς, η Αυξώ, η Θαλλώ και η Ηγεμόνη».

Ωραίος, πράγματι, ω άνδρες, και ιερός ο όρκος. Λοιπόν τα εντελώς αντίθετα προς όλον τούτον έπραξεν ο Λεωκράτης. Και όμως κατά ποίον άλλον τρόπον θα ηδύνατο άνθρωπος τις να γίνη ανοσιώτερος και περισσότερον προδότης της πατρίδος; Και κατά ποίον άλλον τρόπον θα ηδύνατο τις να καταισχύνη περισσότερον τα όπλα, παρά με το να μη θέλει να τα λάβη και να μη αποκρούση τους εχθρούς; Πώς δε δεν εγκατέλειψε και τον πλησίον ιστάμενον και την θέσιν του στρατιώτου εκείνος, όστις μηδέ καν παρέσχεν εαυτόν όπως λάβη του στρατιώτου την θέσιν; Πού δε επολέμησεν αμυνόμενος υπέρ οσίων και ιερών ο μη λαβών το θάρρος να εκτεθή εις ουδένα κίνδυνον; Εις ποίον δε διά της προδοσίας μεγαλυτέραν θα παρέδιδε την πατρίδα του; Διότι το καθ' όσον εξηρτάτο από αυτόν εγκαταλελειμμένη έμεινεν εις την διάθεσιν των πολεμίων. Και κατόπιν δεν θα τον φονεύσετε, τούτον, όστις διά πάντα ταύτα τα εγκλήματα ένοχος είναι; Αλλά τότε ποίους θα τιμωρήσετε; Εκείνους μήπως οι οποίοι έν μόνον τούτων διέπραξαν; Άρα εύκολον θα είναι να διαπράξητε μεγάλα εγκλήματα, εάν αποδειχθήτε ότι διά τα μικρά περισσότερον αγανακτήτε.

Και όμως ω άνδρες, και τούτο πρέπει να γνωρίζητε, ότι η δύναμις η διατηρούσα την δημοκρατίαν, είναι ο όρκος. Διότι τρία είναι εκείνα εξ ων αποτελείται η πολιτεία: ο άρχων, ο δικαστής και ο ιδιώτης. Έκαστος λοιπόν εξ αυτών τούτο το εχέγγυον δίδει, και ευλόγως· διότι τους ανθρώπους μεν πολλοί μέχρι τούδε εξαπατήσαντες και διαφυγόντες όχι μόνον των εν όψει κινδύνων απηλλάγησαν, αλλά και τον ύστερον χρόνον αθώοι των αδικημάτων τούτων νομίζονται· τους θεούς όμως ούτε κανείς, εάν επιορκήση θα εξαπατήση, ούτε την παρ' αυτών τιμωρίαν θα διαφύγη, αλλά, και αν όχι αυτός, όμως τα τέκνα και το γένος ολόκληρον του επιορκήσαντος εις μεγάλας συμφοράς περιπίπτει.

Διά τούτο, ω άνδρες δικασταί, έν τοιούτον εχέγγυον έδωσαν προς αλλήλους εις τας Πλαταιάς πάντες οι Έλληνες, όταν παραταχθέντες επρόκειτο να πολεμήσουν κατά του στρατού του Ξέρξου ― ουχί κατ' ιδίαν εφεύρεσιν, αλλά μιμηθέντες τον παρ' ημίν καθιερωμένον όρκον. Τούτον αξίζει να ακούσητε· διότι μολονότι παλαιά είναι τα τότε πεπραγμένα, είναι δυνατόν εις τα περί τούτων γραφέντα να ίδη τις σαφώς την ανδρείαν εκείνων. Παρακαλώ λοιπόν αναγίνωσκε αυτόν·

«Δεν θα θέσω εις υψηλοτέραν μοίραν την ζωήν από την ελευθερίαν, ουδέ τους αρχηγούς θα εγκαταλείψω ούτε ζώντας ούτε αποθανόντας. Αλλ' εκείνους εκ των συμπολεμιστών οι οποίοι αποθάνουν κατά την μάχην άπαντας θα θάψω. Και νικήσας διά του πολέμου τους βαρβάρους, ουδεμίαν εκ των πόλεων αι οποίαι επολέμησαν υπέρ της Ελλάδος θα καταστρέψω, εκείνας όμως αι οποίαι προετίμησαν να λάβουν το μέρος του βαρβάρου απάσας θα καταστήσω φόρου υποτελείς· και εκ των ιερών τα οποία οι βάρβαροι επυρπόλησαν ή κατέρριψαν, ουδέν απολύτως θα ανοικοδομήσω, αλλά θα αφήσω να μένουν διά τους μεταγενεστέρους μνημεία της ασεβείας των βαρβάρων».

Και ούτω λοιπόν, ω άνδρες, εξαιρετικά πιστοί ενέμειναν εις τον όρκον τούτον όλοι, ώστε και την εύνοιαν των θεών με το μέρος των είχον βοηθόν, και ενώ όλοι οι Έλληνες ανδρείοι εδείχθησαν εις τον αγώνα εκείνον, κατ' εξοχήν η πόλις σας ηυδοκίμησεν. Αλλά και δι' αυτό, δεν θα υπήρχε πράγμα πλέον αποτρόπαιον από τούτο, οι μεν πρόγονοί σας να έχουν το θάρρος να αποθνήσκουν διά να μη αμαυρούται το γόητρον της πόλεως, σεις δε να μη τιμωρήτε τους καταισχύναντας αυτήν, αλλά να ανέχεσθε να βλέπητε την εις όλους ανήκουσαν και μετά πολλών μόχθων συλλεχθείσαν εύκλειαν να καταστρέφηται από των παρομοίων ανθρώπων την ανανδρίαν.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1962. Λυκούργου Κατά Λεωκράτους. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Και όμως σεις οι ίδιοι σκεφθήτε, τι έχετε νομοθετήσει και ποία έθιμα ακολουθείτε δι' όσα αποβλέπουν εις την άμυναν της πατρίδος και τα καθήκοντα των αγωνιζομένων πολιτών και πώς σκέπτεσθε δι' αυτά, διότι αξίζει, αν και τα γνωρίζετε, να σας ομιλήσω δι' αυτά· διότι, μα την Αθηνάν, εγκώμιον της πόλεως είναι οι παλαιοί νόμοι της πόλεως και τα έθιμα εκείνων, που εκανόνισαν αυτά εξ αρχής, αν δε προσέχετε εις τους νόμους τούτους και τα έθιμα, θα πράξητε τα δίκαια και θα είσθε άξιοι σεβασμού εις όλους τους ανθρώπους και θα φανήτε αντάξιοι της πόλεως. Υπάρχει δηλαδή εις σας όρκος, που ορκίζονται όλοι οι πολίται, όταν γίνουν έφηβοι και εγγραφούν εις τον κατάλογον των πολιτών. Ορκίζονται, ότι δεν θα καταισχύνουν τα ιερά όπλα, δεν θα εγκαταλείψουν την θέσιν των, θα βοηθήσουν δε την πατρίδα και θα την παραδώσουν ισχυροτέραν. Τούτον δε τον όρκον εάν μεν έχη ορκισθή ο Λεωκράτης, φανερά επιώρκησεν και όχι μόνον σας ηδίκησε, αλλά και προς τους θεούς εδείχθη ασεβής, αν δε δεν ωρκίσθη τον όρκον αυτόν, είναι φανερόν ότι, αφού απέφυγε τον όρκον, ήτο αμέσως έτοιμος να μη κάμη τίποτε από τα καθήκοντά του διά τα οποία δικαίως ηθέλετε τον τιμωρήσει και προς το συμφέρον σας και προς χάριν των θεών. Παρακαλώ τον γραμματέα να αναγνώση τον όρκον.

ΟΡΚΟΣ

Δεν θα καταισχύνω τα ιερά όπλα, ουδέ θα εγκαταλείψω τον σύντροφόν μου, με οποιονδήποτε και αν ταχθώ εις την γραμμήν· θα αμυνθώ δε και υπέρ των ιερών και οσίων και μόνος και μαζί με πολλούς. Την δε πατρίδα δεν θα παραδώσω μικροτέραν, αλλά μεγαλυτέραν και ισχυροτέραν από ό,τι θα την παραλάβω. Θα σέβωμαι τας αποφάσεις των δικαστηρίων, θα πείθωμαι δε εις τους κειμένους νόμους και όσους άλλους θα θέση ο λαός εν συμπνοία· και αν κανείς καταλύη τους νόμους ή δεν πείθεται εις αυτούς, δεν θα επιτρέψω τούτο, θα αμυνθώ δε και μόνος και με πολλούς. Προς τούτοις τα πάτρια ιερά θα τιμήσω. Μάρτυρες τούτων ας είναι η Άγλαυρος, ο Ενυάλιος Άρης, ο Ζευς, η Αυξώ, η Θαλώ και η Ηγεμόνη.

Ωραίος τω όντι και ευσεβής είναι ο όρκος. Ο Λεωκράτης όμως έκαμεν όλως διόλου τα αντίθετα από ό,τι λέγει ο όρκος. Και πράγματι πώς δύναται κανείς να γίνη ασεβέστερος και μεγαλύτερος προδότης της πατρίδος; Κατά ποίον δε τρόπον ήθελε κανείς μάλλον καταισχύνει τα όπλα παρά αφού δεν θέλει να τα λάβη διά να αποκρούση τους εχθρούς; Πώς δε δεν έχει εγκαταλείψει τον σύντροφόν του και την θέσιν του εκείνος που δεν ηθέλησε να υπηρετήση ως στρατιώτης; Πού δε θα ηδύνατο να αγωνισθή υπέρ ιερών και οσίων εκείνος που δεν υπέμεινε κανένα κίνδυνον; Εις ποιον θα παρέδιδε την πατρίδα μεγαλυτέραν διά της προδοσίας; Διότι όσον εξηρτάτο από αυτόν η πατρίς του εγκατελείφθη εις την εξουσίαν των εχθρών. Έπειτα τούτον που είναι ένοχος δι' όλα αυτά τα αδικήματα, δεν θα καταδικάσετε εις θάνατον; Ποίους λοιπόν θα τιμωρήσετε; Εκείνους που διέπραξαν έν μόνον αδίκημα από αυτά; Ε! Τότε λοιπόν σας λέγω, ότι θα είναι εύκολον να διαπράττωνται εμπρός εις τους οφθαλμούς σας μεγάλα αδικήματα, αφού θα φανήτε, ότι οργίζεσθε μάλλον εναντίον των μικρών αδικημάτων.

Προς τούτοις, άνδρες δικασταί, και τούτο πρέπει να γνωρίζετε, ότι δηλαδή εκείνο που συγκρατεί την δημοκρατίαν είναι ο όρκος. Διότι τρεις τάξεις ανθρώπων αποτελούν την πολιτείαν, οι άρχοντες, οι δικασταί και οι ιδιώται. Καθένας λοιπόν από αυτούς δίδει τον όρκον ως εχέγγυον πίστεως, και ευλόγως· διότι τους μεν ανθρώπους πολλοί ήδη εξηπάτησαν και αφού διέφυγον την προσοχήν των όχι μόνον απηλλάγησαν από τους παρόντας κινδύνους, αλλά και κατά τον υπόλοιπον χρόνον έμειναν ατιμώρητοι διά τα αδικήματα αυτά· αλλ' όταν κανείς επιορκήση, κατ' ουδένα τρόπον δύναται να αποφύγη την προσοχήν των θεών και την εκ μέρους των τιμωρίαν, αλλά και αν αυτός, που εδείχθη επίορκος δεν τιμωρηθή, τα παιδιά του βεβαίως και όλον το γένος του περιπίπτουν εις μεγάλας δυστυχίας. Διά τούτο, ω άνδρες δικασταί, τον όρκον τούτον έδωκαν αναμεταξύ των ως εχέγγυον πίστεως όλοι οι Έλληνες εις τας Πλαταιάς, ότε έμελλον να αντιπαραταχθούν και πολεμήσουν κατά της δυνάμεως του Ξέρξου· και ο όρκος αυτός δεν ήτο κάτι νέον, το οποίον αυτοί εφεύρον, αλλ' εμιμήθησαν τον όρκον που σεις μεταχειρίζεσθε. Τούτον δε αξίζει να ακούσετε, διότι, αν και είναι πολύ παλαιά τα γεγονότα των χρόνων εκείνων, βλέπει όμως κανείς εις τον όρκον αυτόν γραπτήν, ούτως ειπείν, την απόδειξιν της ανδρείας των. Παρακαλώ λοιπόν τον γραμματέα να μας τον αναγνώση.

ΟΡΚΟΣ

«Δεν θα προτιμήσω όλως διόλου την ζωήν αντί της ελευθερίας, ουδέ θα εγκαταλείψω τους αρχηγούς μου, ούτε εν όσω ζουν, ούτε αν φονευθούν, αλλά θα θάψω όλους εκείνους από τους συμμάχους μου, όσοι θα φονευθούν. Και αν νικήσω τους βαρβάρους με την δύναμιν των όπλων, καμμίαν μεν δεν θα καταστρέψω από τας ελληνικάς πόλεις που ηγωνίσθησαν κατά των βαρβάρων, αλλά όλων των πόλεων που ετάχθησαν με το μέρος των βαρβάρων τα κτήματα θα κάμω φόρου υποτελή· και από τα ιερά που εκάησαν και κατεκρημνίσθησαν από τους βαρβάρους κανένα απολύτως δεν θα ανοικοδομήσω, αλλά θα αφήσω τα ερείπια αυτών διά να υπενθυμίζουν εις τους μεταγενεστέρους την ασέβειαν των βαρβάρων».

Τόσον λοιπόν, άνδρες δικασταί, έμειναν πιστοί πάντες εις τον όρκον τούτον, ώστε και την εκ μέρους των θεών αγάπην είχον μαζί των ως βοηθόν και μεταξύ όλων των Ελλήνων, που αντιμετώπισαν γενναίως τον κίνδυνον, η ιδική μας πόλις διεκρίθη περισσότερον. Το εξής δε θα ήτο και το χείριστον από όλα, δηλαδή οι μεν πρόγονοί σας να τολμούν να φονεύωνται διά να μη δυσφημούν την πόλιν, σεις δε να μη τιμωρήτε εκείνους, που κατεντρόπιασαν αυτήν, αλλά να ανέχεσθε να καταλύεται με την πονηρίαν τοιούτων ανδρών η δόξα όλων μας, η οποία απεκτήθη με τόσους πολλούς κόπους.