Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1967. Ισοκράτης. Πανηγυρικός, Φίλιππος. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Ίσως βέβαια και να πης πως είναι μικροπρέπεια να λογαριάζης αυτούς που φλυαρούν ανόητα και σε συκοφαντούν και αυτούς που τους ακούν, προπάντων όταν ξέρης πως τίποτα το κακό δεν έχεις διαπράξει. Και όμως είναι ανάγκη να μην καταφρονής ποτέ το πλήθος και ούτε να παραβλέπης τη γενική εκτίμηση. Αντίθετα, τότε να είσαι σίγουρος ότι απόχτησες φήμη καλή, σπουδαία και αντάξια σε σένα, στους προγόνους, και στις λαμπρές σου πράξεις, όταν θα έχης καταφέρει τους Έλληνες να νιώθουν για σένα τα αισθήματα που βλέπεις ότι τρέφουν οι Σπαρτιάτες για τους δικούς τους βασιλιάδες και οι φίλοι οι δικοί σου για σένα τον ίδιο. Και δε σου είναι δύσκολο να το κατορθώσης, αρκεί να θελήσης να είσαι αμερόληπτος μπροστά σ' όλον τον κόσμο, να πάψης πια να φέρνεσαι σε άλλες πόλεις φιλικά και σε άλλες να δείχνης έχθρα, και ακόμα να προτιμάς τις πράξεις που στους Έλληνες εμπνέουν εμπιστοσύνη και στους βαρβάρους φόβο.

Και ούτε να παραξενευτής ―όπως το έγραψα και στο Διονύσιο τότε που ήταν τύραννος― που, χωρίς να είμαι ούτε στρατηγός ούτε και ρήτορας και χωρίς να έχω καμιά δύναμη στα χέρια μου, συζήτησα μαζί σου με θάρρος μεγαλύτερο από τους άλλους. Εγώ για την πολιτική αποδείχτηκα ο πιο ακατάλληλος από όλους τους συμπολίτες μου· η φύση δε με προίκισε ούτε με δυνατή φωνή ούτε με τόλμη αρκετή, ώστε να ανακατεύωμαι με τον όχλο, να κηλιδώνω την υπόληψή μου, να βρίζωμαι με αυτούς που συνωστίζονται στο βήμα. Μα την ορθοφροσύνη μου και την πλατιά μου μόρφωση ―μόλο που ο λόγος μου αυτός θα μπορούσε να θεωρηθή κάπως βαρύς― εννοώ να τα διεκδικήσω οπωσδήποτε· και θα λογάριαζα τον εαυτό μου όχι ανάμεσα σ' αυτούς που υστερούν, αλλά σ' αυτούς που ξεπερνούν τους άλλους. Γι' αυτό κι όλας επιχειρώ, μονάχα με τον τρόπο που μου είναι φυσικός και έχω την ικανότητα να αξιοποιήσω, να δώσω συμβουλές και στη δικιά μου πόλη και στους Έλληνες και στους πιο ένδοξους άντρες.

Για τη δική μου λοιπόν θέση και για το χρέος το δικό σου απέναντι στους Έλληνες σχεδόν έχεις ακούσει. Όσο τώρα για την εκστρατεία εναντίον της Ασίας, όταν θα δούμε πως είναι μονοιασμένες οι πόλεις που σου έλεγα ότι πρέπει να τις συμφιλιώσης, τότε και θα τις συμβουλεύσουμε πως έχουν χρέος να πολεμήσουν τους βαρβάρους.

Τώρα μόνο σ' εσένα θα μιλήσω, χωρίς όμως να έχω την ίδια γνώμη, που είχα κάποτε στην ηλικία εκείνη, όταν ξανάγραφα για το ίδιο θέμα. Τότε είχα την τόλμη να ζητώ από τους ακροατές μου να με περιγελούν και να με καταφρονούν, αν δεν αποδειχτή πως μίλησα με τρόπο αντάξιο και στο θέμα και στη φήμη τη δική μου και στον καιρό που ξόδεψα, για να συντάξω αυτό το λόγο. Τώρα όμως έχω το φόβο μήπως ο λόγος μου φανή πολύ κατώτερος από όλα όσα είχα γράψει τότε· γιατί, έξω από όλα τα άλλα, ο Πανηγυρικός μου λόγος, που έδωσε εφόδια περισσότερα σε όλους τους άλλους που ασχολούνται με θέματα πνευματικά, εμένα με έφερε σε θέση πολύ δύσκολη: ούτε θέλω να πω τα ίδια πράγματα που έγραψα στο λόγο μου εκείνον, μα ούτε μπορώ να βρω και τίποτα καινούρια. Δεν πρέπει όμως να τα παρατήσω· πρέπει να σου εκθέσω, πάνω στο θέμα που ανάλαβα να σου αναπτύξω, ό,τι βρω θετικό και ό,τι θα μπορέση να σε πείση να επιδιώξης την πραγματοποίηση αυτού του λαμπρού έργου. Και αν ακόμα από κάποια αδυναμία τώρα πια δεν μπορέσω να εκθέσω τα πράγματα με τον τρόπο που πέτυχα σε έργα που έχω εκδώσει πιο παλιά, τουλάχιστο έχω την ελπίδα πως θα παρουσιάσω αρκετά καλά στις γενικές γραμμές το θέμα για κείνους που θα μπορέσουν ίσως να το επεξεργαστούν στις λεπτομέρειες και να το ολοκληρώσουν.

Έχω λοιπόν τη γνώμη πως η αρχή του λόγου μου έγινε όπως επιβάλλεται σ' αυτούς που συμβουλεύουν την εκστρατεία κατά της Ασίας. Γιατί τίποτα δεν πρέπει να επιχειρή κανείς, προτού εξασφαλίση το ένα από τα δυο, ή την ουσιαστική βοήθεια των Ελλήνων ή τουλάχιστο την εύνοιά τους για τα δικά του σχέδια. Σ' αυτά ο Αγησίλαος, που νομιζόταν ο πιο γνωστικός από τους Σπαρτιάτες, δεν έδωσε καθόλου προσοχή ― όχι βέβαια από πρόθεση κακή, μα από φιλοδοξία! Είχε δυο σχέδια στο νου, καλά βέβαια και τα δυο, μα αντιφατικά, και δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μαζί την ίδια ώρα! Από τη μια μεριά ήθελε να πολεμάη το βασιλιά και από την άλλη να ξαναφέρη όλους τους εξορίστους φίλους του στις πόλεις τους και να τους παραδώση την πολιτική εξουσία. Συνέβαινε λοιπόν, από το ενδιαφέρον του και τη δράση του για τους δικούς του ανθρώπους, να πέφτουν οι Έλληνες σε συμφορές και κίνδυνο, από τις ταραχές πάλι που γίνονταν εδώ να μην μπορή να βρη ησυχία, να μην είναι σε θέση να εξακολουθή τον πόλεμο ενάντια στους βαρβάρους. Ώστε από τα σφάλματα της εποχής εκείνης είναι εύκολο να αντιληφθή κανείς ότι οι άνθρωποι που σκέφτονται ορθά δεν πρέπει να αρχίζουν πόλεμο κατά του βασιλιά, πριν να συμφιλιώση κάποιος όλους μαζί τους Έλληνες και σταματήση αυτή την τρέλα που τους παιδεύη τώρα. Ακριβώς την ανάγκη αυτή είναι που συμβουλεύω τώρα και σ' εσένα.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1951. Ισοκράτους Προς Φίλιππον. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Επίσης ίσως νομίζεις ως ένδειξιν αδυναμίας (ταπεινωτικόν) να αποδίδη κανείς σημασίαν εις τους λόγους των συκοφαντών, των φλυαρούντων και των ανοήτων που τους πιστεύουν, και μάλιστα όταν έχης την συνείδησιν ότι δεν διέπραξες κανέν σφάλμα. Πρέπει δε να μη περιφρονής το πλήθος ούτε να θεωρής ως μικράν ωφέλειαν την γενικήν εκτίμησιν, αλλά να είσαι βέβαιος ότι τότε έχεις καλήν και μεγάλην φήμην και αξίαν σου και των προγόνων σου και των κατορθωμάτων σου, όταν διαθέσης τους Έλληνας απέναντί σου κατά τον ίδιον τρόπον, κατά τον οποίον βλέπεις να διάκεινται οι Λακεδαιμόνιοι προς τους βασιλείς των και οι φίλοι σου προς σε. Είναι δε εύκολον να επιτύχης ταύτα, αν θελήσης να φανής ο ίδιος προς όλους και παύσης προς άλλας μεν πόλεις να διάκεισαι φιλικώς, προς άλλας δε εχθρικώς, και τέλος αν προτιμάς τας επιχειρήσεις εκείνας, αι οποίαι δύνανται να εμπνεύσουν συγχρόνως εις μεν τους Έλληνας εμπιστοσύνην εις δε τους βαρβάρους φόβον.

Και μη παραξενευθής, όπως έγραψα και εις τον Διονύσιον, ότε κατέλαβε την τυραννίαν, διότι χωρίς να είμαι στρατηγός ούτε πολιτικός ρήτωρ, ούτε άνθρωπος ισχυρός υπό τινά έποψιν έχω ομιλήσει προς σε κατά τρόπον τολμηρότερον από άλλους. Εγώ βεβαίως διά μεν το πολιτικόν στάδιον υπήρξα εκ φύσεως ο πλέον ακατάλληλος εκ των συμπολιτών μου, διότι δεν είχον ούτε αρκετήν φωνήν ούτε αρκετήν τόλμην διά να δύναμαι να ομιλήσω ενώπιον συγκεντρώσεως λαού με ελευθερίαν και να συναναστρέφωμαι και αλληλοϋβρίζωμαι με αυτούς που ανέρχονται εις το βήμα· όσον αφορά όμως την ορθοφροσύνην μου και την καλήν μόρφωσίν μου, καίτοι θα ηδύνατο τις να θεωρήση την έκφρασιν ταύτην ως αλαζονικήν, έχω αντίθετον γνώμην και ήθελον τοποθετήσει τον εαυτόν μου όχι εις τας τελευταίας σειράς, αλλ' εις την σειράν των ανθρώπων που ίστανται υπεράνω των άλλων. Διά τούτο προσπαθώ να δίδω συμβουλάς κατά τον τρόπον κατά τον οποίον εγώ δύναμαι και είμαι εκ φύσεως κατάλληλος και εις την πόλιν και εις τους Έλληνας και εις τους ενδοξοτάτους εκ των ανδρών.

Έχεις λοιπόν σχεδόν ακούσει τας σκέψεις μου δι' όσα ενδιαφέρουν εμέ και διά την στάσιν την οποίαν πρέπει να τηρήσης απέναντι των Ελλήνων. Όσον αφορά δε την εκστρατείαν εναντίον της Ασίας, τότε θα συμβουλεύσω τας πόλεις που είπα ότι πρέπει συ να συμφιλιώσης, ότι πρέπει να πολεμήσουν κατά των βαρβάρων, όταν αντιληφθώ ότι αυταί ομονοούν. Τώρα απευθύνω τον λόγον μου προς σε, ευρισκόμενος ουχί εις την ιδίαν πνευματικήν κατάστασιν, εις την οποίαν ευρισκόμην κατά την εποχήν εκείνην της ζωής μου, ότε έγραφον προς σε διά την ιδίαν υπόθεσιν. Τότε δηλαδή συνεβούλευον τους μέλλοντας να ακούσουν τον λόγον μου να με περιγελούν και να με περιφρονούν, εάν δεν φαίνωμαι ότι πραγματεύομαι το θέμα του λόγου κατά τρόπον ουχί άξιον και προς τας περιστάσεις και προς την υπόληψίν μου και προς τον χρόνον που κατηνάλωσα διά την συγγραφήν του λόγου μου, τώρα δε φοβούμαι μήπως φανώ πολύ κατώτερος όλων όσα είπον άλλοτε. Διότι εκτός των άλλων ο Πανηγυρικός λόγος, μολονότι παρέχει άφθονα τα μέσα εις εκείνους που θέλουν γενικά να μορφωθούν, εμέ με έφερεν εις μεγάλην αμηχανίαν· διότι ούτε τα ίδια θέλω να λέγω με εκείνα τα οποία έγραψα εις αυτόν, ούτε δύναμαι πλέον να ζητώ νέας σκέψεις. Εν τούτοις δεν οφείλω να εγκαταλείψω τον σκοπόν μου, αλλά πρέπει να είπω δι' όσα έταξα ως σκοπόν του λόγου μου πάσαν σκέψιν που θα έλθη εις τον νουν μου και θα είναι ικανή να σε πείση να εκτελέσης όσα σε συμβουλεύω. Και πράγματι, αν υστερήσω κατά τι και δεν δυνηθώ να γράψω κατά τον ίδιον τρόπον που και άλλοτε έγραψα και εδημοσίευσα, πάντως νομίζω ότι θα διαγράψω με μεγάλην δεξιοτεχνίαν το θέμα μου δι' εκείνους που έχουν την δύναμιν να φέρουν εις πέρας κάτι κοπιάζοντες μέχρι τέλους.

Η μεν λοιπόν βάσις του λόγου μου τούτου νομίζω ότι είναι αυτή, την οποίαν πρέπει να θέσουν εκείνοι που προσπαθούν να σε πείσουν διά την εκστρατείαν κατά της Ασίας. Διότι δεν πρέπει τίποτε να επιχειρήσης προτού βεβαιωθής, ότι οι Έλληνες θα σε βοηθήσουν ή τουλάχιστον θα ιδούν με ευμένειαν την εκστρατείαν ταύτην. Τούτο ο Αγησίλαος, που εθεωρείτο ο σωφρονέστερος των Λακεδαιμονίων, παρημέλησε να κάμη, όχι βεβαίως από έλλειψιν ικανότητος, αλλ' από φιλοδοξίαν. Διότι είχε δύο επιθυμίας, αι οποίαι ήσαν μεν καλαί και αι δύο, αλλά δεν συμφωνούσαν μεταξύ των και δεν ηδύναντο να εκτελεσθούν συγχρόνως. Διότι είχεν ως σκοπόν του να πολεμή συγχρόνως κατά του βασιλέως και να επαναφέρη τους φίλους του εις τας πατρίδας των διά να τους παραδώση την πολιτικήν εξουσίαν. Συνέβαινε λοιπόν από μεν την ασχολίαν αυτήν διά τους φίλους του να υφίστανται οι Έλληνες μεγάλας συμφοράς και κινδύνους, εξ αιτίας δε της ακαταστασίας που επεκράτει εδώ εις την Ελλάδα να μη έχη εκείνη ησυχίαν και να μη δύναται να διεξαγάγη τον πόλεμον κατά των βαρβάρων. Εκ των γεγονότων τούτων, τα οποία τότε ηγνοήθησαν, είναι εύκολον να κατανοήση κανείς, ότι όποιος σκέπτεται ορθώς δεν πρέπει να αναλάβη τον πόλεμον κατά του βασιλέως, αν προηγουμένως δεν συμφιλιώση τους Έλληνας και δεν θέση τέρμα εις τον μανιώδη ανταγωνισμόν που τώρα τους βασανίζει· αυτάς ακριβώς τας συμβουλάς δίδομεν και εις σε.