Μτφρ. Δ. Λυπουρλής. 2002. Αριστοτέλης. Ηθικά Νικομάχεια. Βιβλίο Β'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Από την άποψη λοιπόν της ουσίας της, και όσο μας ενδιαφέρει ο ορισμός της φύσης της, η αρετή είναι μεσότητα, από την άποψη όμως του σωστού και του άριστου είναι, ασφαλώς, κάτι που βρίσκεται στο ψηλότερο σκαλί.

Εν πάση περιπτώσει η θεωρία αυτή της μεσότητας δεν βρίσκει εφαρμογή σε κάθε πράξη και σε κάθε πάθος· υπάρχουν, πράγματι, πάθη που ήδη η λέξη που τα δηλώνει (10) φέρνει στο μυαλό μας κάτι αρνητικό και τιποτένιο, π.χ. επιχαιρεκακία, αδιαντροπιά, φθόνος, και στην περίπτωση πράξεων: μοιχεία, κλεψιά, φόνος· γιατί όλα αυτά ―και όσα άλλα τέτοια― τα λέμε με τη βεβαιότητα ότι είναι αρνητικά και τιποτένια τα ίδια και όχι η υπερβολή ή η έλλειψη τους. Δεν υπάρχει λοιπόν περίπτωση να κάνει ποτέ κανείς το σωστό ενσχέσει με αυτά· (15) αυτά είναι πάντοτε λάθος. Ούτε υπάρχει περίπτωση να συμπεριφέρεται κανείς ενσχέσει με αυτά καλά ή κακά με το να κάνει τη μοιχεία του με τη γυναίκα με την οποία πρέπει να την κάνει, τη στιγμή που πρέπει να την κάνει και με τον τρόπο που πρέπει να την κάνει· και μόνο το ότι κάνει οτιδήποτε από αυτά είναι λάθος. Παρόμοιο επομένως είναι και το να περιμένουμε να υπάρχει μεσότητα, υπερβολή και έλλειψη στην αδικία, τη δειλία και την ακολασία, αφού τότε θα υπάρχει μεσότητα στην υπερβολή και στην έλλειψη, υπερβολή στην υπερβολή, έλλειψη στην έλλειψη. (20) Όπως όμως δεν υπάρχει υπερβολή και έλλειψη στις περιπτώσεις της σωφροσύνης και της ανδρείας επειδή το μέσον στις περιπτώσεις αυτές είναι κατά κάποιον τρόπο άκρον, έτσι ακριβώς δεν υπάρχει μέσον, ούτε υπερβολή ή έλλειψη, και στις περιπτώσεις που αναφέραμε πρωτύτερα: με όποιον τρόπο κι αν ενεργήσει κανείς στις περιπτώσεις αυτές, πρόκειται πάντοτε για λανθασμένη, για όχι σωστή συμπεριφορά. (25) Γενικά δεν υπάρχει μέσον στην υπερβολήκαι στην έλλειψη, ούτε υπερβολή και έλλειψη στο μέσον.

Μτφρ. Α. Δαλέζιος. [1949–50] 1975. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Διό και η αρετή, όσον αφορά εις την ουσίαν της και το νόημα της οντότητός της, είναι μεσότης, εφ' όσον όμως πραγματοποιεί το άριστον και παν αγαθόν, ακρότης. Πλην όμως πάσα οιαδήποτε πράξις και παν οιονδήποτε πάθος δεν επιδέχεται μεσότητα. Δυνατόν να συμβή, (10) ώστε το όνομα πράξεως ή πάθους τινός να υποβάλλη κάποιαν ιδέαν της φαυλότητος, λόγου χάριν η χαιρεκακία, η αναισχυντία, ο φθόνος, και ως προς τας πράξεις, η μοιχεία, η κλοπή, ο φόνος. Όλα ταύτα και τα τοιαύτα κατακρίνονται, διότι είναι κακαί πράξεις, αυταί καθ' εαυτάς, και όχι επειδή είναι υπερβολή ή έλλειψις. Ως προς αυτάς, ουδέποτε ευρίσκεταί τις εις την ορθήν, ευθείαν οδόν, (15) αλλά πάντοτε αμαρτάνει. Όσον αφορά εις τας πράξεις αυτάς, δεν τίθεται το ζήτημα του να γνωρίζη κανείς, εάν πράττη το αγαθόν ή το κακόν, δεν ερωτώμεν ως προς ποίαν, ούτε πότε ούτε πώς διαπράττει κανείς την μοιχείαν. Το μόνον γεγονός, ότι εκτελεί την μίαν ή την άλλην εκ των εν λόγω πράξεων, αποτελεί ήδη αμάρτημα. Θα ήτο το ίδιον, ως εάν ήθελε κανείς να ισχυρισθή, ότι εις το να είναι τις άδικος, δειλός ή ακόλαστος, υπάρχει μεσότης και υπερβολή και έλλειψις. (20) Κατά την έννοιαν ταύτην θα υφίστατο εις την υπερβολήν και την έλλειψιν μια μεσότης, ως και μια υπερβολή της υπερβολής και μια έλλειψις της ελλείψεως. Αλλά καθώς ακριβώς η σωφροσύνη και η ανδρεία δεν επιδέχονται ούτε υπερβολήν ούτε έλλειψιν, διότι η μεσότης αποτελεί εν προκειμένω μιαν ακρότητα, ούτω και τα πάθη δεν επιδέχονται ούτε μεσότητα, ούτε υπερβολήν, ούτε έλλειψιν, (25) διότι ο παραδιδόμενος εις αυτά εκτελεί εκάστοτε μίαν κακήν πράξιν. Εν συντόμω ούτε η υπερβολή ούτε η έλλειψις επιδέχονται μεσότητα, ούτε η μεσότης υπερβολήν ή έλλειψιν.