Μτφρ. Μ.Γ. Ξανθού. 2001. Ισοκράτης. Περί Ειρήνης, Κατά των Σοφιστών, Επιστολή προς Φίλιππον (ΙΙΙ), Επιστολή προς Αλέξανδρον (V). Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Ο λόγος που έκανα αυτόν τον πρόλογο είναι γιατί προτίθεμαι να σας μιλήσω για τα υπόλοιπα θέματα χωρίς κανένα δισταγμό και τελείως ελεύθερα. Ποιος λοιπόν άνθρωπος, που θα ερχόταν από ξένο τόπο, χωρίς να έχει διαφθαρεί όσο εμείς, θα βρισκόταν ξαφνικά πρόσωπο με πρόσωπο με τις πράξεις μας και δε θα σχημάτιζε τη γνώμη πως είμαστε τρελοί και παρανοϊκοί που από τη μια υπερηφανευόμαστε για τα κατορθώματα των προγόνων μας και έχουμε την απαίτηση για τις τότε πράξεις τους να εγκωμιάζουμε την πόλη, ενώ από την άλλη τίποτε από κείνα δεν κάνουμε, παρά εντελώς τα αντίθετα;

Εκείνοι πολλές φορές πολέμησαν τους βαρβάρους για την ελευθερία των Ελλήνων. Εμείς όμως όσους ζούσαν στην Ασία τους ξεσηκώσαμε από κει και τους οδηγήσαμε εναντίον των Ελλήνων. Εκείνοι, προσπαθώντας να ελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις και να τις βοηθήσουν, πήραν στα χέρια τους επάξια την ηγεμονία. Εμείς προσπαθούμε να τους υποδουλώσουμε και κάνουμε τ' αντίθετα από εκείνους. Και όμως αγανακτούμε, γιατί δε θα έχουμε την ίδια με κείνους αναγνώριση.

Εμείς μάλιστα τόσο πολύ υστερούμε και σε έργα και σε σκέψη από κείνους που έζησαν τότε, σε σημείο που εκείνοι για χάρη της σωτηρίας των Ελλήνων ακόμα και την πατρίδα τους τόλμησαν να εγκαταλείψουν και πολεμώντας στην ξηρά και στη θάλασσα νίκησαν τους βαρβάρους· ενώ εμείς ούτε για τα δικά μας οφέλη θέλουμε να διακινδυνεύσουμε· αντίθετα, επιδιώκουμε την αρχηγία όλων των άλλων και όμως δε θέλουμε οι ίδιοι να εκστρατεύουμε· κηρύσσουμε πόλεμο εναντίον όλων σχεδόν των ανθρώπων και δεν ασκούμαστε εμείς οι ίδιοι για να πολεμήσουμε, αλλά χρησιμοποιούμε εξόριστους, λιποτάκτες και δραπέτες, οι οποίοι, αν άλλοι τους δώσουν μεγαλύτερο μισθό, θα πάνε με το μέρος τους και θα πολεμήσουν εναντίον μας.

Τόσο πολύ τους αγαπάμε, ώστε, αν τα παιδιά μας βλάψουν κάποιον, δε θα θέλαμε να αναλάβουμε καμία ευθύνη αντίθετα, για τις κλεψιές, τις βιαιοπραγίες και τις παρανομίες αυτών των ανθρώπων, που πρόκειται να έχουν επιπτώσεις σε βάρος μας, όχι μόνο δεν αγανακτούμε, αλλά χαιρόμαστε που ακούμε πως αυτοί έχουν διαπράξει κάτι παρόμοιο.

Σε τέτοιο σημείο ανοησίας έχουμε φτάσει, που δεν έχουμε τα απαραίτητα για να ζήσουμε· κι όμως αναλαμβάνουμε τη συντήρηση μισθοφορικών στρατευμάτων και ληστεύουμε τους ίδιους μας τους συμμάχους επιβάλλοντάς τους φόρους, για να βρίσκουμε χρήματα να πληρώνουμε τους εχθρούς όλων των ανθρώπων.

Για να καταλάβετε πόσο χειρότεροι είμαστε από τους προγόνους μας, όχι μόνο από εκείνους που δοξάστηκαν αλλά και από εκείνους που μισήθηκαν, σκεφτείτε ότι, αν εκείνοι αποφάσιζαν να κάνουν πόλεμο, με την ακρόπολη γεμάτη από αργυρά και χρυσά νομίσματα, νόμιζαν πως για τις αποφάσεις τους έπρεπε οι ίδιοι να κινδυνεύουν· εμείς, αντίθετα, έχουμε φτάσει σε μεγάλη έλλειψη χρημάτων και είμαστε πάρα πολλοί σε αριθμό, κι όμως χρησιμοποιούμε μισθοφόρους, όπως κάνει ο Πέρσης βασιλιάς.

Τότε, όταν εξόπλιζαν τα πλοία, έβαζαν ως ναύτες τους μισθοφόρους και τους δούλους, και τους πολίτες τούς έστελναν ενόπλους να πολεμήσουν. Τώρα όμως κάνουμε τους ξένους οπλίτες και αναγκάζουμε τους πολίτες να κωπηλατούν· έτσι μετά την αποβίβασή τους στη χώρα των εχθρών, όσοι έχουν την αξίωση να κυβερνούν τους Έλληνες βγαίνουν από τα πλοία με το μαξιλαράκι του κωπηλάτη στα χέρια, ενώ οι άλλοι που είναι από τη φύση τους τέτοιοι, όπως πιο πάνω σας περιέγραψα, παίρνουν τα όπλα και τραβούν για το πεδίο της μάχης.

Μτφρ. Δ. Αντωνίου. 2003. Ισοκράτη Περί Ειρήνης. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια (γραμματικά, συντακτικά, ερμηνευτικά, πραγματικά, αισθητικά). Αθήνα: Γρηγόρης.

Γι' αυτό το λόγο σας τα είπα αυτά εκ των προτέρων, γιατί για τα υπόλοιπα έχω σκοπό να σας μιλήσω τελείως ελεύθερα και χωρίς δειλία. Γιατί ποιος άνθρωπος που θα ερχόταν εδώ από άλλο μέρος και που δεν θα είχε ακόμη διαφθαρεί από μας, αλλά που θα βρισκόταν ξαφνικά μπροστά σε όσα γίνονται, δεν θα μας νόμιζε τρελούς και παράφρονες, εμάς που από τη μια μεριά υπερηφανευόμαστε για τα κατορθώματα των προγόνων μας και έχουμε την αξίωση για τις τότε πράξεις τους να εγκωμιάζουμε την πόλη, ενώ από την άλλη δεν κάνουμε τίποτε όμοιο με εκείνους, αλλά οτιδήποτε το αντίθετο; Γιατί εκείνοι μεν πολλές φορές πολέμησαν τους βαρβάρους για την ελευθερία των Ελλήνων, ενώ εμείς αφού ξεσηκώσαμε όσους ζούσαν στην Ασία τους οδηγήσαμε από κει εναντίον των Ελλήνων και εκείνοι ελευθερώνοντας τις πόλεις της Ελλάδας και προσφέροντάς τους βοήθεια κρίθηκαν άξιοι της ηγεμονίας, ενώ εμείς υποδουλώνοντας ελληνικές πόλεις και κάνοντας τα αντίθετα με εκείνους αγανακτούμε που δεν θα έχουμε την ίδια με κείνους τιμή ― εμείς τόσο πολύ είμαστε κατώτεροι και στα έργα και στη διανόηση από κείνους που έζησαν τότε, όσο εκείνοι για χάρη της σωτηρίας των Ελλήνων και την πατρίδα τους τόλμησαν να εγκαταλείψουν και πολεμώντας στην ξηρά και στη θάλασσα νίκησαν τους βαρβάρους, ενώ εμείς δεν θεωρούμε άξιο να κινδυνεύουμε ούτε για τα δικά μας συμφέροντα· αντίθετα, ενώ ζητάμε να εξουσιάζουμε τους άλλους, δεν θέλουμε να εκστρατεύουμε οι ίδιοι και ενώ αναλαμβάνουμε πόλεμο εναντίον όλων σχεδόν των ανθρώπων, δεν ασκούμαστε γι' αυτόν, αλλά χρησιμοποιούμε άλλους ανθρώπους, χωρίς πατρίδα, λιποτάκτες, ανθρώπους που έχουν μαζευτεί εδώ έπειτα από άλλα κακουργήματα που έκαναν, στους οποίους όταν κάποιος δώσει περισσότερο μισθό, μαζί με κείνον θα βαδίσουν εναντίον μας. Κι όμως τόσο πολύ τους αγαπάμε, ώστε, ενώ για τα παιδιά μας, αν βλάψουν κάποιον, δεν θα δεχόμασταν να δώσουμε λόγο (= να αναλάβουμε τις ευθύνες μας), για τις αρπαγές όμως και τους βιασμούς και τις παρανομίες εκείνων, μολονότι οι κατηγορίες θα στραφούν εις βάρος μας, όχι μόνο δεν αγανακτούμε αλλά επιπλέον χαιρόμαστε, όταν μάθουμε ότι αυτοί έχουν διαπράξει κάτι παρόμοιο. Και έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο ανοησίας, ώστε, ενώ οι ίδιοι στερούμαστε τα καθημερινά, έχουμε αναλάβει να συντηρούμε μισθοφορικά στρατεύματα και τους δικούς μας συμμάχους κακομεταχειριζόμαστε και φορολογούμε, για να εξοικονομούμε το μισθό των κοινών εχθρών όλων των ανθρώπων. Καί είμαστε τόσο πολύ κατώτεροι των προγόνων μας όχι μόνο εκείνων που δοξάστηκαν αλλά και κείνων που μισήθηκαν, όσο εκείνοι μεν, αν αποφάσιζαν να πολεμήσουν εναντίον κάποιων, ενώ η Ακρόπολη ήταν γεμάτη ασήμι και χρυσάφι, εντούτοις έκριναν πως έπρεπε οι ίδιοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για όσα αποφάσιζαν ενώ εμείς αντίθετα, μολονότι έχουμε φτάσει σε έσχατη φτώχεια και είμαστε τόσοι πολλοί, χρησιμοποιούμε μισθοφορικά στρατεύματα, όπως ακριβώς ο Πέρσης βασιλιάς. Και τότε μεν αν εξόπλιζαν τριήρεις, ως ναύτες έβαζαν μέσα τους ξένους και τους δούλους και τους πολίτες έστελναν ενόπλους, ενώ τώρα τους ξένους τους χρησιμοποιούμε ως οπλίτες και τους πολίτες τους αναγκάζομε να κωπηλατούν, ώστε, όταν αποβιβάζονται στην εχθρική χώρα, εκείνοι που έχουν την αξίωση να εξουσιάζουν τους Έλληνες, αποβιβάζονται με το μαξιλάρι του κωπηλάτη, ενώ οι άλλοι που είναι τέτοιοι, όπως τους περιέγραψα πριν λίγο, αγωνίζονται σαν οπλίτες.