Μτφρ. Χ.Χ. Ξυδάς. 1986. Ισοκράτους Ελένης Εγκώμιον. Κριτική και ερμηνευτική έκδοση. Αθήνα: Καρδαμίτσα.

Θα κάνω μεν λοιπόν αρχή του λόγου (μου) την αρχή (αφετηρία) της καταγωγής της. Γιατί ενώ πολλοί (άντρες) ημίθεοι γεννήθηκαν από (πατέρα) τον Δία, μόνο αυτής της γυναίκας (μοναδικής γυναίκας) θεώρησε άξιο να ονομασθεί (να γίνει) πατέρας. Αφού δε φρόντισε πάρα πολύ και για τον γυιο της Αλκμήνης και για τα παιδιά της Λήδας, τόσο πολύ περισσότερο προτίμησε την Ελένη από τον Ηρακλή, ώστε σ' αυτόν μεν έδωσε (χάρισε) δύναμη, που έχει την ικανότητα να κυριαρχεί στους άλλους με τη βία (βίαια), σ' αυτή δε παραχώρησε ομορφιά, που εκ φύσεως (μπορεί) να κυριαρχεί και σ' αυτή την ίδια τη (σωματική) δύναμη. Καθώς δε ήξερε ότι η φήμη (διασημότητα) και η λαμπρότητα δεν δημιουργούνται (αποκτούνται) από την αδράνεια (απραξία), αλλά από τους πολέμους και τους αγώνες (τη δράση), καθώς ήθελε όχι μόνο τη σωματική υπόστασή τους (του Ηρακλή και της Ελένης) να εξυψώσει σε θεούς, αλλά να αφήσει και αιώνια τη φήμη τους, του (ενός) μεν κατέστησε (έκανε) τη ζωή κοπιαστική και ριψοκίνδυνη, της (άλλης) δε έκανε τη φυσική της εμφάνιση αξιοθαύμαστη και περιζήτητη.

Και πρώτα πρώτα ο Θησέας, που λεγόταν μεν γυιος του Αιγέα, γεννημένος όμως (στην πραγματικότητα) από (πατέρα) τον Ποσειδώνα, μόλις την είδε ενώ ακόμα δεν μεγάλωσε (ήταν μικρούλα), ήδη όμως ξεπερνούσε (στην ομορφιά) τις άλλες, τόσο πολύ κυριεύτηκε από την ομορφιά της, αυτός που ήταν συνηθισμένος να συντρίβει τους άλλους, ώστε ενώ είχε πατρίδα πολύ μεγάλη και εντελώς σίγουρη τη βασιλεία (εκεί), επειδή νόμισε ότι δεν αξίζει να ζη έχοντας αυτά τα αγαθά χωρίς τη συντροφιά εκείνης, επειδή δεν ήταν σε θέση να την πάρει απ' τον «κύρη» της, αλλ' (αυτός) περίμενε (να φθάσει) η (κατάλληλη) ηλικία της μικρής και ο χρησμός (που θα 'ρχόταν) από την Πυθία (το Μαντείο), υποτιμώντας την εξουσία του Τυνδάρεω και περιφρονώντας τη μυϊκή δύναμη του Κάστορα και του Πολυδεύκη, χωρίς να λογαριάζει όλα τα κακά (που θα δημιουργούνταν) στη Σπάρτη, αφού την άρπαξε με τη βία (την απήγαγε), την εγκατέστησε στην Άφιδνα της Αττικής. Και τόσο μεγάλη ευγνωμοσύνη χρωστούσε στον Πειρίθου, που είχε συμμετοχή στην αρπαγή, ώστε, όταν αυτός θέλησε να παντρευτεί την Κόρη (Περσεφόνη), την κόρη του Δία και της Δήμητρας, και τον προσκαλούσε (σε βοήθεια) για την κάθοδο στον Άδη, επειδή (όταν) δεν ήταν σε θέση να τον αποτρέψει με τις συμβουλές (του), ενώ ήταν ολοφάνερη η συμφορά, όμως πήγε μαζί του (για βοήθεια), πιστεύοντας ότι (του) χρωστά αυτή τη συμπαράσταση, δηλαδή να μη μείνει πίσω (να αποφύγει) τίποτε απ' όσα (του) ζήτησε ο Πειρίθους, σε αντάλλαγμα όσων κινδύνων εκείνος ανέλαβε (πέρασε) μαζί του.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1957. Ισοκράτους Ελένης Εγκώμιον. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Θα αρχίσω λοιπόν τον λόγον μου από την αρχήν της καταγωγής της. Διότι, ενώ πάρα πολλοί ημίθεοι εγεννήθησαν εκ του Διός, μόνον αυτής της γυναικός ο Ζευς ηξίωσε να ονομασθή πατήρ. Ενώ δε κατ' εξοχήν εφρόντισε διά τον υιόν της Αλκμήνης και τα τέκνα της Λήδας, τόσον περισσότερον επροτίμησε την Ελένην του Ηρακλέους, ώστε εις τούτον μεν έδωκε δύναμιν, η οποία δύναται διά της βίας να επικρατή των άλλων, εις εκείνην δε έδωκεν ωραιότητα, η οποία εκ φύσεως είναι τοιαύτη ώστε να κυριαρχή και αυτής της δυνάμεως. Γνωρίζων δε ότι η επίδειξις και η δόξα δεν προέρχονται από την ησυχίαν, αλλ' από τους πολέμους και τους αγώνας, επειδή ήθελε όχι μόνον να εξυψώση τα σώματά των μέχρι των θεών, αλλά να μείνη επί της γης και η δόξα των αείμνηστος, εκείνου μεν τον βίον (του Ηρακλέους) έκαμεν επίπονον και φιλοκίνδυνον, εκείνην δε επροίκισε με ωραιότητα, ώστε έγινε περίβλεπτος και περιμάχητος.

Και πρώτον μεν ο Θησεύς, τον οποίον φέρουν ως υιόν του Αιγέως, αλλά πράγματι είναι υιός του Ποσειδώνος, ιδών αυτήν ότε δεν ήτο ακόμη εις την ακμήν της ηλικίας της, αλλά διεκρίνετο ήδη των άλλων κορασίδων, εσαγηνεύθη τόσον πολύ από την ωραιότητά της αυτός, ο οποίος ήτο συνηθισμένος να νικά τους άλλους, ώστε, αν και είχε πατρίδα και βασιλείαν ασφαλεστάτην, έκρινεν ότι δεν ήτο άξιον να ζη εν μέσω των αγαθών, τα οποία απήλαυε, χωρίς να αποκτήση την οικειότητα εκείνης. Επειδή δε δεν ηδύνατο να λάβη αυτήν παρά των γονέων της, διότι ούτοι επερίμεναν ώστε να φθάση εις την νόμιμον ηλικίαν και να είπη η Πυθία τον χρησμόν της, καταφρονήσας την εξουσίαν του Τυνδάρεω και την δύναμιν του Κάστορος και Πολυδεύκους και παραμελήσας όλους τους εν Λακεδαίμονι κινδύνους, ήρπασε την κόρην και την εγκατέστησε εις τας Αφίδνας της Αττικής.

Και τόσον μεγάλη υπήρξεν η ευγνωμοσύνη του προς τον Πειρίθουν, ο οποίος τον εβοήθησεν εις την αρπαγήν, ώστε, ότε ηθέλησεν ούτος να ερωτοτροπήση προς την Περσεφόνην, την κόρην του Διός και της Δήμητρος, και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση διά να καταβή εις τον Άδην, μετά τας ματαίας συμβουλάς του να τον αποτρέψη από την απόπειραν ταύτην, διότι ο κίνδυνος ήτο προφανής, όμως ηκολούθησεν αυτόν, διότι ενόμιζεν ότι, διά να εκπληρώση το χρέος του, δεν έπρεπε να αποφύγη τίποτε από όσα εζήτει ο Πειρίθους εις αντιστάθμισμα των κινδύνων, τους οποίους εκείνος εδοκίμασε μαζί με αυτόν.