Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. 1949. Ισοκράτους Αρεοπαγιτικός, Περί Ειρήνης. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Κανείς ας μη νομίση ότι διάκειμαι δυσμενώς προς τους έχοντας ταύτην την ηλικίαν (τους νέους). Διότι δεν νομίζω ότι αυτοί είναι αίτιοι των γινομένων, και γνωρίζω ότι τους πλείστους εξ αυτών ελάχιστα ευχαριστεί αυτή η κατάστασις της πόλεως, εξ αιτίας της οποίας δύνανται να επιδίδωνται εις τας ακολασίας ταύτας. Ώστε αδίκως θα κατηγόρουν αυτούς, αλλά πολύ δικαιότερον θα κατηγόρουν εκείνους που εδιοίκησαν την πόλιν ολίγον προ ημών. Διότι εκείνοι ήσαν που προέτρεψαν τους νέους εις την παραμέλησιν των καθηκόντων των και που κατέλυσαν την δύναμιν της βουλής του Αρείου Πάγου.

Όταν η βουλή του Αρείου Πάγου είχε την εποπτείαν του πολιτεύματος, δεν ήτο η πόλις πλήρης δικών, ούτε μηνύσεων, ούτε συνεισφορών, ούτε πενίας, ούτε πολέμων, αλλά οι πολίται είχον την ομόνοιαν μεταξύ των και προς όλας τας άλλας είχον ειρήνην. Διότι οι πρόγονοί μας ενέπνεον εις τους Έλληνας μεν εμπιστοσύνην εις τους βαρβάρους δε φόβον. Διότι τους μεν άλλους Έλληνας είχαν σώσει, τους δε βαρβάρους τόσον σκληρά ετιμώρησαν, ώστε να είναι ευχαριστημένοι, εάν εις το μέλλον δεν θα επάθαιναν ουδέν κακόν. Ένεκα τούτων βέβαια με τόσην μεγάλην ασφάλειαν έζων, ώστε αι κατοικίαι και αι εγκαταστάσεις (επιπλώσεις) επί των αγρών να είναι ωραιότεραι και πολυτελέστεραι παρά εκείναι που ήσαν εντός των τειχών της πόλεως, και πολλοί από τους πολίτας ουδέ κατά τας εορτάς να καταβαίνουν εις την πόλιν, αλλά να προτιμούν να μένουν εις τα κτήματά των μάλλον παρά να απολαμβάνουν τα κοινά. Διότι ουδέ τα αφορώντα τας θεωρίας, οσάκις απέστελλον τοιαύτας, εξετέλουν (οι πρόγονοί μας) κατά τρόπον υπερβολικόν ουδέ υπερηφάνως αλλά συνετώς. Επειδή δεν εδοκίμαζον την ευτυχίαν από τας αποστολάς των θεωριών ουδέ από τους ανταγωνισμούς διά την νίκην εις τας χορηγίας, ούτε από τας τοιαύτας αλαζονείας, αλλ' εκ της σώφρονος διοικήσεως της πόλεως και του ιδιωτικού των βίου και εκ της φροντίδος ουδείς των συμπολιτών να στερήται των διά την ζωήν αναγκαίων. Εκ των οποίων βέβαια πρέπει να κρίνη κανείς τους πραγματικώς ευτυχείς και μη αλαζονικώς φερομένους. Διότι τώρα ποίος φρόνιμος δεν θα λυπηθή δι' όσα γίνονται, όταν ίδη πολλούς εκ των πολιτών αυτοί μεν να κληρούνται προ των δικαστηρίων διά την συντήρησίν των, αν θα έχουν τα μέσα της συντηρήσεως ή δεν θα τα έχουν, να έχουν δε την αξίωσιν να διατρέφουν τους επιθυμούντας εκ των Ελλήνων να υπηρετούν εις τον στόλον, και να μετέχουν μεν των χορών των τραγωδιών φορούντες χρυσά ενδύματα, να διέρχωνται δε τον χειμώνα με τέτοια ενδύματα που δεν θέλω να τα ονομάσω και να γίνωνται τοιαύται αντιφάσεις εις την διοίκησιν, αι οποίαι καταισχύνουν την πόλιν.

Ουδέν από αυτά υπήρχε κατά την εποχήν κατά την οποίαν είχε την εποπτείαν της διοικήσεως η βουλή του Αρείου Πάγου. Διότι αύτη απήλλαξε τους μεν πένητας από την πενίαν των διά της εργασίας και με τας δωρεάς των πλουσίων, τους νεωτέρους δε από τας ακολασίας διά της συνεχούς απασχολήσεως αυτών και της αδιακόπου εποπτείας, τους πολιτευομένους δε απήλλαξεν από τας πλεονεξίας διά των τιμωριών και διά της αποκαλύψεως των αδικούντων, τους δε πρεσβυτέρους (απήλλαξεν η βουλή εκείνη) από την στενοχωρίαν των διά των πολιτικών τιμών και διά του αποδιδομένου εις αυτούς σεβασμού υπό των νεωτέρων. Και βέβαια πώς δύναται να γίνη πολίτευμα καλύτερον από αυτό, το οποίον τόσον καλώς εφρόντισε δι' όλα τα πράγματα;

Μτφρ. Α.Μ. Γεωργαντόπουλος, Μ. Πρωτοψάλτης & Ι. Ιωαννίδη–Φαληριώτη. [1939] χ.χ. Ισοκράτης. Λόγοι. ΙΙ, Αρεοπαγιτικός, Ευαγόρας, Ελένη, Πλαταϊκός, Περί του ζεύγους. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Δεν πρέπει βέβαια να νομίση κανείς, ότι εγώ τηρώ στάση εχθρική προς τη σημερινή νεολαία, γιατί επί τέλους δεν έχω τη γνώμη ότι αυτή είναι η αιτία της σημερινής κατάντιας, αντιθέτως είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι από τους σημερινούς νέους θλίβονται για τη σημερινή κατάπτωση των ηθών, η οποία τους παρασύρει στην ακολασία και στη διαφθορά. Ώστε δεν βλέπω για ποιο λόγο να κατακρίνω τους νέους και όχι εκείνους που λίγα χρόνια πριν από την εποχή μας διοικούσαν την πολιτεία. Γιατί αυτοί ακριβώς είναι οι ένοχοι που παρακίνησαν τους νέους στην παρέκκλιση από το σωστό δρόμο και που εταπείνωσαν τη δύναμη της βουλής.

Γιατί στα χρόνια της βουλής η πολιτεία δεν εγνώριζε τη σημερινή πληθώρα των δικών και των εγκλημάτων ούτε την άγρια φορολογία και τη φτώχεια και τους πολέμους, αλλά και μεταξύ τους οι άνθρωποι εζούσαν με ησυχία και γαλήνη και με τους πολίτας άλλων κρατών είχαν ειρηνικές σχέσεις, γιατί προς μεν τους Έλληνας ήσαν αξιόπιστοι, προς δε τους βαρβάρους φοβεροί, γιατί τους πρώτους είχαν σώσει από τη βαρβαρική επιβουλή, τους δε βαρβάρους είχαν σε τόσο μεγάλο βαθμό τιμωρήσει, ώστε να υπολογίζουν τους προγόνους μας από το φόβο μήπως πάθουν καμμιά νέα συμφορά. Για όλα λοιπόν αυτά περνούσαν τη ζωή τους με τόσην ασφάλεια, ώστε να θεωρούνται ωραιότερα και πολυτελέστερα τα αγροτικά σπίτια και τα συμπληρωματικά τους σκεύη παρά εκείνα που ευρίσκονται μέσα στην περιτειχισμένη περιοχή, και πολλοί από τους πολίτας δεν κατέβαιναν στην πόλη ούτε για τις γιορτές, αλλά προτιμούσαν να παραμένουν μάλλον και να χαίρωνται τα δικά τους αγαθά παρά τα κοινά. Ούτε τα σχετικά με τις «θεωρίες», από τις οποίες θα μπορούσε κανείς να παρακινηθή να κατεβή στην πόλη, έκαναν με τρόπο άπρεπο και υπερήφανο, αλλά πολύ φρόνιμα και μετρημένα, γιατί δεν έβρισκαν την ευτυχία ούτε στις πομπές ούτε στις φιλονικίες γύρω από τις χορηγίες, ούτε τέλος σε παρόμοιες επιδείξεις, αλλά στη νοικοκυρεμένη διοίκηση των πραγμάτων και της καθημερινής ζωής και στο να μη λείπουν από κανένα πολίτη τα απαραίτητα εφόδια της ζωής. Από αυτά μόνο πρέπει να κρίνη κανείς τους πραγματικά ευτυχισμένους πολίτας και τους πολιτικούς που δεν πολιτεύονται αλαζονικά. Γιατί σήμερα ποιος από τους μυαλωμένους ανθρώπους δεν θα πονούσε για τη σημερινή κατάντια, όταν μάλιστα βλέπη τους πολίτας να εκλέγωνται με κλήρο δικασταί για να εξασφαλίσουν με τον τρόπο αυτό την εξεύρεση χρημάτων για τις καθημερινές ανάγκες, ενώ οι Έλληνες που θέλουν ν' αποτελέσουν το πλήρωμα των πολεμικών πλοίων, έχουν την αξίωση να τους συντηρούμε και στους πανηγυρικούς και θεατρικούς χορούς θέλουν να παρουσιάζωνται ντυμένοι με χρυσά φορέματα, ενώ τον χειμώνα τους τον περνούν με τέτοια φορέματα, που δεν θέλω να ονομάσω, και τέλος να γίνωνται τέτοιες αντινομίες στη διοίκηση, που φέρνουν μεγάλη ντροπή στην υπόσταση της πολιτείας.

Απ' όλα αυτά τίποτα δεν γινόταν στα χρόνια της βουλής του Αρείου Πάγου, γιατί ανακούφιζε την οικονομική στενοχώρια των φτωχών τάξεων με την εργασία που τους έδινε και με τα πλεονεκτήματα που είχαν από τους πλούσιους, ύστερα απομάκρυνε τη νέα γενεά από την ακολασία με την ενασχόληση που της παρείχε και με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έδειχνε γι' αυτήν η βουλή του Αρείου Πάγου. Τους πολιτευομένους τους απήλλασσε από την πλεονεξία με την αυστηρή τιμωρία και με το να μη της διαφεύγουν οι αδικούντες, τους δε γεροντοτέρους εθεράπευε από τη βαρυθυμία με τα προνόμια που τους παρείχε και με το σεβασμό που έδειχναν σ' αυτούς οι νεώτεροι. Ύστερα λοιπόν απ' όλα αυτά πώς είναι δυνατόν να βρεθή άλλη πολιτειακή συγκρότηση με μεγαλύτερην αξία απ' αυτή, που τόσον ωραία επρονόησε για όλα τα πράγματα;