Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[6.96.1] Κατά το αυτό θέρος, οι Συρακούσιοι, μαθόντες, ότι οι Αθηναίοι είχαν λάβει το αναμενόμενον ιππικόν και ητοιμάζοντο ήδη να προελάσουν εναντίον των, εθεώρησαν ότι εάν οι Αθηναίοι δεν καταλάβουν τας Επιπολάς, θέσιν απόκρημνον, υπερκειμένην αμέσως της πόλεως, δεν θα ήτο εύκολον να τους αποκλείσουν δια περιτειχίσεως και εις περίστασιν ακόμη, κατά την οποίαν εκέρδιζαν την μάχην. Απεφάσισαν, δια τούτο, να φρουρήσουν τας προσβάσεις της θέσεως ταύτης, ίνα μη ανέλθη δι' αυτών ο εχθρός πριν τον αντιληφθούν. Διότι από κανέν άλλο μέρος δεν ηδύναντο να αναβούν, [6.96.2] καθόσον, εξαιρουμένων των προσβάσεων τούτων, όλη η άλλη θέσις είναι υψηλή και κρημνώδης, με επιφάνειαν κλίνουσαν βαθμιαίως προς την πόλιν, από το εσωτερικόν της οποίας είναι αυτή καταφανής ολόκληρος και εδόθη εις αυτήν υπό των Συρακουσίων το όνομα Επιπολαί, λόγω του ότι υπέρκειται των πέριξ μερών. [6.96.3] Ως εκ τούτου, και επειδή ο Ερμοκράτης και οι συστράτηγοί του είχαν αναλάβει προ μικρού την αρχηγίαν των Συρακουσίων εξήλθαν αυτοί κατά τα εξημερώματα με όλους τους πολίτας εις τον παρά τον ποταμόν Άναπον λειμώνα, όπου προέβησαν εις επιθεώρησιν των οπλιτών, αφού προηγουμένως εξέλεξαν από αυτούς εξακοσίους επιλέκτους, υπό την αρχηγίαν του Διομήλου, φυγάδος εξ Άνδρου, εις τους οποίους ανέθεσαν να φρουρούν τας Επιπολάς και να προστρέχουν εν σώματι όπου αλλού ήθελε παρουσιασθή ανάγκη.

[6.97.1] Αλλ' οι Αθηναίοι, αποπλεύσαντες εκ Κατάνης με ολόκληρον τον στρατόν των, κατέπλευσαν απαρατήρητοι κατά την νύκτα την προηγηθείσαν της επιθεωρήσεως των Συρακουσίων, πλησίον της θέσεως, της καλούμενης Λέοντος, απεχούσης εξ έως επτά σταδίους από τας Επιπολάς. Τα πλοία, αφού απεβίβασαν τον στρατόν, προσωρμίσθησαν εις την Θάψον, χερσόννησον με στενόν ισθμόν, προεκτεινομένην εντός της θαλάσσης και μη απέχουσαν πολύ των Συρακουσών ούτε δια θαλάσσης, ούτε δια ξηράς. [6.97.2] Και η μεν Αθηναϊκή ναυτική δύναμις, κατασκευάσασα χαράκωμα καθ' όλον το μήκος του ισθμού, έμεινεν ησυχάζουσα εις την Θάψον. Ο στρατός όμως προήλασεν αμέσως τρέχων προς τας Επιπολάς, όπου επρόφθασε ν' αναβή δια του Ευρυήλου, πριν οι Συρακούσιοι, μαθόντες το πράγμα, επιστρέψουν εκ του λειμώνος, όπου εγίνετο η επιθεώρησις. [6.97.3] Εν τούτοις, ο άλλος στρατός και οι υπό την αρχηγίαν του Διομήλου εξακόσιοι έσπευσαν εις βοήθειαν, εκάστου στρατιώτου τρέχοντος όσον ημπορούσε ταχύτερον. Αλλ' η απόστασις, την οποίαν είχαν να διατρέξουν εκ του λειμώνος πριν φθάσουν τον έχθρόν, ήτο όχι όλιγωτέρα των είκοσι πέντε σταδίων. [6.97.4] Επιτεθέντες λοιπόν κατ' αυτού οι Συρακούσιοι, όπως είχαν φθάσει εις πολλήν αταξίαν, ηττήθησαν εις τας Επιπολάς και απεσύρθησαν εντός της πόλεως, φονευθέντων τριακοσίων περίπου, μεταξύ των οποίων ήτο και ο Διόμηλος. [6.97.5] Μετά την νίκην, οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιον και επέτρεψαν εις τους εχθρούς να παραλάβουν τους νεκρούς των, χορηγήσαντες βραχείαν προς τούτο ανακωχήν. Την επομένην κατέβησαν μέχρι των τειχών της πόλεως, αλλ' επειδή ο εχθρός δεν εξήρχετο προς σύναψιν μάχης, απεσύρθησαν και ανήγειραν εις την θέσιν Λάβδαλον, κειμένην εις την εσχατιάν των κρημνών, οπόθεν φαίνονται τα Μέγαρα, οχύρωμα, όπως χρησιμεύη ως αποθήκη αποσκευών και εφοδίων, οσάκις προήλαυναν προς τα εκεί, είτε προς σύναψιν μάχης, είτε χάριν επιτειχίσεως.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[6.96.1] Οι Συρακούσιοι τώρα, μαθαίνοντας το καλοκαίρι εκείνο πως είχαν έρθει καβαλλάρηδες στους Αθηναίους και πως όπου να 'ναι θα 'ρχονταν να τους χτυπήσουν, με την ιδέα πως αν δεν καταλάβουν οι Αθηναίοι τις Επιπολές, μέρος ψηλό και απόκρημνο πολύ κοντά πάνω από την πολιτεία τους, δε θα ήταν εύκολο, ακόμα κι αν τους νικούσαν οι εχτροί σε μάχη, να τους αποκλείσουνε με τείχος, άρχισαν να σχεδιάζουν πώς να φρουρήσουν τα μέρη που έφερναν προς τα εκεί, για να μην ξεμπαρκάρουν εκεί οι εχτροί χωρίς να τους πάρουν είδηση· γιατί δε θα μπορούσαν να τα κάνουν από άλλη μεριά. [6.96.2] Όλη η υπόλοιπη περιφέρεια κρέμεται να πούμε από κει και είναι κατηφορική ως την ίδια την πολιτεία, ώστε φαίνεται ολόκληρη στους μέσα· [6.96.3] γι' αυτό του έδωσαν αυτό το όνομα, Επιπολές, οι Συρακούσιοι, γιατί απλώνεται πάνω από όλη τη χώρα σαν υψηλό πλάτωμα. Και βγαίνοντας όλος ο ένοπλος λαός στα λιβάδια κοντά στον ποταμό Άναπο μόλις ξημέρωσε (και κατά σύμπτωση μόλις είχαν αναλάβει την αρχηγία του στρατού οι στρατηγοί που συνεργάζονταν με τον Ερμοκράτη) έκαναν γενική επιθεώρηση των βαριά αρματωμένων και ξεχώρισαν πρωτ' απ' όλους εξακόσιους διαλεχτούς στρατιώτες που τους διοικούσε ο Διάμιλος, εξόριστος από την Άντρο, για να σχηματίσουν τη φρουρά των Επιπολών, κι αν παρουσιαστεί καμιά άλλη ανάγκη, να τρέξουν προς τα εκεί, σχηματίζοντας γρήγορα τη φάλαγγά τους.

[6.97.1] Οι Αθηναίοι πάλι, την ίδια εκείνη νύχτα, πριν από την ημέρα της γενικής επιθεώρησης, πέρασαν χωρίς να τους καταλάβουν με ολόκληρη τη δύναμή τους και προσεγγίζοντας στην ακτή που λέγεται Λέων, και που απέχει έξη ή επτά στάδια από τις Επιπολές, και ξεμπαρκάροντας εκεί το πεζικό πήγαν κι άραξαν τα καράβια, στη Θάψο· αυτή είναι χερσόνησος που εξέχει στο πέλαγος σα στενός ισθμός, και δεν απέχει πολύ από την πολιτεία των Συρακουσών ούτε από τη στεριά ούτε από τη θάλασσα. [6.97.2] Ο ναυτικός λοιπόν στρατός των Αθηναίων αφού έκλεισε τον ισθμό με πασσάλους έμεινε σε ανάπαυση· το πεζικό όμως προχώρησε αμέσως τρέχοντας προς τις Επιπολές και πρόφτασε κι ανέβηκε τον Ευρύηλο πριν τους πάρουν είδηση οι Συρακούσιοι και προστρέξουν από το λιβάδι και την επιθεώρηση. [6.97.3] Πήγαν να τους αποκρούσουν τόσο οι άλλοι, όσο γρηγορότερα μπορούσε ο καθένας και οι εξακόσιοι με το Διόμιλο· αλλά είχαν να διανύσουν όχι λιγότερο από είκοσι πέντε στάδια από το λιβάδι πριν έρθουνε στα χέρια με τους Αθηναίους [6.97.4] και πέφτοντας απάνω τους έτσι με τον ακατάστατο αυτό τρόπο νικήθηκαν οι Συρακούσιοι στη μάχη πάνω στις Επιπολές και υποχώρησαν πίσω στην πολιτεία· και σκοτώθηκε κι ο Διόμιλος και κάπου τρακόσιοι από τους άλλους. [6.97.5] Ύστερ' απ' αυτό οι Αθηναίοι, αφού έστησαν τρόπαιο κ' έδωσαν πίσω τους νεκρούς τους στους Συρακουσίους με προσωρινή ανακωχή, κατέβηκαν την άλλη μεριά έξω από την ίδια την πολιτεία των Συρακουσίων· επειδή όμως αυτοί δε βγήκαν να δώσουνε μάχη, γύρισαν στις θέσεις τους κ' έχτισαν φρούριο πάνω στο Λάβδαλο, που βρίσκεται στην άκρη–άκρη του γκρεμού του βουνού των Επιπολών και κοιτάει προς τα Μέγαρα, για να 'χουν, όποτε απομακρύνονταν είτε για να πολεμήσουν είτε για να χτίσουν τείχος, αποθήκη για τα όπλα και τα χρήματά τους.