Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[4.66.1] Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους, οι κάτοικοι των Μεγάρων, πιεζόμενοι αφ' ενός από τους Αθηναίους, οι οποίοι κατά την διάρκειαντου πολέμου εισέβαλλαν τακτικά δύο φοράς το έτος με όλας των τας δυνάμεις εις την Μεγαρίδα, και εξ άλλου από τους ιδικούς των εξορίστους, οι οποίοι εκδιωχθέντες από την δημοκρατικήν μερίδα, κατά την διάρκειαν μιας επαναστάσεως, τους εβασάνιζαν, ενεργούντες ληστρικάς επιδρομάς από τας Πηγάς, όπου είχαν εγκατασταθή, ήρχισαν ν' ανταλλάσσουν σκέψεις αν έπρεπε να επιτρέψουν την επάνοδον των εξορίστων, δια να μη καταστρέφεται η πόλις των από τον ξένον συγχρόνως και από τον εμφύλιον πόλεμον. [4.66.2] Οι φίλοι των εξορίστων, ευθύς ως αντελήφθησαν την κίνησιν αυτήν, εθεώρησαν κατάλληλον τον καιρόν να επιμείνουν περισσότερον απροκαλύπτως παρά πριν εις την παραδοχήν του μέτρου αυτού. [4.66.3] Αλλ' οι αρχηγοί της δημοκρατικής μερίδος, εννοήσαντες, ότι οι οπαδοί των, ταλαιπωρημένοι από τον πόλεμον, δεν θα ημπορέσουν να μείνουν σταθεροί παρά το πλευρόν των, και φοβηθέντες ως εκ τούτου, ήλθαν εις διαπραγματεύσεις προς τους αρχηγούς του Αθηναϊκού στρατού, τον Ιπποκράτη, υιόν του Αρίφρονος, και τον Δημοσθένη, υιόν του Αλκισθένους, δια να τους παραδώσουν την πόλιν, διότι ενόμιζαν, ότι τούτο ήτον ολιγώτερον επικίνδυνον δι' αυτούς, παρά η επάνοδος εκείνων, τους οποίους οι ίδιοι είχαν εξορίσει. Συνεφώνησαν, λοιπόν, ότι οι Αθηναίοι θα καταλάβουν πρώτον τα μακρά τείχη (τα οποία έξετείνοντο από την πόλιν μέχρι της Νισαίας, επινείου της, εις απόστασιν οκτώ περίπου σταδίων), όπως μη έλθουν εις βοήθειαν της πόλεως οι Πελοποννήσιοι από την Νίσαιαν, την οποίαν αυτοί αποκλειστικώς εφρούρουν, δια να έχουν εξησφαλισμένα τα Μέγαρα. Μετά τούτο, θα προσεπάθουν να παραδώσουν εις τους Αθηναίους και την πόλιν των Μεγάρων, της οποίας οι κάτοικοι ευκολώτερα θα προσεχώρουν προς τους Αθηναίους, αφού άπαξ κατελαμβάνοντο τα μακρά τείχη.

[4.67.1] Όταν συνεπληρώθησαν αι αμοιβαίαι συνεννοήσεις και ετοιμασίαι των δύο μερών, οι Αθηναίοι έπλευσαν εν καιρώ νυκτός εις την νήσον των Μεγαρέων Μινώαν. Απόσπασμα εξακοσίων οπλιτών, υπό την αρχηγίαν του Ιπποκράτους, εκρύφθη εις μικράν από τα τείχη της Νισαίας απόστασιν, εντός χάνδακος, από τον οποίον εξήγετο το χώμα δια την κατασκευήν των πλίνθων του τείχους. [4.67.2] Δεύτερον απόσπασμα ψιλών Πλαταιέων, και προς τούτοις περιπόλων, υπό την αρχηγίαν του άλλου στρατηγού, του Δημοσθένους, έστησεν ενέδραν εις το Ενυάλιον, το οποίον είναι ακόμη πλησιέστερον εις τα τείχη. Κατά την διάρκειαν της νυκτός, κανείς άλλος δεν εννόησεν, εκτός από τους μεμυημένους, [4.67.3] οι οποίοι, όταν επλησίαζε να εξημερώση, προέβησαν εις την εκτέλεσιν του σχεδίου των, κατά τον εξής τρόπον. Παρασκευάζοντες επιμελώς από πολύν καιρόν το άνοιγμα της πύλης των μακρών τειχών, είχαν πείσει τον φρούραρχον να τους επιτρέψη να μεταφέρουν επανειλημμένως κατά την διάρκειαν της νυκτός εις την θάλασσαν, δια της τάφρου και επάνω εις άμαξαν, δίκωπον ακάτιον, και να εκπλέουν χάριν δήθεν ληστρικών επιδρομών, και πριν εξημερώση, το επανέφεραν πάλιν επάνω εις την άμαξαν και το εισήγαν από την πύλην εντός των μακρών τειχών, προφασιζόμενοι ότι κατ' αυτόν τον τρόπον η προσοχή της Αθηναϊκής φρουράς της Μινώας δεν θα επροκαλείτο, καθόσον δεν θα εφαίνετο κανέν πλοίον εντός του λιμένος. [4.67.4] Και κατά την νύκτα εκείνην, η άμαξα ήτο ήδη εμπρός εις την πύλην, και όταν ηνοίχθη, κατά την συνήθειαν, δια να περάση το ακάτιον, οι Αθηναίοι (διότι το πράγμα εγίνετο εκ συνεννοήσεως με αυτούς), ευθύς ως είδαν το άνοιγμα, ώρμησαν από το μέρος όπου ενέδρευαν και έτρεξαν δια να προφθάσουν πριν κλεισθή η πύλη, και ενόσω η άμαξα, ευρισκομένη ακόμη εις την είσοδον, ημπόδιζε το κλείσιμον της πύλης. Τους εβοήθησαν συγχρόνως και οι Μεγαρείς συμπράκτορες, οι οποίοι εφόνευσαν τους φρουρούς των πυλών. [4.67.5] Και πρώτοι μεν οι Πλαταιείς και οι περίπολοι, υπό την αρχηγίαν του Δημοσθένους, εισώρμησαν, όπου σήμερον είναι στημένον το τρόπαιον. Μόλις επέρασαν μέσα από την πύλην, οι πλησιέστερον ευρισκόμενοι Πελοποννήσιοι, οι οποίοι είδον τα τελούμενα, έσπευσαν να τους αποκρούσουν, αλλ' οι στρατιώται του Δημοσθένους τους ενίκησαν, και εξησφάλισαν την είσοδον των προστρεχόντων Αθηναίων οπλιτών.

[4.68.1] Εφόσον οι Αθηναίοι οπλίται εισήρχοντο από την πύλην, διηυθύνοντο εις τας επάλξεις των τειχών. [4.68.2] Από την Πελοποννησιακήν φρουράν αντέστησαν κατ' αρχάς ολίγοι, και μερικοί απ' αυτούς εφονεύθησαν, οι περισσότεροι όμως ετράπησαν εις φυγήν από τον πανικόν που τους κατέλαβεν, αφ' ενός διότι ο εχθρός εισώρμησεν εν καιρώ νυκτός, και εξ άλλου διότι, βλέποντες να τους επιτίθενται οι συνωμόται Μεγαρείς, ενόμισαν ότι όλοι οι κάτοικοι τους είχαν προδώσει. [4.68.3] Επειδή, άλλωστε, συνέπεσε και ο Αθηναίος κήρυξ, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, να προκηρύξη, ότι όσοι από τους Μεγαρείς θέλουν, ημπορούν να πάρουν τα όπλα των και έλθουν να ενωθούν με τους Αθηναίους, οι Πελοποννήσιοι, μόλις το ήκουσαν, νομίσαντες ότι όλοι οι Μεγαρείς μετέχουν εις την εναντίον των επίθεσιν των Αθηναίων, έπαυσαν κάθε αντίστασιν» και κατέφυγαν εις την Νίσαιαν. [4.68.4] Όταν εξημέρωνε, τα μακρά τείχη είχαν ήδη καταληφθή, και η ταραχή εντός των Μεγάρων ήτο μεγάλη. Οι αρχηγοί της συνωμοσίας και μαζύ με αυτούς πολλοί άλλοι μεμυημένοι υπεστήριζαν, ότι έπρεπε ν' ανοίξουν τας πύλας της πόλεως και εξέλθουν προς μάχην. [4.68.5] Είχε, τωόντι, συμφωνηθή ότι ευθύς ως ανοιχθή η πύλη, θα εισορμήσουν οι Αθηναίοι, και ότι οι συνωμόται, δια να αναγνωρίζωνται ευκόλως και μη πάθουν, θα ήσαν αλειμμένοι με έλαιον. Το άνοιγμα, άλλωστε, της πύλης δεν παρουσίαζε σοβαρόν δι' αυτούς κίνδυνον, διότι, κατά την συμφωνίαν, αι τέσσαρες χιλιάδες Αθηναίοι οπλίται και εξακόσιοι ιππείς, οι όποιοι εξεκίνησαν από την Ελευσίνα, είχαν ήδη φθάσει κατόπιν νυκτερινής πορείας. [4.68.6] Οι συνωμόται, αλειμμένοι με έλαιον, ευρίσκοντο ήδη πλησίον εις την πύλην, όταν εις απ' αυτούς κατήγγειλε το πράγμα προς τους ανήκοντας εις την αντίθετον μερίδα. Εκείνοι δε, συγκεντρωθέντες, ήλθαν εν σώματι και υπεστήριξαν, ότι έπρεπε ούτε έξοδον να ενεργήσουν, αφού ούτε προηγουμένως, όταν ήσαν ισχυρότεροι, ετόλμησαν ποτέ τούτο, ούτε την πόλιν να εκθέσουν εις προφανή κίνδυνον, και ότι όσοι δεν πεισθούν εις τους λόγους των θα έχουν ν' αντιμετρηθούν μαζύ των επί τόπου. Και δεν άφισαν να εννοηθή, ότι ήσαν εν γνώσει της συνωμοσίας, αλλ' επέμεναν, ότι η γνώμη των ήτον η καλλίτερα. Και συγχρόνως παρέμεναν πλησίον εις την πύλην ως φρουρά, εις τρόπον ώστε οι συνωμόται δεν ημπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τους σκοπούς των.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[4.66.1] Το ίδιο καλοκαίρι οι Μεγαρίτες μέσα στην πολιτεία, στενεμένοι τόσο από τους Αθηναίους που τους πολεμούσαν κ' έκαναν χωρίς εξαίρεση κάθε χρόνο δυο φορές εισβολή στον τόπο τους μ' όλη τους την ένοπλη δύναμη, όσο κι απ' τους δικούς τους πρόσφυγες από τις Πηγές, που μετά τον εμφύλιο πόλεμο είχαν διωχτεί από τους δημοκρατικούς και τους ενοχλούσανε με ληστρικές επιδρομές, για όλ' αυτά συζητούσαν οι Μεγαρίτες μεταξύ τους, λέγοντας πως θα 'πρεπε να δεχτούν τους εξορίστους και να μην αφήνουν την πολιτεία να καταστρέφεται κι από τις δυο μεριές. [4.66.2] Ακούγοντας οι φίλοι των εξορίστων τα ψιθυρίσματα, άρχισαν τώρα κι αυτοί φανερά ν' απαιτούν να εκτελεστούν οι προτάσεις αυτές. [4.66.3] Κι όταν κατάλαβαν οι ηγέτες των δημοκρατικών πως ο λαός δε θα ήταν αρκετά ισχυρός ώστε ν' αντέξει με καρτερία στα βάσανα μαζί τους, φοβήθηκαν και ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τους στρατηγούς των Αθηναίων, τον Ιπποκράτη, τον γιο του Αρίφρονα και το Δημοσθένη το γιο του Αλκισθένη, θέλοντας να τους παραδώσουν την πολιτεία τους και πιστεύοντας πως ο κίντυνος απ' αυτό θα ήτανε γι' αυτούς μικρότερος παρά να γυρίσουν όσους είχαν εξορίσει. Συμφώνησαν λοιπόν πρώτα απ' όλα, να πάρουν στην κυριότητά τους τα μακρά τείχη οι Αθηναίοι (και το μάκρος τους ήταν κάπου οχτώ στάδια από την πολιτεία ως τη Νίσαια, το λιμάνι) για να μην έρθουν και τους επιτεθούν οι Πελοποννήσιοι από τη Νίσαια που τη φρουρούσαν αποκλειστικά αυτοί, για να είναι ασφαλισμένα τα Μέγαρα, και δεύτερο να προσπαθήσουν να τους παραδώσουν και την απάνω πολιτεία· κ' ευκολότερα έμελλαν να προσχωρήσουν οι κάτοικοί της μια κ' είχε γίνει το πάρσιμο των τειχών.

[4.67.1] Οι Αθηναίοι λοιπόν, αφού είχανε γίνει οι προετοιμασίες με συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις κι από τα δύο μέρη, αρμένισαν νύχτα στη Μινώα, το νησί των Μεγαρέων, έκρυψαν εξακόσιους αρματωμένους στρατιώτες με αρχηγό τους τον Ιπποκράτη, σ' ένα λάκκο, απ' όπου έβγαζαν το χώμα για να φτιάχνουν τούβλα για τα τείχη, και που δεν απείχε πολύ απ' αυτά· [4.67.2] οι άλλοι, Πλαταιείς ελαφρά οπλισμένοι και άλλοι περίπολοι που ήρθαν με το Δημοσθένη, το δεύτερο στρατηγό, έστησαν ενέδρα στο Ενυάλιο που απέχει ακόμα λιγότερο. Και δεν τους πήρε είδηση κανείς, εξόν οι άντρες που δουλειά τους ήταν να ξέρουν τι γινόταν τη νύχτα εκείνη. [4.67.3] Κι όταν κόντευε να ξημερώσει έκαναν αυτοί το εξής: Από καιρό προτήτερα είχαν προετοιμάσει το άνοιγμα των πυλών, κάνοντας πως ήταν πειρατές και φέρνοντες μιαν ελαφριά δίκουπη βάρκα πάνω σ' ένα κάρρο εξασφαλίζοντας τη συγκατάθεση του αρχηγού της φρουράς να τους αφήνει να τη φέρουνε μέσα από το λάκκο νύχτα και ρίχνοντάς την στη θάλασσα να φεύγουν. Πριν ξημερώσει για καλά έφερναν πάλι τη βάρκα πάνω στο κάρρο κοντά στο τείχος κατά τη μεριά της πύλης, για να μη φαίνεται από τη φρουρά των Αθηναίων στη Μινώα, αφού δεν υπήρχε στο λιμάνι κανένα πλοίο που να μπορούσε να δει κανείς. [4.67.4] Εκείνη λοιπόν τη νύχτα βρέθηκε το κάρρο κολλητά στην πύλη, κι όταν άνοιξε αυτή όπως συνήθως για να μπει μέσα η βάρκα, οι Αθηναίοι (η όλη υπόθεση έγινε με προσυμφωνημένα συνθήματα) το είδαν και ήρθαν τρεχάτοι από την ενέδρα, θέλοντας να προφτάσουν πριν ξανακλείσουν οι πύλες κι όσο βρισκόταν ακόμα το κάρρο στο άνοιγμά της, εμποδίζοντας τα θυρόφυλλα να σμίξουν· και σύγχρονα μ' αυτούς οι Μεγαρίτες που συνεργούσανε μαζί τους σκότωσαν τους φύλακες των πυλών. [4.67.5] Και πρώτα–πρώτα μπήκαν τρεχάτοι μέσα οι Πλαταιείς κ' οι περίπολοι που ήταν με το Δημοσθένη, στο σημείο που βρίσκεται τώρα το τρόπαιο κι αμέσως μόλις βρέθηκαν μέσα από την πύλη (γιατί τους πήραν τότε είδηση οι πιο κοντινοί Πελοποννήσιοι) πολέμησαν οι Πλαταιείς μ' όσους πρόστρεξαν ν' αμυνθούν και σιγούρεψαν το άνοιγμα της πύλης για τους στρατιώτες των Αθηναίων που ορμούσαν κατόπι τους.

[4.68.1] Ύστερ' απ' αυτό κάθε Αθηναίος στρατιώτης που έμπαινε πια μέσα προχωρούσε κατά πάνω στο τείχος. [4.68.2] Και οι Πελοποννήσιοι στην αρχή κρατούσανε γερά και υπεράσπιζαν τον εαυτό τους, μα λίγοι, και μερικοί απ' αυτούς σκοτώθηκαν, οι περισσότεροι όμως το 'βαλαν στα πόδια, επειδή φοβήθηκαν μέσα στο σκοτάδι καθώς είχαν πέσει πάνω τους οι εχτροί και τους πολεμούσαν και οι Μεγαρίτες που τους είχαν προδώσει, νομίζοντας πως όλοι οι Μεγαρίτες είχαν παραδοθεί. [4.68.3] Γιατί έτυχε κιόλας να κηρύξει ο κήρυκας των Αθηναίων από δική του πρωτοβουλία, όποιος Μεγαρίτης θέλει, να πάει με τους Αθηναίους βάζοντας κάτω τα όπλα του. Όταν τ' άκουσαν λοιπόν αυτοί, δεν περίμεναν άλλο, αλλά πιστεύοντας πως αληθινά τους πολεμούσαν κι από τις δυο μεριές με κοινή συμφωνία, κατέφυγαν στη Νίσαια. [4.68.4] Και την αυγή αφού είχαν παρθεί πια τα τείχη και οι κάτοικοι των Μεγάρων βρίσκονταν σε φοβισμένη ανησυχία, εκείνοι που είχαν διαπραγματευτεί με τους Αθηναίους και μαζί τους όλο το πλήθος των άλλων που γνώριζαν τι γινόταν, έλεγαν πως πρέπει ν' ανοίξουν τις πύλες και να βγουν έξω να δώσουνε μάχη. [4.68.5] Και είχε συμφωνηθεί μ' αυτούς όταν ανοίξουν οι πύλες να ορμήσουνε μέσα οι Αθηναίοι, κι αυτοί οι ίδιοι να διακρίνονται σα συναγωνιστές τους (γιατί είχαν αλείψει τα κορμιά τους με πάχος) έτσι που να μην κακοποιηθούν· και ήταν διπλά εξασφαλισμένοι ανοίγοντας έτσι τις πύλες· γιατί είχαν κιόλας έρθει (κατά τη συμφωνία) οι τέσσερις χιλιάδες Αθηναίοι στρατιώτες κ' οι εξακόσιοι ιππείς που είχε συμφωνηθεί νά 'ρθουν αφού βάδισαν τη νύχτα από την Ελευσίνα. [4.68.6] Ενώ δε αυτοί είχαν κιόλας αλείψει τα κορμιά τους και ήτανε μαζεμένοι κοντά στις πύλες, καταγγέλλει κάποιος που ήξερε τα πράματα, τη δολοπλοκία στους άλλους. Κι αυτοί κάνοντας μεταβολή και γυρίζοντας πίσω όλοι μαζί πήγαν κοντά τους κ' έλεγαν πως δεν πρέπει αυτοί νά 'βγουν κυνηγώντας τους εχθρούς τους (γιατί ποτέ ως τότε δεν είχαν τολμήσει κάτι τέτοιο, ούτε και τότε που είχαν μεγαλύτερη δύναμη) ούτε να ρίξουν την πολιτεία σε φανερό κίντυνο· κι αν κανείς δεν το παραδέχεται αυτό, η μάχη θα δοθεί εκεί. Δε φανέρωσαν αυτοί με κανένα τρόπο πως ήξεραν τη συνωμοσία, αλλά υποστήριζαν ότι συλλογίζονταν μόνο το καλό της πολιτείας και συνάμα έμεναν κοντά στις πύλες και τις φρουρούσαν, έτσι που δε στάθηκε δυνατό να εκπληρώσουν τους σκοπούς τους εκείνοι που είχαν συνωμοτήσει.