Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[4.37.1] Ο Κλέων και ο Δημοσθένης, αντιληφθέντες, ότι αν οι Λακεδαιμόνιοι υπεχώρουν, έστω και επ' ελάχιστον ακόμη, θα εξωλοθρεύοντο από τον Αθηναϊκόν στρατόν, ενώ αυτοί ήθελαν να τους φέρουν ζωντανούς εις τας Αθήνας, έπαυσαν την μάχην και συνεκράτησαν τον στρατόν των, με την ελπίδα ότι, εάν τους προσκαλέσουν να παραδοθούν, ημπορούσε να καμφθή το θάρρος των και να υποκύψουν απέναντι του επικειμένου κινδύνου. [4.37.2] Τους επρότειναν επομένως δια κήρυκος να παραδοθούν με τα όπλα των εις την απόλυτον διάκρισιν των Αθηναίων.

[4.38.1] Άμα οι Λακεδαιμόνιοι ήκουσαν την πρότασιν, οι πλείστοι εξ αυτών κατέβασαν τας ασπίδας των και ανέσεισαν τα χέρια, εις ένδειξιν αποδοχής. Αφού δε συνωμολογήθη ανακωχή, ήλθαν εις προσωπικάς διαπραγματεύσεις, ο Κλέων και ο Δημοσθένης με τον αντιπρόσωπον των πολιορκουμένων Στύφωνα, υιόν του Φάρακος. Από τους προηγουμένους αρχηγούς, ο πρώτος, ο Επιτάδας, είχε φονευθή, ο Ιππαγρέτης, που ήτο διορισμένος αναπληρωτής του, ήτο εξηπλωμένος κατά γης μεταξύ των νεκρών, και εθεωρείτο ως νεκρός, αν και έζη ακόμη, και ο Στύφων ήτο διωρισμένος κατά τον νόμον τρίτος, δια ν' αναλάβη την αρχηγίαν, εν περιπτώσει ατυχήματος των δύο άλλων. [4.38.2] Ούτος τότε, εξ ονόματος του στρατού του, εδήλωσεν ότι επιθυμούν να στείλουν απεσταλμένον προς τους επί της ξηράς Λακεδαιμονίους, δια να ζητήσουν οδηγίας περί του πρακτέου. [4.38.3] Οι Αθηναίοι όμως δεν επέτρεψαν να σταλή κανείς από αυτούς, αλλά προσεκάλεσαν οι ίδιοι τους επί της ξηράς να στείλουν τοιούτους απεσταλμένους, οι οποίοι επήγαν και ήλθαν δύο ή τρεις φοράς. Ο τελευταίος απεσταλμένος των επί της στερεάς Λακεδαιμονίων έφερε την εξής απάντησιν. «Οι Λακεδαιμόνιοι σας παραγγέλλουν ν' αποφασίσετε σεις οι ίδιοι περί εαυτών, αρκεί να μη κάμετε τίποτε το ατιμωτικόν.» Εκείνοι, αφού συνεσκέφθησαν αναμεταξύ των, παρεδόθησαν με τα όπλα των. [4.38.4] Την ήμέραν αυτήν και την ακόλουθον νύκτα, οι Αθηναίοι τους εφρούρουν. Την επομένην, αφού έστησαν τρόπαιον εις την νήσον, διένειμαν τους αιχμαλώτους εις τους τριηράρχους προς φύλαξιν και προέβησαν εις όλας τας άλλας προετοιμασίας δια τον απόπλουν. Οι Λακεδαιμόνιοι, εξ άλλου, έστειλαν κήρυκα και παραλαβόντες τους νεκρούς των, τους μετέφεραν εις την στερεάν. [4.38.5] Ο αριθμός των νεκρών και των αιχμαλώτων είχεν ως εξής. Το σύνολον των οπλιτών, που είχαν αποβιβασθή εις την νήσον, ήσαν τετρακόσιοι είκοσι το όλον. Εκ τούτων, διακόσιοι ενενήντα δύο μετεφέρθησαν εις Αθήνας ως αιχμάλωτοι και οι λοιποί είχαν φονευθή. Από τους αιχμαλώτους, Σπαρτιάται ήσαν εκατόν είκοσι περίπου. Αι απώλειαι των Αθηναίων ήσαν ολίγαι, διότι μάχη εκ του συστάδην δεν είχε λάβει χώραν.

[4.39.1] Η πολιορκία, από την ημέραν της ναυμαχίας έως την ημέραν της μάχης που έγινεν εις την νήσον, διήρκεσεν εβδομήντα δύο το όλον ημέρας. [4.39.2] Κατά την διάρκειαν των είκοσι περίπου ημερών που οι πρέσβεις απουσίασαν, προς διαπραγμάτευσιν συνεννοήσεως, οι πολιορκούμενοι επεσιτίζοντο κανονικώς, αλλά κατά το επίλοιπον διάστημα διετρέφοντο από τα λαθραίως εισαγόμενα τρόφιμα. Και ποσότης μάλιστα σίτου ευρέθη εις την νήσον μετά την παράδοσιν και άλλα τρόφιμα που είχαν περισσεύσει, διότι ο αρχηγός Επιτάδας έδιδεν εις τους στρατιώτας μικροτέρας μερίδας από ό,τι του επέτρεπαν τα μέσα του.

[4.39.3] Οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι απέσυραν τώρα πλέον τον στρατόν των από την Πύλον και επέστρεψαν εις τα ίδια, και η υπόσχεσις του Κλέωνος, μολονότι τρελλή, επραγματοποιήθη, διότι εντός είκοσι ημερών, όπως είχεν υποσχεθή, έφερε τους πολιορκουμένους εις τας Αθήνας.

[4.40.1] Κανέν, τωόντι, γεγονός του πολέμου δεν επροξένησε μεγαλητέραν από αυτό έκπληξιν μεταξύ των Ελλήνων. Διότι ο κόσμος είχε την αξίωσιν από τους Λακεδαιμονίους να μη παραδίδωνται, ούτε από πείναν, ούτε από καμμίαν άλλην ανάγκην, αλλά ν' αποθνήσκουν με τα όπλα εις χείρας, μαχόμενοι όπως ημπορούσαν. [4.40.2] Κανείς δεν έπίστευεν, ότι εκείνοι που παρέδωσαν τα όπλα των ήσαν άνθρωποι όμοιοι με τους φονευθέντας. Και όταν βραδύτερον, εις κάποιαν περίστασιν, εις από τους συμμάχους των Αθηναίων ηρώτησεν ένα από τους αιχμαλώτους της Σφακτηρίας, με σκοπόν να τον πειράξη, εάν οι φονευθέντες συναγωνισταί του ήσαν όλοι γενναίοι και καθώς πρέπει, εκείνος απήντησεν ότι η άτρακτος, εννοών με την λέξιν αυτήν το βέλος, θα είχε τωόντι μεγάλην αξίαν, εάν διέκρινε τους γενναίους, υπαινιττόμενος με αυτό, ότι οι λίθοι και τα βέλη εφόνευαν αδιακρίτως όσους έτυχε να κτυπήσουν.

[4.41.1] Μετά την άφιξιν των αιχμαλώτων, οι Αθηναίοι απεφάσισαν να τους κρατήσουν εις δεσμωτήριον, έως ότου φθάσουν εις συνεννόησιν με τους Πελοποννησίους, αλλ' εάν οι τελευταίοι εισέβαλλαν προηγουμένως εις την Αττικήν,θα τους έβγαζαν από την φυλακήν και θα τους εθανάτωναν. [4.41.2] Εγκατέστησαν επίσης φρουράν εις την Πύλον, και οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου, θεωρούντες το έδαφος τούτο ως πατρίδα των (διότι η Πύλος αποτελεί μέρος του παλαιού Μεσσηνιακού εδάφους), έστειλαν τους καταλληλοτέρους από τους ιδικούς των, οι οποίοι ελεηλάτουν την Λακωνικήν και επροξένουν μεγάλας ζημίας εις τους κατοίκους, καθόσον ωμίλουν την ιδίαν με αυτούς γλώσσαν. [4.41.3] Οι Λακεδαιμόνιοι, εξ άλλου, οι οποίοι δεν είχαν ως τότε δοκιμάσει εις βάρος των τας ταλαιπωρίας τοιούτου ληστρικού πολέμου, όταν είδαν ότι και οι Είλωτες ήρχισαν ν' αυτομολούν εις την Πύλον, εφοβήθησαν μήπως με βίαια κινήματα επιδιωχθή σοβαρά πολιτειακή μεταβολή εις την χώραν των, και έφεραν βαρέως την κατάστασιν αυτήν. Αλλά μολονότι δεν ήθελαν ν' αντιληφθούν οι Αθηναίοι τας ανησυχίας των, εξηκολούθουν να στέλλουν πρεσβείας προς αυτούς, προσπαθούντες να επιτύχουν την απόδοσιν και της Πύλου και των αιχμαλώτων. [4.41.4] Αλλά των Αθηναίων αι απαιτήσεις εμεγάλωναν διαρκώς, και μολονότι ήλθαν αλλεπάλληλοι πρεσβείαι, όλαι απεπέμποντο άπρακτοι. Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία των γεγονότων της Πύλου.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[4.37.1] Όταν κατάλαβαν, ο Κλέων και ο Δημοσθένης, πως και το ελάχιστο να υποχωρήσουν ακόμα θα χαλαστούν όλοι από το δικό τους στρατό, σταμάτησαν τη μάχη κ' εμπόδισαν τουςδικούς τους να συνεχίσουν, θέλοντας να τους φέρουνε ζωντανούς στους Αθηναίους, και με την ελπίδα να σπάσει το ηθικό τους όταν ακούσουν την προκήρυξη και καταβληθούν από τη φοβερή τους θέση, [4.37.2] προκήρυξαν, αν θέλουν, να παραδοθούνε στους Αθηναίους, παραδίνοντας και τα όπλα τους, ώστε να αποφασίσουν εκείνοι ό,τι νομίζουν σωστό.

[4.38.1] Κι αυτοί όταν τ' άκουσαν, έγειραν οι περισσότεροι τις ασπίδες προς τα κάτω κ' ύψωσαν τα χέρια ψηλά κουνώντας τα, δείχνοντας με τούτο πως δέχονται όσα τους φώναξε ο κήρυκας. Κι όταν ύστερα απ' αυτά έγινε ανακωχή, συναντήθηκαν για να μιλήσουν ο Κλέων κι ο Δημοσθένης από τη μια μεριάκι από τους άλλους ο Στύφωνας ο γιος του Φάρακα, γιατί απ' όσους προτήτερα ήταν αρχηγοί, ο πρώτος ο Επιτάδας είχε σκοτωθεί, κ' εκείνος που είχαν διαλέξει δεύτερο, ο Ιππαγρέτας, κείτονταν ανάμεσα στους νεκρούς ενώ ακόμα ζούσε, γιατί τον νόμιζαν πεθαμένο, κι αυτός είχε διαλεχτεί σύμφωνα με το νόμο τρίτος αρχηγός αν πάθαιναν εκείνοι τίποτα. [4.38.2] Και είπε ο Στύφωνας πως θέλει να στείλει με κήρυκα να συνεννοηθεί με τους Λακεδαιμονίους στην απέναντι στεριά για το τι πρέπει να κάνουν. [4.38.3] Οι Αθηναίοι όμως δεν άφησαν κανένα Σπαρτιάτη να πάει απέναντι, αλλ' αυτοί οι ίδιοι φώναξαν κήρυκες απ' την αντικρυνή στεριά κ' ύστερα από δυο και τρία πρόσθετα ερωτήματα, ο τελευταίος που διάβηκε το στενό με βάρκα από μέρους των Λακεδαιμονίων στη στεριά είπε: «Οι Λακεδαιμόνιοι σας προστάζουν μόνοι σας να σκεφτείτε και ν' αποφασίσετε για την τύχη σας χωρίς να κάνετε τίποτα που να σας ντροπιάσει». Και αφού συσκέφτηκαν αναμεταξύ τους παράδωσαν τα όπλα τους και παραδόθηκαν και οι ίδιοι. [4.38.4] Και την ημέρα εκείνη καθώς και τη νύχτα που ακολούθησε τους κράτησαν υπό φρούρηση οι Αθηναίοι· την άλλη μέρα αφού έστησαν τρόπαιο της νίκης τους στο νησί, άρχισαν να κανονίζουν και τ' άλλα ζητήματα για ν' αποπλεύσουν και μοίρασαν τους αιχμαλώτους στους πλοιάρχους να τους φυλάγουν αυτοί. Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι αφού έστειλαν κήρυκα να συνεννοηθεί πήραν τους νεκρούς τους απέναντι. [4.38.5] Στο νησί σκοτώθηκαν και πιάστηκαν ζωντανοί τόσοι: είχαν περάσει στο νησί συνολικά τετρακόσιοι είκοσι βαρειά αρματωμένοι στρατιώτες· απ' αυτούς μεταφέρθηκαν ζωντανοί τριακόσιοι παρά οχτώ, οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Και απ' αυτούς ήταν Σπαρτιάτες από τους ζωντανούς μεν κάπου εκατόν είκοσι· από τους Αθηναίους όμως δε χάθηκαν πολλοί γιατί η μάχη δεν έγινε από κοντά με τον συνειθισμένο τρόπο της συμπλοκής.

[4.39.1] Όλος ο καιρός που πέρασε, όσο οι άντρες βρίσκονταν πολιορκημένοι στο νησί, από τη ναυμαχία ως τη μάχη στο νησί ήταν εβδομήντα δύο ημέρες. [4.39.2] Τις είκοσι μέρες απ' αυτές, όπου έλειπαν οι πρέσβεις που είχαν πάει για διαπραγματεύσεις ειρήνης, οι άντρες εφοδιάζονταν με τρόφιμα επισήμως, τις άλλες τροφοδοτούνταν κρυφά απ' όσους άραζαν τη νύχτα κι από τους κολυμπητές· κι όταν παραδόθηκαν υπήρχε ακόμα λίγο στάρι στο νησί κ' έπιασαν οι Αθηναίοι κι άλλες τροφές, γιατί ο Επιτάδας, ο αρχηγός τους, τους μοίραζε τις τροφές με περισσότερη οικονομία απ' όση επέτρεπαν οι δυνατότητες. [4.39.3] Έφυγαν λοιπόν απ' την Πύλο οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι με το στρατό τους, ο καθένας για τον τόπο του, και βγήκε αληθινό ό,τι είχε τάξει ο Κλέων, κι ας ήταν παλαβό· έφερε δηλαδή τους άντρες αιχμαλώτους μέσα στις είκοσι μέρες όπως είχε υποσχεθεί.

[4.40.1] Τούτο στάθηκε για τους Έλληνες το πιο απίθανο και ενάντιο σε κάθε υπολογισμό απ' όλα τα γεγονότα του πολέμου· γιατί δεν το θεωρούσαν άξιο των Λακεδαιμονίων να παραδώσουν τα όπλα τους ούτε από την πείνα ούτε από κανέναν άλλο εξαναγκασμό, αλλά να πεθαίνουν κρατώντας τα στο χέρι όσο μπορούσαν [4.40.2] και δεν πίστευαν πως αυτοί που τα παράδωσαν έμοιαζαν με κείνους που σκοτώθηκαν. Κι όταν ένας απ' τους συμμάχους των Αθηναίων ρώτησε κάποτε, πολύ αργότερα για να τον πειράξει από πικρόχολη διάθεση, έναν από τους αιχμαλώτους που πιάστηκαν στο νησί, αν οι σκοτωμένοι τους ήταν γενναίοι και άξιοι, αυτός αποκρίθηκε πως θ' άξιζε πολύ το αδράχτι, εννοώντας τη σαΐτα, που θα μπορούσε να διακρίνει τους γενναίους· και μ' αυτό ήθελε να πει πως στην τύχη σκοτώθηκαν όσοι χτυπήθηκαν από πέτρα ή σαΐτα.

[4.41.1] Όταν έφεραν τους άντρες στην Αθήνα, οι Αθηναίοι εψήφισαν να τους κρατούν αλυσοδεμένους ώσπου να κλείσουν κάποια συμφωνία, αν όμως κάνουν οι Πελοποννήσιοι νέα εισβολή στην Αττική πριν απ' αυτό, να τους βγάλουν έξω και να τους σκοτώσουν. [4.41.2] Και εγκατέστησαν φρουρά στην Πύλο και οι Μεσσήνιοι από τη Ναύπακτο έστειλαν τους πιο κατάλληλους άντρες τους εκεί σα να τους έστελναν πίσω στην πατρίδα (γιατί η Πύλος είναι κομμάτι της χώρας που ήταν άλλοτε η Μεσσηνία) και ξεκινώντας από κει λεηλατούσαν τη Λακωνική κ' έκαναν μεγάλες ζημιές επειδή μιλούσαν την ίδια γλώσσα. [4.41.3] Οι Λακεδαιμόνιοι από την άλλη μεριά, άμαθοι καθώς ήταν από ληστρικές επιδρομές και τέτοιας λογής πόλεμο, κ' επειδή οι Είλωτες τους έφευγαν και πήγαιναν να υπηρετήσουν με τους Μεσσηνίους, κ' επειδή φοβούνταν μήπως και στο απώτερο μέλλον γίνει κάποια επαναστατική κίνηση των κατοίκων στην ύπαιθρό τους δε μπορούσαν να το υποφέρουν, και μ' όλο που δεν ήθελαν να εκδηλώσουν τη δυσφορία και το φόβο τους στους Αθηναίους, έστελναν πρέσβεις προσπαθώντας να ξαναπάρουν πίσω τόσο την Πύλο, όσο και τους άντρες τους. [4.41.4] Οι Αθηναίοι όμως είχαν όρεξη γι' ακόμα μεγαλύτερα κέρδη, κ' ενώ ήρθαν πολλές πρεσβείες η μια μετά την άλλη, τις έστειλαν πίσω χωρίς αποτέλεσμα. Αυτά ήταν όσα έγιναν σχετικά με την Πύλο.