Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[2.52.1] Αλλά την εκ της νόσου ταλαιπωρίαν επηύξησεν η συγκέντρωσις του πληθυσμού της υπαίθρου χώρας εντός της πόλεως. Οι νεωστί ιδίως εισελθόντες υπέφεραν περισσότερον. [2.52.2] Διότι δια την έλλειψιν οικιών ηναγκάζοντο να ζουν εντός παραπηγμάτων πνιγηρών ως εκ του θέρους, και οι θάνατοι επήρχοντο εν τω μέσω μεγάλης αταξίας. Νεκροί έκειντο οι μεν επί των δε, και ημιθανείς εκυλίοντο εντός των δρόμων προς όλας τας κρήνας, ως εκ της ασβέστου δίψης, [2.52.3] και οι Ιεροί περίβολοι, εντός των οποίων είχαν κατασκηνώσει, ήσαν πλήρεις νεκρών, οι οποίοι απέθνησκαν εντός αυτών. Διότι επειδή το κακόν τους κατεβασάνιζεν, οι άνθρωποι, μη γνωρίζοντες ποίον θα είναι το τέλος των, ολιγώρως είχον προς πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον. [2.52.4] Ως εκ τούτου, τα έθιμα, προς τα όποια συνεμορφώνοντο έως τότε, προκειμένου περί ενταφιασμού, κατεπατήθησαν όλα, και καθείς έθαπτε τους νεκρούς του όπως ημπορούσε. Πολλοί μάλιστα, ένεκα ελλείψεως των απαιτουμένων δια την ταφήν υλικών, λόγω του ότι πολλοί εκ της οικογενείας των είχαν ήδη προαποθάνει, προσέφευγαν εις μέσα ταφής βδελυρά. Διότι άλλοι μεν απέθεταν πρώτον τον ιδικόν των νεκρόν επί ξένης πυράς και την ήναπταν, προλαμβάνοντες εκείνους που την είχαν στήσει, άλλοι δε, ενώ άλλος νεκρός εκαίετο ήδη, έρριπταν επάνω εκείνον που έφεραν και έφευγαν.

[2.53.1] Αλλ' η νόσος εισήγαγε προσέτι και άλλας χειροτέρας μορφάς ανομίας εις την πόλιν. Διότι πολλοί, οι οποίοι προηγουμένως απέκρυπταν την επίδοσίν των εις αθεμίτους ηδονάς, παρεδίδοντο ήδη εις αυτάς χωρίς καμμίαν επιφύλαξιν, καθόσον έβλεπαν πόσον αιφνιδία ήτο η μετάπτωσις, αφ' ενός μεν των πλουσίων, οι οποίοι εξαίφνης απέθνησκαν, αφ' ετέρου δε των τέως εντελώς απόρων, οι οποίοι εις μίαν στιγμήν υπεισήρχοντο εις τας περιουσίας εκείνων. [2.53.2] Ως εκ τούτου, απεφάσιζαν να χαρούν την ζωήν των όσον ημπορούσαν ταχύτερον, επιδιδόμενοι εις τας απολαύσεις, διότι εθεώρουν και την ζωήν και τον πλούτον εξ ίσου εφήμερα. [2.53.3] Και κανείς δεν ήτο διατεθειμένος να υποβάλλεται προκαταβολικώς εις ταλαιπωρίας προς επιδίωξιν σκοπού, τον οποίον ενόμιζεν ενάρετον, αφού εθεώρει αμφίβολον, αν θα επιζήση δια να πραγματοποίηση αυτόν, μόνον δε ό,τι παρείχεν άμεσον απόλαυσιν, και ό,τι καθ' οιονδήποτε τρόπον ωδήγει εις τούτο, τούτο κατήντησε να θεωρήται και ενάρετον και χρήσιμον. [2.53.4] Αλλά φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων κανείς δεν τους συνεκράτει, αφ' ενός μεν διότι βλέποντες ότι όλοι εξ ίσου απέθνησκαν, έκριναν ότι καμμία δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ ευσεβείας και ασεβείας, εξ άλλου δε επειδή κανείς δεν επίστευεν ότι θα επιζήση, δια να δώση λόγον των εγκλημάτων του και τιμωρηθή δι' αυτά. Τουναντίον, όλοι εθεώρουν, ότι η ήδη κατεψηφισμένη κατ' αυτών και επί των κεφαλών των επικρεμαμένη τιμωρία ήτο πολύ βαρυτέρα, και ότι πριν επιπέση κατ' αυτών, εύλογον ήτο να χαρούν οπωσδήποτε την ζωήν των.

[2.54.1] Εις τοιαύτην συμφοράν περιπεσόντες οι Αθηναίοι, εταλαιπωρούντο, καθόσον και εντός της πόλεως η θνησιμότης ήτο μεγάλη και εκτός αυτής τα κτήματά των ερημώνοντο. [2.54.2] Μερικοί μάλιστα κατά την διάρκειαν της δυστυχίας ενθυμήθησαν, όπως ήτο φυσικόν, τον επόμενον στίχον, περί του οποίου οι πρεσβύτεροι απ' αυτούς εβεβαίωναν, ότι εψάλλετο εις παλαιοτέραν εποχήν:

«Θα έλθη δωρικός πόλεμος και λοιμός μαζύ μ' αυτόν».

[2.54.3] Είναι αληθές ότι αντέτειναν μερικοί ότι ο παλαιός στίχος ωμιλούσε περί λιμού και όχι λοιμού, αλλ' επί του παρόντος επεκράτησε φυσικά η γνώμη, ότι η λέξις, της οποίας είχε γίνει χρήσις εις το άσμα, ήτο λοιμός, καθόσον οι άνθρωποι εμνημόνευαν τον στίχον σύμφωνα με τα παθήματά των. Αλλ' εάν ποτέ επέλθη άλλος δωρικός πόλεμος μετά τον σημερινόν, και συμπέση να επέλθη λιμός, μου φαίνεται πιθανόν, ότι τον στίχον θα ψάλλουν με την λέξιν αυτήν. [2.54.4] Ενθυμήθησαν επίσης, όσοι τον εγνώριζαν, και τον προς τους Λακεδαιμονίους χρησμόν, όταν εις ερώτησίν των προς τον θεόν, εάν πρέπη να πολεμήσουν, ούτος απήντησεν, ότι εάν διεξαγάγουν τον πόλεμον με όλας των τας δυνάμεις, θα νικήσουν, βεβαιών συνάμα ότι και αυτός θα τους βοηθήση. [2.54.5] Όσον λοιπόν αφορά τον χρησμόν, τα τότε συμβαίνοντα εθεώρουν σύμφωνα με τας προβλέψεις του. Το βέβαιον είναι ότι η νόσος ήρχισεν ευθύς μετά την εισβολήν των Πελοποννησίων, και εις μεν την Πελοπόννησον δεν επεξετάθη, τουλάχιστον εις βαθμόν άξιον λόγου, αλλ' εθέρισε προ πάντων μεν τας Αθήνας, έπειτα δε και μερικούς πολυανθρωποτέρους συνοικισμούς. Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία της νόσου.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[2.52.1] Κοντά στα βάσανα της στιγμής τους τυραννούσε και η συγκέντρωση των κατοίκων από την εξοχή στην πολιτεία κ' υπόφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες. [2.52.2] Γιατί επειδή δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια, παρά έμεναν σε πνιγηρές παράγκες και ήταν κι όλας καλοκαίρι, πέθαιναν χωρίς να μπορούν να τηρηθούν οι ευπρέπειες, αλλά και πεθαίνοντας έπεφταν οι νεκροί απάνω στα πτώματα, κι άλλοι ψυχομαχούσαν τριγυρίζοντας μέσα στους δρόμους, κι από την ακράτητη δίψα τους μαζεύονταν μισοπεθαμένοι γύρω σ' όλες τις βρύσες. [2.52.3] Και οι ναοί όπου είχαν κατασκηνώσει ήταν γεμάτοι νεκρούς που είχαν ξεψυχήσει εκεί μέσα γιατί όταν παράγινε το κακό, μην ξέροντας πια τι θ' απογίνουν, οι άνθρωποι το γύρισαν στην αψηφισιά για τα θεία και τις θρησκευτικές απαγορεύσεις· [2.52.4] κι όλες οι κανονικές τελετές, που συνειθίζονταν άλλοτε στις κηδείες, έγιναν άνω–κάτω, και τους έθαβαν όπως μπορούσε ο καθένας. Και πολλοί κατάντησαν να κηδεύουν τους δικούς τους χωρίς καμιά ντροπή, γιατί τους έλειπαν τα χρειαζούμενα, αφού τους είχαν κι όλας πεθάνει τόσοι συγγενείς· άλλοι προλάβαιναν ξένους που σώριαζαν ξύλα για να κάψουν το νεκρό τους, κ' έβαζαν απάνω το δικό τους, κι άναβαν τη φωτιά από κάτω, άλλοι, ενώ καιγόταν κι όλας ξένος νεκρός έριχναν από πάνω το δικό τους και το 'βαζαν στα πόδια.

[2.53.1] Και σε άλλα πράματα έδωσε η αρρώστεια την κυριότερη πρώτη αφορμή για παρανομίες· γιατί τολμούσε κανείς πιο εύκολα εκείνα που προτήτερα κρυβόταν να κάνει φανερά για το κέφι του, ή δεν τα 'κανε διόλου, βλέποντας πως γύριζε η τύχη γρήγορα· αφού οι πριν ευτυχισμένοι πέθαιναν ξαφνικά, κι όσοι άλλοτε δεν είχαν τίποτα, κληρονομούσαν ευθύς τις περιουσίες τους. [2.53.2] Κ' έτσι ζητούσαν να βρουν και να χαρούνε γρήγορα ό,τι τους ευχαριστούσε, και πίστευαν πως τόσο η ζωή όσο κ' οι περιουσίες είναι περαστικά πράματα. [2.53.3] Και κανένας πια δεν είχε όρεξη να κοπιάσει από τα πριν για κάτι που του είχε φανεί ωραίο, νομίζοντας πως ήταν πολύ αβέβαιο αν δε θα πέθαινε πριν το φτάσει· αλλά η ευχαρίστηση της στιγμής και το κέρδος με οποιοδήποτε μέσον για να την απολάψουν αμέσως, αυτό κατάντησε να θεωρείται και ωφέλιμο και σωστό. [2.53.4] Και κανένας φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων δεν τους συγκρατούσε πια, γιατί έκριναν πως το ίδιο κάνει είτε σέβονται τα θεία είτε όχι, βλέποντας πως χάνονταν όλοι το ίδιο· κι όσο για τα εγκλήματα, δεν περίμεναν πως θα ζήσουν ώσπου να γίνει η δίκη και να τα πληρώσουν με την τιμωρία που θα τους έβαζαν, πιστεύοντας πως πολύ μεγαλύτερη ήταν η καταδίκη που είχε ψηφιστεί ενάντιά τους και κρεμόταν τώρα πάνωθέ τους, που πριν πέσει επάνω τους, τους φαινότανε φυσικό να χαρούν και κάτι απ' τη ζωή.

[2.54.1] Έχοντας λοιπόν καταντήσει σε τέτοια παθήματα, τυραγνιούνταν οι Αθηναίοι, γιατί πέθαιναν οι άνθρωποι μέσα στην πολιτεία και ρημαζόταν η γης τους απ' έξω. [2.54.2] Και μέσα στα βάσανά τους, όπως ήταν επόμενο, θυμήθηκαν και τούτο το στιχάκι, που έλεγαν οι γεροντότεροι πως το τραγουδούσαν άλλοτε: «Πόλεμος θά 'ρθει Δωρικός, και μαζί μ' αυτόν λιμός». [2.54.3] Και πολλές συζητήσεις άναβαν κι άλλοι υποστήριζαν πως δεν έλεγε ο στίχος λοιμό, επιδημία, αλλά λιμό, πείνα, υπερίσχυσε όμως η γνώμη, όπως ήταν φυσικό, απ' ό,τι δοκίμαζαν τότε, πως η λέξη ήταν λοιμός· γιατί οι άνθρωποι θυμούνταν ανάλογα μ' αυτά που τους τύχαιναν. Μου φαίνεται δηλαδή πως αν καμιά φορά έρθει άλλος Δωρικός πόλεμος ύστερ' από τούτον και τύχει να πέσει πείνα, θα τον τραγουδήσουνε με το «λιμός», όπως θα τους φαίνεται πως ταιριάζει. [2.54.4] Θυμήθηκαν τότε όσοι τον ήξεραν και το χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμονίους, όταν ρώτησαν το θεό αν πρέπει να πολεμήσουν, και τους προφήτεψε πως αν πολεμήσουνε μ' όλη τους τη δύναμη, θα βάλει, είπε, κι αυτός το χέρι του. [2.54.5] Συμπέραιναν λοιπόν πως όσα γίνονταν έμοιαζαν με τα λόγια του χρησμού· η αρρώστεια έπεσε μόλις είχαν εισβάλει οι Πελοποννήσιοι. Στην Πελοπόννησο όμως δεν έπεσε, εξόν από ελάχιστες περιπτώσεις, που δεν αξίζει τον κόπο να τις αναφέρει κανείς, αλλά ήταν βαρειά στην Αθήνα, το περισσότερο κ' ύστερα και σ' άλλα μέρη με σχετικά πυκνότερο πληθυσμό. Αυτά λοιπόν ήταν όσα έγιναν με την αρρώστεια.