Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[2.47.1] Κατά τοιούτον τρόπον έγινεν η τελετή του ενταφιασμού κατά τον χειμώνα τούτον, μετά την λήξιν του οποίου έληξε και το πρώτον έτος του πολέμου. [2.47.2] Ευθύς δε με την αρχήν του επομένου θέρους, οι Πελοποννήσιοι και λοιποί σύμμαχοι, με τα δύο τρίτα των δυνάμεών των, όπως και την πρώτην φοράν, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, υιού του Ζευξιδάμου, εισέβαλαν εις την Αττικήν, όπου στρατοπεδεύσαντες ήρχισαν να ερημώνουν την γην. [2.47.3] Και πριν παρέλθουν πολλαί ημέραι από της εισβολής, παρουσιάσθη δια πρώτην φοράν εις τας Αθήνας ο λοιμός, ο οποίος ελέγετο μεν ότι είχεν ενσκήψει προηγουμένως πολλαχού, και εις την Λήμνον και εις άλλας χώρας, αλλά πουθενά δεν εμνημονεύετο λοιμώδης νόσος τοιαύτης εκτάσεως, ούτε φθορά ανθρώπων τόσον μεγάλη. [2.47.4] Διότι ούτε ιατροί, οι οποίοι, αγνοούντες την φύσιν της ασθενείας, έπεχείρουν δια πρώτην φοράν να την θεραπεύσουν, αλλ' απέθνησκαν οι ίδιοι μάλλον, καθόσον και περισσότερον ήρχοντο εις επαφήν με αυτήν, ούτε άλλη καμμία ανθρωπίνη τέχνη ηδύνατο να βοηθήση. Ό,τι αφορά εξ άλλου τας προς τους θεούς παρακλήσεις ή τας προς τα μαντεία επικλήσεις και τα τοιαύτα, τα πάντα ήσαν ανωφελή, και επί τέλους οι άνθρωποι, καταβληθέντες από το κακόν, παρητήθησαν αυτών.

[2.48.1] Η νόσος ήρχισε το πρώτον, ως λέγεται, από την νοτίως της Αιγύπτου κειμένην Αιθιοπίαν, από όπου κατέβη έπειτα εις την Αίγυπτον και την Λιβύην και επεξετάθη εις το πλείστον μέρος της Περσικής αυτοκρατορίας. [2.48.2] Εις δε την πόλιν των Αθηνών ενέσκηψεν αιφνιδίως και προσέβαλε κατά πρώτον τους κατοίκους του Πειραιώς, και δια τούτο ελέχθη από αυτούς, ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίψει δηλητήριον εις τας δεξαμενάς, διότι κρήναι δεν υπήρχαν ακόμη εκεί. Αλλ' ύστερον έφθασε και εις την άνω πόλιν και από τότε ηύξησε μεγάλως η θνησιμότης. [2.48.3] Καθείς δε, είτε ιατρός, είτε άπειρος της ιατρικής, ημπορεί, αναλόγως της ατομικής του κρίσεως, να ομιλή περί της πιθανής προελεύσεώς της καί περί των αιτίων, τα οποία νομίζει ικανά να επιφέρουν τοιαύτην διατάραξιν των υγιεινών συνθηκών. Αλλ' εγώ, που και ο ίδιος έπαθα από την νόσον, και με τα ίδια τα μάτια μου είδα άλλους πάσχοντας, θα εκθέσω την πραγματικήν της πορείαν και θα περιγράψω τα συμπτώματά της, η ακριβής παρατήρησις των οποίων θα επιτρέψη ασφαλέστερον εις τον καθένα που θα ήθελε να τα σπουδάση επιμελώς να κάμη την διάγνωσίν της, εάν ποτέ ήθελε και πάλιν ενσκήψει.

[2.49.1] Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ' εξοχήν απηλλαγμένον από άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από καμμίαν άλλην ασθένειαν, όλαι κατέληγαν εις αυτήν. [2.49.2] Όσοι εξ άλλου ήσαν ως τότε υγιείς, χωρίς καμμίαν φανεράν αιτίαν, προσεβάλλοντο αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και φλόγωσιν των οφθαλμών, και το εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και η γλώσσα εγίνοντο ευθύς αιματώδη, και η εκπνοή ήτον αφύσικος και δυσώδης. [2.49.3] Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και βραχνάδα, και μετ' ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος, συνοδευόμενον από ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει ναυτίαν, και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα ταλαιπωρίαν, εμετοί χολής, όσοι περιγράφονται υπό των ιατρών. [2.49.4] Και εις άλλους μεν αμέσως, εις άλλους δε πολύ βραδύτερον, παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν ατελεσφόρητος, προκαλούσα ισχυρόν σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν κατέπαυεν, εις άλλους δε εξηκολούθει επί πολύ. [2.49.5] Το σώμα εξωτερικώς δεν παρουσιάζετο πολύ θερμόν εις την αφήν, ούτε ήτο ωχρόν, αλλ' υπέρυθρον, πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών και ελκών. Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ, ώστε οι ασθενείς δεν ηνείχοντο ούτε τα ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να είναι γυμνοί, και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν να ριφθούν εντός ψυχρού ύδατος. Πολλοί δε πράγματι, οι οποίοι είχαν μείνει ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν εις δεξαμενάς, διότι κατετρύχοντο από δίψαν άσβεστον, αφού και το πολύ και το ολίγον ποτόν εις ουδέν ωφέλει. [2.49.6] Και η αδυναμία τού ν' αναπαυθούν, καθώς και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος ήτο εις την ακμήν της, δεν κατεβάλλετο, αλλ' αντείχε καταπληκτικώς εις την ταλαιπωρίαν, ώστε ή απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην ημέραν εκ του εσωτερικού πυρετού, πριν εξαντληθούν εντελώς αι δυνάμεις των, ή, εάν διέφευγαν την κρίσιν, η νόσος κατήρχετο περαιτέρω εις την κοιλίαν και επροκάλει ισχυράν έλκωσιν, και συγχρόνως επήρχετο ισχυρά διάρροια, ούτως ώστε κατά το μεταγενέστερον τούτο στάδιον οι πολλοί απέθνησκαν από εξάντλησιν. [2.49.7] Διότι το νόσημα, αφού ήρχιζεν από την κεφαλήν, όπου το πρώτον εγκαθίστατο, εξετείνετο βαθμηδόν εφ' όλου του σώματος, και αν κανείς ήθελε διαφύγει τον θάνατον, προσέβαλλε τα άκρα, όπού άφινε τα ίχνη του. [2.49.8] Καθόσον το νόσημα προσέβαλλε και τα αιδοία και τα άκρα των χειρών και ποδών, και πολλοί χάνοντες αυτά εσώζοντο, μερικοί μάλιστα έχαναν και τους οφθαλμούς. Άλλοι πάλιν, ευθύς μετά την θεραπείαν, επάθαιναν γενικήν αμνησίαν και δεν ανεγνώριζαν ούτε εαυτούς, ούτε τους οικείους των.

[2.50.1] Ο χαρακτήρ τωόντι της νόσου ήτο τοιούτος, ώστε δεν ημπορεί να περιγραφή επαρκώς δια λόγων, και όχι μόνον η σφοδρότης της προσβολής εκάστου κρούσματος υπερέβαινε γενικώς την ανθρωπίνην αντοχήν, αλλά και κατά τούτο απεδείχθη σαφέστατα, ότι δεν επρόκειτο δια καμμίαν από τας συνήθεις ανθρωπίνας ασθενείας, καθόσον τα όρνεα και τα τετράποδα, όσα τρώγουν τα ανθρώπινα πτώματα, μολονότι πολλοί νεκροί έμεναν άταφοι, ή δεν έπλησίαζαν αυτούς, ή αν έτρωγαν από τα πτώματα, εψοφούσαν. [2.50.2] Απόδειξις τούτου είναι η αναμφισβήτητος εξαφάνισις των ορνέων τούτων, τα οποία δεν έβλεπε κανείς ούτε πέριξ των πτωμάτων, ούτε αλλού πουθενά. Ενώ προκειμένου περί των σκύλων, το αποτέλεσμα ήτον ακόμη περισσότερον καταφανές, ως εκ του ότι συμβιούν με τους ανθρώπους.

[2.51.1] Τοιούτος λοιπόν ήτον ο γενικός χαρακτήρ της ασθενείας, διότι παραλείπω πολλά άλλα ασυνήθη συμπτώματα, κατά τα όποια τα καθέκαστα κρούσματα διέφεραν τα μεν από τα δε. Και εφόσον διήρκει η νόσος, καμμία άλλη από τας συνήθεις ασθενείας δεν παρηνώχλει τους κατοίκους, εάν δε τυχόν παρουσιάζετο κανέν κρούσμα, απέληγεν εις αυτήν. [2.51.2] Και άλλοι μεν απέθνησκαν ένεκα ανεπαρκούς νοσηλείας, άλλοι όμως μολονότι υπεβάλλοντο εις επιμελεστάτην τοιαύτην. Αλλ' ουδέ και κανέν φάρμακον, δύναμαι σχεδόν να είπω, ευρέθη, του οποίου η χρήσις να είναι αποτελεσματική, διότι εκείνο που ωφέλει τον ένα, αυτό το ίδιον έβλαπτε τον άλλον, [2.51.3] και καμμία ιδιοσυγκρασία, όπως απεδείχθη, δεν ήτον αρκετά ισχυρά δια να αντισταθή, ή αρκετά ασθενής, όπως αποφύγη την ασθένειαν, αλλά όλοι αδιακρίτως υπέκυπταν εις αυτήν, και εκείνοι ακόμη, που εθεραπεύοντο με πάσαν ιατρικήν επιμέλειαν. [2.51.4] Και το φοβερώτερον εις όλην αυτήν την ασθένειαν ήτο όχι μόνον η αποθάρρυνσις των θυμάτων, όταν αντελαμβάνοντο, ότι προσεβλήθησαν απότην νόσον (διότι το πνεύμα των παρεδίδετο αμέσως εις απελπισίαν και εγκατέλειπαν εαυτούς εις την τύχην και δεν ανθίσταντο κατά της ασθενείας), αλλά και το γεγονός, ότι νοσηλεύοντες ο είς τον άλλον, εμολύνοντο και απέθνησκαν ωσάν πρόβατα. Και τούτο προεκάλει τους περισσοτέρους θανάτους, [2.51.5] διότι ή απέφευγαν εκ φόβου να επικοινωνούν προς αλλήλους και οι ασθενείς απέθνησκαν εγκαταλελειμμένοι, εις τρόπον ώστε πολλαί κατοικίαι ερημώθησαν δι' έλλειψιν νοσηλείας, είτε επικοινωνούσαν και απέθνησκαν εκ της μολύνσεως. Η τελευταία αυτή τύχη επεφυλάσσετο ιδίως εις τους οπωσδήποτε αντιποιουμένους ευγένειαν αισθημάτων, διότι, θεωρούντες τούτο καθήκον τιμής, επεσκέπτοντο τους φίλους των, αψηφούντες τον προσωπικόν κίνδυνον, ενώ αντιθέτως οι ίδιοι οι συγγενείς, καταβαλλόμενοι από το μέγεθος της συμφοράς, εβαρύνοντο επί τέλους και παρήτουν και αυτούς τους θρήνους υπέρ των αποθνησκόντων. [2.51.6] Ακόμη όμως περισσότερον ευσπλαχνίζοντο τους θνήσκοντας και τους ασθενείς όσοι είχαν θεραπευθή από την νόσον, διότι και εγνώριζαν αυτήν εξ ιδίας πείρας και ήσαν του λοιπού οι ίδιοι πλήρεις θάρρους, καθόσον η νόσος δεν προσέβαλλε δις τον ίδιον άνθρωπον, μετά κακής τουλάχιστον εκβάσεως. Και όχι μόνον εμακαρίζοντο αυτοί από τους άλλους, αλλά και οι ίδιοι, ένεκα της υπερβολής της παρούσης χαράς των, είχαν ως προς το μέλλον κάποιαν επιπολαίαν ελπίδα, ότι δεν θ' απέθνησκαν πλέον ούτε από άλλην ασθένειαν.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[2.47.1] Τέτοια λοιπόν εστάθηκε η δημόσια κηδεία το χειμώνα εκείνο· κι όταν πέρασε ο χειμώνας αυτός, έκλεισε ο πρώτος χρόνος του πολέμου. [2.47.2] Κ' ευθύς μόλις άρχισε το καλοκαίρι, εισέβαλαν οι Πελοποννήσιοι κ' οι σύμμαχοί τους όπως και προτήτερα στην Αττική με τα δύο τρίτα της στρατιωτικής του δύναμης ο καθένας (με αρχηγό πάλι τον Αρχίδαμο, γιο του Ζευξιδάμου, βασιλιά των Λακεδαιμονίων), κι αφού έκαμαν στρατόπεδο άρχισαν να ρημάζουν τον τόπο συστηματικά. [2.47.3] Αλλά πριν περάσουν πολλές ημέρες από την ώρα που μπήκαν στην Αττική, πρωτοφανερώθηκε η αρρώστεια στην Αθήνα, αρρώστεια που λένε βέβαια πως έπεσε κι άλλοτε σε πολλούς τόπους, γύρω στη Λήμνο και αλλού, αλλά πουθενά δεν θυμούνται να παρουσιάστηκε τόσο φοβερή, ούτε να χάλασε τόσους ανθρώπους. [2.47.4] Γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα ούτε οι γιατροί που κοίταζαν τους αρρώστους στην αρχή, γιατί δεν ήξεραν τη φύση του κακού, κι αυτοί οι ίδιοι πέθαιναν σε μεγαλύτερην αναλογία όσο περισσότερο τους πλησίαζαν, ούτε καμιά άλλη ανθρώπινη τέχνη· κι όλες οι παρακλήσεις που έκαναν στους ναούς κι όσα προσκυνήματα στα μαντεία κι άλλα τέτοια, ήταν όλα του κάκου· και στο τέλος τα παράτησαν κι αυτά, γιατί τους χαντάκωσε το κακό.

[2.48.1] Κ' έπιασε η αρρώστεια, καθώς λένε, πρώτα–πρώτα από την Αιθιοπία πέρα από την Αίγυπτο, κατέβηκε ύστερα στην Αίγυπτο κι από κει στη Λιβύη, και σε πολλά μέρη της μεγάλης επικράτειας του Πέρση βασιλιά. [2.48.2] Στην πολιτεία της Αθήνας φανερώθηκε ξαφνικά, αφού πείραξε μερικούς πρώτα στον Πειραιά, ώστε οι Πειραιώτες είπαν πως οι Πελοποννήσιοι είχανε ρίξει φαρμάκι στα πηγάδια και τις στέρνες· γιατί δεν είχαν ακόμα βρύσες εκεί. Αργότερα όμως ήρθε και στην απάνω πολιτεία, και πέθαιναν τότε πια πολύ περισσότεροι. [2.48.3] Ας λέει λοιπόν ο καθένας γι' αυτό όσα ξέρει, είτε γιατρός είναι είτε και άμαθος, από τι δηλαδή ήταν πιθανό να γεννήθηκε, κι ας αναφέρει τις αιτίες που νομίζει πως ήταν αρκετά ισχυρές για να φέρουν τέτοια μεγάλη αλλαγή στην κατάσταση από την υγεία στο θανατικό. Εγώ θα φανερώσω μόνο τι λογής ήταν, κι από τι συμπτώματα, αν τύχει και ξανάρθει ποτέ, θα μπορούσε κανείς καλύτερα να εξετάσει το πράμα και να το γνωρίσει από τα πριν, ώστε να μην τα 'χει εντελώς χαμένα· γιατί την πέρασα κ' εγώ, και είδα πολλούς άλλους που υπόφεραν απ' αυτήν.

[2.49.1] Ο χρόνος εκείνος, όπως το παραδέχονταν όλοι, ήταν εξαιρετικά ελεύτερος από άλλες αρρώστειες· κι αν κανείς πριν απ' αυτήν, ήταν κάπως ανήμπορος, όλα ξεκαθάριζαν πως ήταν αυτή. [2.49.2] Τους άλλους όμως, που δεν είχαν καμιά φανερή αιτία κακοδιαθεσίας, έξαφνα, ενώ ήταν προτήτερα εντελώς γεροί, τους έπιαναν πρώτα δυνατές θέρμες στο κεφάλι, και κοκκίνιζαν τα μάτια τους κ' ερεθίζονταν πολύ, κι απ' την αρχή άναβαν και μάτωναν τα μέσα τους, ο φάρυγγας και η γλώσσα, κι η αναπνοή τους έβγαινε παράξενη και βρωμούσε· [2.49.3] έπειτ' απ' αυτά άρχιζε δυνατό φτάρνισμα και βραχνάδα, και σε λίγο κατέβαινε στο στήθος το πάθημα, με δυνατό βήχα· κι όταν πιανόταν από την καρδιά, της έδινε μια και τη γύριζε ανάποδα, κ' έβγαινε χολή από το στόμα κι από κάτω, όσων λογιών έχουν κι όλας ονοματίσει οι γιατροί, και μάλιστα με δυνατούς πόνους, [2.49.4] και τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο που τους έφερνε δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερ' από λίγο, σε άλλους όμως κρατούσαν μέρες ολόκληρες. [2.49.5] Και σ' όποιον τ' άγγιζε απ' έξω, το κορμί του αρρώστου δεν ήταν ούτε υπερβολικά ζεστό, ούτε υγρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, γεμάτο εξανθήματα, μικρά σπειριά ή και πληγές· από μέσα τους όμως ένιωθαν τέτοια πύρα, που δεν μπορούσαν να υποφέρουν να τους αγγίζουν ούτε τα πιο ψιλά και μαλακά ρούχα ή σεντόνια ή οτιδήποτε άλλο και την πιο μεγάλη ανακούφιση θα ένιωθαν αν μπορούσαν να ριχτούνε μέσα σε κρύο νερό. Και πολλοί απ' όσους δεν είχαν κανένα να τους κοιτάξει έκαναν αυτό ακριβώς, πέφτοντας μέσα σε πηγάδια βασανισμένοι από αδιάκοπη και ανυπόφορη δίψα· και το ίδιο έκανε είτε έπιναν πολύ είτε λίγο. [2.49.6] Και πάνω απ' όλα και χωρίς αναπαμό ήταν η στενοχώρια που δεν μπορούσαν να βρουν ανακούφιση σε τίποτα, και ούτε μπορούσαν να κοιμηθούν. Το σώμα όμως, όσον καιρό ήταν η αρρώστεια στο κρίσιμο στάδιό της, δε μαραινόταν, αλλά άντεχε στο βάσανο περισσότερο απ' ό,τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει, έτσι που πέθαιναν ―οι περισσότεροι― ύστερ' από εννιά ή εφτά μεριές από τη μέσα τους κάψα, χωρίς να 'χει εντελώς εξαντληθεί η δύναμή τους· ή αν ξέφευγαν αυτό το στάδιο, κατέβαινε ύστερα το κακό στην κοιλιά, που γέμιζε πληγές κι αφού τους έπιανε δυνατή και ασταμάτητη διάρροια, πέθαιναν οι περισσότεροι στο δεύτερο αυτό στάδιο από την εξάντληση. [2.49.7] Και το κακό περνούσε απ' όλο το κορμί, μια και είχε στερεωθεί στην αρχή στο κεφάλι και προχωρούσε από πάνω προς τα κάτω, κι αν κανείς σωζόταν από τα χειρότερα, φανερωνόταν τούτο επειδή έπιανε πια τις άκρες· [2.49.8] γιατί έπεφτε και στα γεννητικά όργανα, και στις άκριες των χεριών και των ποδιών, και πολλοί που συνήλθαν έμειναν χωρίς αυτά· μερικοί άλλοι πάλι έχασαν το φως τους ή το θυμητικό τους ενώ άντεξαν στην καθαυτό αρρώστεια στην αρχή, και ξέχασαν μόλις σηκώθηκαν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δε γνώριζαν ούτε τους πιο στενούς συγγενείς και φίλους τους.

[2.50.1] Γιατί η μορφή της αρρώστειας ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις λογικές εικασίες των ανθρώπων, και πρόσβαλλε τον καθένα πιο βαρειά απ' όσο μπορεί να βαστάξει η ανθρώπινη φύση, και φανερώθηκε κι από το εξής πως δεν ήταν καμιά από τις συνειθισμένες αρρώστειες: τα όρνια δηλαδή και τα τετράποδα ζώα, όσα τρων ανθρώπινη σάρκα, μ' όλο που είχανε μείνει πολλά άταφα κορμιά, ή δεν τα πλησίαζαν, ή αν τα δοκίμαζαν, πέθαιναν κι αυτά. [2.50.2] Κι απόδειξη, πως παρουσιάστηκε καθαρά ελάττωση των πουλιών αυτών, και δεν τα 'βλεπε κανείς ούτε αλλού, ούτε γύρω σε νεκρούς από την αρρώστεια· ενώ τα σκυλιά έδιναν ακόμα καλύτερη αφορμή να το παρατηρήσει κανείς, επειδή ζούνε μαζί με τον άνθρωπο.

[2.51.1] Τέτοια λοιπόν ήταν στις μεγάλες γραμμές η μορφή της αρρώστειας, μ' όλο που παρέλειψα πολλά γνωρίσματα ασυνείθιστα και παράξενα, που τύχαιναν να παρουσιαστούν διαφορετικά στον ένα από τον άλλον. Και καμιά άλλη από τις συνειθισμένες στενοχώριες δε βασάνιζε τον κόσμο εκείνο τον καιρό· γιατί κι αν τύχαινε να παρουσιαστεί καμιά, κατέληγε σε τούτην–εδώ. [2.51.2] Και πέθαιναν οι άνθρωποι, άλλοι χωρίς περιποίηση, κι άλλοι που είχαν κάθε δυνατή φροντίδα. Και δε βρέθηκε κανένα γιατρικό, που να μπορεί κανείς να πει πως είναι το γιατρικό της αρρώστειας αυτής, που έμελλε χωρίς άλλο να βοηθήσει τον άρρωστο αν του το 'δινε (γιατί ό,τι ωφελούσε τον ένα, το ίδιο αυτό πράμα χειροτέρευε τον άλλον), [2.51.3] και καμιά ανθρώπινη κράση δε φάνηκε από μόνη της άξια ν' αντισταθεί στην αρρώστεια, είτε ήταν πολύ δυνατή, είτε τόσο αδύνατη ώστε να μην την πιάσει το κακό αλλά τους εσάρωσε όλους, κ' εκείνους ακόμη που είχαν την πιο περιποιημένη δίαιτα και τρόπο ζωής. [2.51.4] Χειρότερο απ' όλα ήταν η κατάθλιψη που έπιανε τον καθένα μόλις ένιωθε πως αδιαθετούσε (γιατί η ψυχική τους κατάσταση γύριζε τότε στην απελπισία, κι αφήνονταν πολύ περισσότερο από μιας αρχής και δεν αντιδρούσαν) καθώς κι ότι ο ένας γέμιζε μόλεμα από τον άλλον που περιποιόταν και πέθαιναν αράδα σαν τα πρόβατα· και τη μεγαλύτερη φθορά την προξενούσε τούτο: [2.51.5] αν δηλαδή δεν ήθελαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον από φόβο μην κολλήσουν, πέθαιναν οι άρρωστοι μόνοι κ' έρημοι· κι άδειασαν έτσι πολλά σπίτια γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει· κι αν πάλι επικοινωνούσαν, τους χαλούσε η αρρώστεια, και περισσότερο εκείνους που ήθελαν να φερθούνε καθώς πρέπει· γιατί ντρέπονταν να δείξουν πως λογαριάζουν τον εαυτό τους και πήγαιναν κοντά στους αγαπημένους τους. Αφού ακόμα και τα μοιρολόγια των πεθαμένων τα παράτησαν στο τέλος και οι ίδιοι oι συγγενείς τους, αποκαμωμένοι από τη μεγάλη συμφορά. [2.51.6] Όμως εκείνοι που είχαν περάσει την αρρώστεια κ' είχανε σωθεί, αυτοί σπλαχνίζονταν περισσότερο και τους ετοιμοθάνατους κι όσους ψήνονταν από το κακό, και οι ίδιοι δε φοβούνταν πια· γιατί δεν έπιανε η αρρώστεια δυο φορές τον ίδιον άνθρωπο, ώστε να τον θανατώσει. Και τους μακάριζαν οι άλλοι, κι αυτοί οι ίδιοι απ' τη μεγάλη τους χαρά για τη σωτηρία τους σ' αυτή την περίσταση είχαν την μάταιην ελπίδα πως για πάντα δε θενά πέθαιναν ούτε κι από καμιάν άλλην αρώστεια.