Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[1.128.1] Οι Αθηναίοι ανταπέδωσαν τα ίσα, απαιτούντες από τους Λακεδαιμονίους να εξαγνίσουν το άγος του Ταινάρου. Διότι οι Λακεδαιμόνιοι έπεισαν μίαν φοράν Είλωτας ικέτας του ιερού του Ποσειδώνος εις το Ταίναρον να σηκωθούν από τον βωμόν, και αφού τους απεμάκρυναν, τους εφόνευσαν, συνεπεία του οποίου νομίζουν, ότι επέσυραν εναντίον των και τον μεγάλον σεισμόν της Σπάρτης. [1.128.2] Απήτουν συγχρόνως απ' αυτούς να εξαγνίσουν το ανοσιούργημα εναντίον της Χαλκιοίκου Αθηνάς, του οποίου το ιστορικόν έχει ως εξής. [1.128.3] Αφού ο Παυσανίας, ο Λακεδαιμόνιος, ανεκλήθη δια πρώτην φοράν από την αρχηγίαν εις τον Ελλήσποντον, και δικασθείς ηθωώθη, δεν εστάλη πλέον υπό δημοσίαν ιδιότητα, αλλά ναυλώσας δι' ιδικόν του λογαριασμόν, άνευ αδείας των Λακεδαιμονίων, μίαν Ερμιονικήν τριήρη, κατέπλευσεν εις τον Ελλήσποντον, λόγω μεν όπως μετάσχη του πολέμου κατά των Περσών, πράγματι όμως όπως συνέχιση κρυφίως τας συνεννοήσεις του με τον Βασιλέα, τας οποίας, εποφθαλμιών την ηγεμονίαν της Ελλάδος, είχεν αρχίσει από την πρώτην εις τον Ελλήσποντον παρουσίαν του. [1.128.4] Η αρχή, τωόντι, των υπηρεσιών, τας οποίας επρόσφερε εις τον Βασιλέα, και της όλης σκευωρίας, έγινεν υπό τας εξής περιστάσεις. [1.128.5] Κατά την πρώτην δηλαδή εις τον Ελλήσποντον παρουσίαν του, μετά την επιστροφήν του Ελληνικού στόλου από την Κύπρον, είχε κυριεύσει το Βυζάντιον, ευρισκόμενον υπό την κατοχήν των Περσών, μεταξύ των οποίων ήσαν και οικείοι και συγγενείς του Βασιλέως, οι οποίοι συνελήφθησαν εκεί τότε αιχμάλωτοι. Τους αιχμαλώτους αυτούς απέστειλεν οπίσω προς τον Βασιλέα εν αγνοία των λοιπών συμμάχων, προς τους οποίους παρέστησεν ότι απέδρασαν. [1.128.6] Συνεργόν εις την σκευωρίαν αυτήν είχε τον Γογγύλον από την Ερέτριαν, εις τον οποίον ενεπιστεύθη και το Βυζάντιον και τους αιχμαλώτους, και τον οποίον έστειλε προς τον Βασιλέα κομιστήν επιστολής, της οποίας το περιεχόμενον, όπως απεκαλύφθη βραδύτερον, είχεν ως εξής. [1.128.7] «Παυσανίας, ο αρχηγός της Σπάρτης, επιθυμών να σου προσφέρη υπηρεσίας, σου αποστέλλει τους αιχμαλώτους αυτούς του πολέμου, τους οποίους ηχμαλώτισε με το ξίφος του, και συγχρόνως προτείνω, εάν και συ συμφωνής, να λάβω εις γάμον την θυγατέρα σου και σου καταστήσω υποχείριον όχι μόνον την Σπάρτην, αλλά και την λοιπήν Ελλάδα. Νομίζω δε, ότι είμαι ικανός να κατορθώσω τούτο, συνεννοούμενος μαζύ σου. Εάν εγκρίνης κατ' αρχήν ό,τι σου γράφω, στείλε εις την παραλίαν άνθρωπον εμπιστοσύνης, με τον οποίον να διαπραγματευθώμεν τα περαιτέρω». [1.129.1] Τας ολίγας αυτάς γραμμάς περιείχεν η επιστολή.

Ο Ξέρξης ηυχαριστήθη από την επιστολήν και απέστειλεν εις την παραλίαν τον υιόν του Φαρνάκου Αρτάβαζον, με την εντολήν να παραλάβη την σατραπείαν του Δασκυλείου, αντικαθιστών τον τέως σατράπην Μεγαβάτην. Συγχρόνως τον επεφόρτισε με απαντητικήν επιστολήν, δια να την διαβιβάση το ταχύτερον προς τον Παυσανίαν εις το Βυζάντιον και φροντίση να του επιδειχθή η βασιλική επ' αυτής σφραγίς, και παρήγγειλεν, εάν ο Παυσανίας δώση εις αυτόν οδηγίας περί των υποθέσεων του Βασιλέως, να τας εκτελέση όσον το δυνατόν καλλίτερα και πιστότερα. [1.129.2] Φθάσας εις την παραλίαν ο Αρτάβαζος, και τας άλλας παραγγελίας εξετέλεσε και την επιστολήν έστειλεν, [1.129.3] η οποία περιείχε την εξής απάντησιν. «Ιδού η απάντησις του Βασιλέως Ξέρξου προς τον Παυσανίαν. Και η υπηρεσία, την οποίαν μου επρόσφερες σώσας τους αιχμαλώτους, οι οποίοι είχαν συλληφθή εις το Βυζάντιον πέραν της θαλάσσης, θα μείνη δια παντός γραμμένη εις τα βιβλία του οίκου μου και τας προτάσεις σου εγκρίνω. Και μήτε νύκτα, μήτε ήμερα ας μη σε εμποδίση από την δραστηρίαν εκτέλεσιν των προς εμέ υποσχέσεών σου. Ούτε χρυσού, ούτε αργύρου δαπάνη ας μη γίνη εμπόδιον εις την εκτέλεσιν, ούτε πλήθος στρατού, εάν η παρουσία του είναι αναγκαία εις κανέν μέρος. Αλλά με τόν Αρτάβαζον, άνδρα καθώς πρέπει, τον οποίον σου στέλλω, εργάσου με εμπιστοσύνην περί των κοινών μας υποθέσεων, αποβλέπων εις την δόξαν και το συμφέρον και των δύο μας.»

[1.130.1] Μετά την λήψιν της επιστολής αυτής, ο Παυσανίας, ο οποίος και πριν απελάμβανεν εξαιρετικήν όλως διόλου εκτίμησιν μεταξύ των Ελλήνων δια την αρχηγίαν του κατά την μάχην των Πλαταιών, είχεν επαρθή τότε πολύ περισσότερον και δεν ημπορούσε πλέον να περιορισθή εις τον συνήθη μεταξύ των συμπολιτών του τρόπον της ζωής, αλλ' οσάκις εξήρχετο από το Βυζάντιον εφορούσε στολάς Περσικάς, οσάκις διήρχετο δια της Θράκης ηκολουθείτο από Πέρσας και Αιγυπτίους δορυφόρους, και τα γεύματά του παρετίθεντο κατά το Περσικόν σύστημα. Ούτε ημπορούσε να συγκαλύπτη τους αληθινούς σκοπούς του, αλλ' από ασήμαντα πράγματα άφινε να διαφανούν από τούδε, ποία μεγαλήτερα σχέδια εννοούσε να πραγματοποιήση βραδύτερον. [1.130.2] Εξ άλλου έγινε δυσπρόσιτος, και η συμπεριφορά του προς όλους ανεξαιρέτως απέβη τόσον δεσποτική, ώστε κανείς δεν ημπορούσε να τον πλησιάση. Τούτο, άλλωστε, υπήρξεν η κυριωτέρα αιτία, δια την οποίαν οι σύμμαχοι επήγαν με το μέρος των Αθηναίων.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[1.128.1] Έβαλαν κ' οι Αθηναίοι αντίστοιχον όρο στους Σπαρτιάτες, να διώξουν από το Ταίναρο το δικό τους άγος. Γιατί κάποτε είχαν ξεσηκώσει οι Σπαρτιάτες από το εκεί ιερό του Ποσειδώνα ικέτες είλωτες, κι αφού τους απομάκρυναν τους εσκότωσαν· και γι' αυτό νόμιζαν οι ίδιοι πως έγινε ο μεγάλος σεισμός στη Σπάρτη· τ[1.128.2] ους έβαλαν και άλλον όρο, να διώξουν και την κατάρα της Χαλκιοίκου. Αυτή ήταν η ακόλουθη: [1.128.3] Όταν οι Σπαρτιάτες κάλεσαν την πρώτη φορά τον Παυσανία το Λακεδαιμόνιο να γυρίσει πίσω από την αρχηγία που είχε στον Ελλήσποντο και τον εδίκασαν, βγάζοντάς τον αθώο, δεν τον έστειλαν πίσω στην εξουσία του με δημόσια εντολή, ο ίδιος όμως πήρε μόνος του ένα πολεμικό καράβι από την Ερμιόνη χωρίς την άδεια των Λακεδαιμονίων κ' έφτασε στον Ελλήσποντο, με την πρόφαση να εξακολουθήσει το Μηδικό πόλεμο, στ' αλήθεια όμως για να ενεργήσει για το συμφέρον του βασιλιά των Περσών, όπως είχε επιχειρήσει να κάνει και προτήτερα, θέλοντας να βασιλέψει στα Ελληνικά μέρη. [1.128.4] Από τότε δηλαδή είχε εξυπηρετήσει τον Πέρση βασιλιά και προσφέρει τις υπηρεσίες του σαν κατάθεση γι' ανταμοιβή αργότερα, κ' έβαλε αρχή για όλη τη δουλειά. [1.128.5] Γιατί αφού κυρίεψε το Βυζάντιο όταν πήγε για πρώτη φορά φεύγοντας από την Κύπρο (το κρατούσαν προτήτερα οι Μήδοι και μερικοί συγγενείς και αυλικοί του βασιλιά, που πιάστηκαν αιχμάλωτοι τότε μέσα στην πόλη) όσους έπιασε τότε ο Παυσανίας τους ελευθέρωσε και τους έστειλε πίσω στο βασιλιά, κρυφά από τους άλλους συμμάχους, λέγοντάς τους πως του είχαν δραπετεύσει. [1.128.6] Ολ' αυτά τα έκανε με συνένοχο το Γογγύλο από την Ερέτρια, που του είχε αναθέσει τη διοίκηση του Βυζαντίου και τη φρούρηση των αίχμαλώτων και του έστειλε και γράμμα με το Γογγύλο. Και στο γράμμα, όπως φανερώθηκε αργότερα, έγραφε τα ακόλουθα: [1.128.7] Εγώ ο Παυσανίας ο αρχηγός της Σπάρτης, θέλοντας να σου γίνω ευχάριστος, στέλνω αυτούς εδώ, που τους έπιασα στη μάχη, και προτείνω, αν συμφωνήσεις και συ, να πάρω γυναίκα τη θυγατέρα σου, και να σου παραδώσω για υποταχτικούς σου τη Σπάρτη κι όλη την άλλη Ελλάδα. Και νομίζω πως είμαι άξιος να τα κάνω όλ' αυτά, αν συσκεφτούμε και αποφασίσομε μαζί. Αν λοιπόν σου αρέσει κάτι απ' όσα λέω, στείλε άνθρωπο πιστό σου στα καράβια μου και από δω κ' εμπρός ν' αλλάζομε λόγια μ' αυτόν.

[1.129.1] Αυτά έλεγε η γραφή. Κι ο Ξέρξης ευχαριστήθηκε με το γράμμα και στέλνει τον Αρτάβαζο το γιο του Φαρνάκου στην παραθαλάσσια περιοχή με τη διαταγή να παραλάβει αυτός τη σατραπεία του Δασκυλίου αφού απολύσει το Μεγαδάτη, που την εξουσίαζε προτήτερα και του αναθέτει να διαβιβάσει το γρηγορότερο γράμμα του στον Παυσανία, που ήταν στο Βυζάντιο και να του δείξει τη σφραγίδα για μαρτυρία, κι αν του παραγγείλει τίποτα ο Παυσανίας για τις δικές του δουλειές, να το ενεργήσει όσο γίνεται καλύτερα και πιο πιστά. [1.129.2] Αυτός λοιπόν μόλις έφτασε έκανε και όλα τ' άλλα όπως του είχαν παραγγελθεί και διαβίβασε το γράμμα. [1.129.3] Και στην απόκριση ήταν γραμμένα τούτα: «Έτσι μιλεί ο βασιλιάς ο Ξέρξης στον Παυσανία, και για τους άντρες που μου έσωσες περ' από τη θάλασσα από το Βυζάντιο θα σου χρωστάει χάρη ο βασιλικός μου οίκος, που σου τη φυλάει γραμμένη για πάντα και τα λόγια σου πολύ μου άρεσαν. Ούτε μέρα ούτε νύχτα να σε κρατάει ώστε να χαλαρώσεις τις προσπάθειές σου για την πραγματοποίηση όσων μου τάζεις, και ούτε να σ' εμποδίζει το έξοδο χρυσού κι ασημιού, ούτε το πλήθος του στρατού, αν τα χρειάζεσαι να σου έρθουν οπουδήποτε, αλλά να ενεργήσεις με τον Αρτάβαζο, τον ευγενικό άντρα που σου έστειλα, και με τόλμη, με όποιον τρόπο θα πάνε καλύτερα και πιο ωραία και για τους δυο μας οι δουλειές σου και οι δουλειές μου».

[1.130.1] Όταν ελαβε ο Παυσανίας τούτη τη γραφή, έχοντας και πριν μεγάλη εξουσία και υπόληψη στους Έλληνες για τη στρατηγία του στην Πλάταια, το πήρε απάνω του πολύ περισσότερο και δεν μπορούσε πια να ζει με τον πατροπαράδοτο τρόπο, αλλά ντυνόταν με Περσικές στολές, βγήκε από το Βυζάντιο κ' έκανε περιοδείες στη Θράκη, συνοδευμένος από Μήδους υπασπιστές και Αιγυπτίους, κ' έκανε τραπέζια κατά τον Περσικό τρόπο, και δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει τις προθέσεις του, αλλά με μικρές πράξεις έδειχνε τι είχε σκοπό να κάνει για τις μεγάλες. [1.130.2] Κ' έγινε δύσκολο να τον πλησιάσει κανείς, κι όταν θύμωνε, φερνόταν τόσο άγρια σε όλους εξ ίσου, ώστε κανένας δεν μπορούσε να παρουσιαστεί μπροστά του· κι αυτός ήταν από τους κυριότερους λόγους που οι σύμμαχοι άλλαξαν μέρος και πήγαν με τους Αθηναίους.