Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[1.48.1] Οι Κορίνθιοι, αφού είχαν ετοιμασθή, παρέλαβαν τροφάς τριών ημερών, και εξέπλευσαν εν καιρώ νυκτός από το Χειμέριον με τον σκοπόν να ναυμαχήσουν, [1.48.2] και κατά τα εξημερώματα, ενώ έπλεαν, βλέπουν αιφνιδίως τον στόλον των Κερκυραίων, όχι μόνον εις την ανοικτήν θάλασσαν, αλλά και διευθυνόμενον εναντίον των. [1.48.3] Ευθύς ως αντελήφθησαν οι μεν τους δε αντιπαρετάχθησαν, και εις μεν το δεξιόν των Κερκυραίων ετάχθησαν τα Αθηναϊκά πλοία, την δε λοιπήν παράταξιν κατέλαβαν οι ίδιοι, διαιρέσαντες τα πλοία των εις τρεις μοίρας, εκάστης των οποίων αρχηγός ήτον εις από τους τρεις στρατηγούς. [1.48.4] Και η μεν παράταξις των Κερκυραίων ήτο τοιαύτη. Προς το μέρος των Κορινθίων, εξ άλλου, το μεν δεξιόν κέρας κατέλαβαν τα πλοία των Μεγαρέων και των Αμπρακιωτών, εις το μέσον ετάχθησαν τα πλοία των άλλων συμμάχων, ενώ το αριστερόν κατέλαβαν μόνοι οι Κορίνθιοι με τα ευκινητότερα από τα πλοία των, έχοντες αντιμετώπους τους Αθηναίους και το δεξιόν κέρας των Κερκυραίων.

[1.49.1] Όταν υψώθη από τα δύο μέρη το σήμα της μάχης, συμπλακέντες ήρχισαν την ναυμαχίαν, έχοντες αμφότεροι επί των καταστρωμάτων, κατά τον παλαιόν αδέξιον τρόπον της τακτικής, πολλούς οπλίτας και πολλούς τοξότας και ακοντιστάς. [1.49.2] Η ναυμαχία υπήρξε πεισματώδης, όχι λόγω επιδειχθείσης ναυτικής τέχνης, όσον διότι προσέλαβε την μορφήν πεζομαχίας μάλλον. [1.49.3] Καθόσον, οσάκις δύο πλοία ήθελαν συμπλακή, δεν απεσπάτο πλέον το εν από το άλλο, εν μέρει μεν ένεκα του πλήθους και του συνωστισμού των πλοίων, εν μέρει δε διότι την νίκην εβάσιζαν πολύ περισσότερον εις τους επί των καταστρωμάτων οπλίτας, οι οποίοι εμάχοντο σταθερώς, ενώ τα πλοία έμεναν εν τω μεταξύ ακίνητα. Καμμία απόπειρα διασπάσεως της εχθρικής παρατάξεως δεν εγίνετο, αλλά το θάρρος και η σωματική δύναμις αντικαθίστων την ελλείπουσαν πολεμικήν τέχνην. [1.49.4] Ως εκ τούτου, παντού επεκράτει μεγάλος θόρυβος και σύγχυσις κατά την ναυμαχίαν. Τα Αθηναϊκά πλοία προσέτρεχαν όπου έβλεπαν τους Κερκυραίους πιεζόμενους, και συνεκράτουν τους εναντίους, δεν ήρχιζαν όμως εχθροπραξίας, διότι οι στρατηγοί εφοβούντο να παραβούν τας διαταγάς των Αθηναίων. [1.49.5] Προ πάντων το δεξιόν κέρας των Κορινθίων υπέφερε. Διότι οι Κερκυραίοι με είκοσι πλοία τούς έτρεψαν εις φυγήν, τους κατεδίωξαν μέχρι της ακτής και τους διεσκόρπισαν, και πλεύσαντες κατ' ευθείαν προς το στρατόπεδόν των και αποβιβασθέντες διήρπασαν όσα πράγματα ευρήκαν εκεί και έκαυσαν τας ερήμους σκηνάς. [1.49.6] Έτσι εις το μέρος τούτο της μάχης οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί των περιήρχοντο εις υποδεεστέρας θέσεις και οι Κερκυραίοι επεκράτουν. Εις το αριστερόν όμως, όπού ήσαν οι Κορίνθιοι μόνοι, η υπεροχή των ήτο κατάδηλος. Διότι οι Κερκυραίοι, οι οποίοι και εξ αρχής εμειονέκτουν κατά τον αριθμόν των πλοίων, εμειονέκτουν ήδη ακόμη περισσότερον λόγω της απομακρύνσεως των είκοσι πλοίων, τα οποία απεσπάσθησαν δια την καταδίωξιν. [1.49.7] Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, βλέποντες τους Κερκυραίους πιεζομένους, ήρχιζαν να βοηθούν πλέον αυτούς περισσότερον ανεπιφυλάκτως και απέφευγαν μεν κατ' αρχάς την δια του εμβόλου επίθεσιν, όταν όμως οι Κερκυραίοι ήρχισαν οριστικώς τρεπόμενοι εις φυγήν και οι Κορίνθιοι τους κατεδίωκαν εκ του πλησίον, τότε πλέον καθένας επελαμβάνετο του έργου και κάθε διάκρισις ετέθη του λοιπού κατά μέρος, και τα πράγματα περιήλθαν εις τοιούτο σημείον, ώστε οι Κορίνθιοι και οι Αθηναίοι ηναγκάσθησαν να επιτεθούν οι μεν κατά των δε.

[1.50.1] Μετά την κατατρόπωσιν των Κερκυραίων, οι Κορίνθιοι δεν ερρυμούλκησαν τα σκάφη των εχθρικών πλοίων, όσα είχαν αχρηστεύσει, αλλά πλέοντες δια μέσου αυτών έστρεψαν την προσοχήν των προς τους ανθρώπους, φονεύοντες αυτούς κατά προτίμησιν, αντί να τους αιχμαλωτίζουν. Μη εννοήσαντες δε ότι το δεξιόν των κέρας είχεν ηττηθή, εφόνευαν κατά λάθος και τους ιδικούς των φίλους. [1.50.2] Διότι τόσον πολλά ήσαν τα πλοία και των δύο μερών και τόσον μεγάλην έκτασιν θαλάσσης κατελάμβαναν, ώστε μετά την έναρξιν της συμπλοκής ήτο δύσκολον μεταξύ νικητών και ηττημένων να διακρίνη κανείς τον φίλον από τον εχθρόν. Διότι ουδέποτε δύο τόσον πολυάριθμοι Ελληνικοί στόλοι είχαν τωόντι ναυμαχήσει εναντίον αλλήλων. [1.50.3] Αλλ' αφού οι Κορίνθιοι κατεδίωξαν τους Κερκυραίους μέχρι της Κερκυραϊκής ακτής, εστράφησαν προς τα ναυάγια και τους νεκρούς των, εκ των οποίων ημπόρεσαν να περισώσουν και μεταφέρουν το πλείστον μέρος εις τα Σύβοτα, λιμένα ακατοίκητον της Θεσπρωτίας, όπου ο στρατός των βαρβάρων είχεν έλθει εις βοήθειάν των. Μετά τούτο, ανασυνταχθέντες έπλεαν και πάλιν εναντίον των Κερκυραίων, [1.50.4] οι όποιοι με τα πλοία όσα είχαν απομείνει μάχιμα, όσα δεν είχαν λάβει μέρος εις την ναυμαχίαν, και τα Αττικά, εξέπλευσαν και αυτοί διευθυνόμενοι εναντίον των, διότι εφοβήθησαν μήπως αποπειραθούν απόβασιν εις την Κέρκυραν. [1.50.5] Ήτον ήδη αργά και είχε δοθή δια του παιάνος το σύνθημα της επιθέσεως, όταν οι Κορίνθιοι ήρχισαν αιφνιδίως ν' ανακρούουν πρύμναν, διότι διέκριναν επερχόμενα είκοσι Αθηναϊκά πλοία, τα όποια οι Αθηναίοι είχαν στείλει προς βοήθειαν μετά τα προηγουμένως σταλέντα δέκα, καθόσον εφοβήθησαν μήπως νικηθούν οι Κερκυραίοι, όπως και έγινε, και τα ιδικά των δέκα πλοία είναι ανεπαρκή να τους βοηθήσουν αποτελεσματικώς.

[1.51.1] Τα πλοία λοιπόν αυτά ιδόντες από μακράν οι Κορίνθιοι, και υποπτεύσαντες ότι είναι Αθηναϊκά και περισσότερα από όσα εφαίνοντο, ήρχισαν υποχωρούντες. [1.51.2] Οι Κερκυραίοι δεν τα έβλεπαν (διότι ως εκ της θέσεως από την οποίαν ήρχοντο, ήσαν ολιγώτερον ορατά εις αυτούς) και εξεπλήττοντο διότι οι Κορίνθιοι ανέκρουαν πρύμναν, μέχρις ότου τέλος μερικοί από αυτούς τα αντελήφθησαν και είπαν «Να εκεί πέρα πλοία που έρχονται προς τα εδώ». Τότε όμως ήρχισαν και αυτοί αποχωρούντες, διότι ήρχισε να σκοτεινιάζη πλέον. Και οι Κορίνθιοι, εξ άλλου, στρέψαντες πρώραν απέπλευσαν. [1.51.3]Τοιουτοτρόπως οι δύο στόλοι απεχωρίσθησαν και η ναυμαχία έληξεν όταν ενύκτωνεν ήδη. [1.51.4] Αλλά καθ' ην ώραν οι Κερκυραίοι προσωρμίζοντο εις την Λευκίμνην, τα είκοσι αυτά Αθηναϊκά πλοία, υπό την αρχηγίαν του Γλαύκωνος, υιού του Λεάγρου, και του Δρακοντίδου, υιού του Λεωγόρου, προχωρήσαντα δια μέσου των νεκρών και των ναυαγίων, κατέπλευσαν εις το αυτό ορμητήριον πριν περάση πολλή ώρα αφότου είχαν φανή. [1.51.5] Οι Κερκυραίοι (επειδή είχεν ήδη νυκτώσει) εφοβήθησαν μήπως είναι εχθρικά, αλλ' έπειτα τα ανεγνώρισαν και τα Αθηναϊκά πλοία ηγκυροβόλησαν ελευθέρως.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[1.48.1] Αφού τέλειωσαν όλες οι προετοιμασίες τους, ανοίχτηκαν νύχτα οι Κορίνθιοι από το Χειμέριο με σκοπό να ναυμαχήσουν, έχοντας πάρει τρόφιμα για τρεις μέρες, [1.48.2] και μόλις χάραξε, βλέπουν τα καράβια των Κερκυραίων έξω από το λιμάνι ν' αρμενίζουν κατά πάνω τους. [1.48.3] Κι' όταν αντικρύστηκαν, παρατάχτηκαν για μάχη, ο ένας απέναντι στον άλλον, και στα δεξιά των Κερκυραίων ήταν τ' Αττικά καράβια, κι όλη την άλλη παράταξη την κρατούσαν οι Κερκυραίοι οι ίδιοι, χωρίζοντας τα καράβια σε τρία τμήματα, με αρχηγό στο καθένα τον έναν από τους στρατηγούς. [1.48.4] Στην παράταξη των Κορινθίων τη δεξιά πτέρυγα την κρατούσαν τα καράβια των Μεγαρέων και των Αμπρακιωτών, το κέντρο οι άλλοι σύμμαχοι και την αριστερή οι Κορίνθιοι οι ίδιοι με τα πιο καλοτάξιδα καράβια τους απέναντι στους Αθηναίους, και το δεξί των Κερκυραίων.

[1.49.1] Κι αφού σήκωσαν κ' οι δυο τα φλάμπουρα, συγκρούστηκαν κι άρχισε η ναυμαχία, έχοντας κ' οι δυο απάνω στα καταστρώματα πολλούς στρατιώτες με βαρύ οπλισμό, καθώς και πολλούς τοξότες, και ακοντιστές, οπλισμένοι δηλ. με τον παλιό τρόπο, γιατί δεν είχαν μεγάλη πείρα. [1.49.2] Κ' ήταν η ναυμαχία σφοδρή, αλλά όσο για την τέχνη του πολέμου δεν έμοιαζε με ναυμαχία, αλλά συγγένευε περισσότερο με μάχη πεζικού. [1.49.3] Γιατί μια και συμπλέκονταν δεν ήταν εύκολο πια να χωρίσουν, τόσο από τα πολλά και στριμωγμένα καράβια, κι ακόμα περισσότερο γιατί έβαζαν το θάρρος τους για να νικήσουν στους στρατιώτες με το βαρύ οπλισμό πάνω στα καταστρώματα, που μπήκαν στη μάχη και πολεμούσαν, ενώ τα καράβια έμεναν ακίνητα. Και δεν ήταν τρόπος να περάσουν ανάμεσα στ' άλλα καράβια για να χτυπήσουν στα πλευρά με τα έμβολα, αλλά πολεμούσαν μάλλον με ορμή και δύναμη παρά με στρατηγική γνώση. [1.49.4] Κι ολούθε γινόταν ταραχή μεγάλη. Και μέσα στην αναμπουμπούλα τ' Αττικά καράβια έτρεχαν να παρασταθούν στους Κερκυραίους, όπου βρίσκονταν στενεμένοι, και τρόμαζαν πολύ τους εχτρούς, αλλά δεν έδιναν μάχη, καθώς φοβόνταν οι στρατηγοί από τις ορμήνειες που είχαν πάρει πριν ξεκινήσουν. [1.49.5] Και η δεξιά πτέρυγα των Κορινθίων υπόφερε περισσότερο από τους άλλους. Γιατί οι Κερκυραίοι, αφού τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν, τους πήραν το κατόπι με είκοσι καράβια και τους εσκόρπισαν ως το ακρογιάλι κι αρμένισαν αυτοί ως το στρατόπεδό τους, κατέβηκαν στη στεριά, έκαψαν τις σκηνές τους που ήταν αφρούρητες κι άρπαξαν τα υπάρχοντά τους. [1.49.6] Στο σημείο λοιπόν εκείνο νικήθηκαν οι Κορίνθιοι με τους συμμάχους τους, και οι Κερκυραίοι πήραν το απάνω χέρι· εκεί όμως που ήταν οι Κορίνθιοι οι ίδιοι, στο αριστερό, ενίκησαν με μεγάλη υπεροχή, γιατί έλειψαν από τους Κερκυραίους, που και αρχικά είχαν μικρότερο αριθμό, τα είκοσι καράβια που κυνηγούσαν το δεξιό των Κορινθίων. [1.49.7] Βλέποντας τότε οι Αθηναίοι σε τι δυσκολίες βρίσκονταν οι Κερκυραίοι, άρχισαν να τους βοηθούν πια χωρίς να κρατούν τα προσχήματα, ενώ στην αρχή κρατιόνταν μακρυά να μην πέσουν απάνω σε κανένα· όταν όμως γύρισαν πια φανερά τα πράματα, και βρίσκονταν οι Κορίνθιοι πάνωθέ τους, τότε πια ο καθένας ρίχτηκε στη μάχη με τα όλα του, και δε γινόταν καμιά διάκριση, παρά έφτασαν σε τόση ανάγκη ώστε συγκρούστηκαν οι Κορίνθιοι με τους Αθηναίους.

[1.50.1] Κι όταν γύρισαν τα πράματα οι Κορίνθιοι δεν κοίταζαν να σύρουν έξω και να σηκώσουν τα καράβια που είχαν βυθίσει, αλλά ρίχτηκαν στους ανθρώπους κι αρμενίζοντας πάνω–κάτω προτιμούσαν να σκοτώνουν παρά να πιάνουν ζωντανούς. Και σκότωναν και τους δικούς τους χωρίς να τους γνωρίζουν, γιατί δεν είχαν καταλάβει πως είχαν νικηθεί στη δεξιά πτέρυγα. [1.50.2] Κ' επειδή ήταν πολλά τα καράβια κι απ' τις δυο μεριές, κι απλώνονταν σε μεγάλο μέρος της θάλασσας, μια κ' έσμιγαν ο ένας με τον άλλον δεν ήταν εύκολο να ξεκρίνει κανείς καθαρά ποιοι νικούσαν και ποιοι έχαναν· η ναυμαχία λοιπόν αυτή ανάμεσα σ' Έλληνες στάθηκε η πιο μεγάλη σε αριθμό πλοίων από κάθε προηγούμενη. [1.50.3] Κι αφού πια οι Κορίνθιοι κυνήγησαν τους Κερκυραίους ως τη στεριά, άρχισαν ν' αναζητούν τα δικά τους ναυαγισμένα καράβια και τους νεκρούς τους, και περιμάζεψαν τα περισσότερα, ώστε να τα φέρουνε στα Σύβοτα, όπου ο φιλικός στρατός των βαρβάρων είχε έρθει να τους βοηθήσει· αυτά τα Σύβοτα είναι έρημο λιμάνι της Θεσπρωτίας. Κι αφού τα έκαναν αυτά, ξανανοίχτηκαν ενάντια στους Κερκυραίους. [1.50.4] Αυτοί πάλι αρμένισαν κατά πάνω τους, με όσα καράβια τούς έμεναν ολόκληρα και με τα Αττικά κι όσα άλλα μπορούσαν να βγούνε στ' ανοιχτά, από φόβο μήπως επιχειρήσουν απόβαση στον τόπο τους οι εχτροί. [1.50.5] Βράδυαζε κι όλας κ' είχαν ηχήσει οι παιάνες για επίθεση, κι άξαφνα οι Κορίνθιοι γύρισαν πίσω–μπρος καθώς είδαν ν' αρμενίζουν κατά πάνω τους είκοσι Αθηναϊκά καράβια που είχαν στείλει αργότερα οι Αθηναίοι να βοηθήσουν τα δέκα, επειδή φοβήθηκαν, όπως κ' έγινε, μήπως νικηθούν οι Κερκυραίοι και τα δέκα δικά τους είναι πολύ λίγα για να τους δώσουν αποτελεσματική βοήθεια.

[1.51.1] Τα είδαν λοιπόν από μακρυά οι Κορίνθιοι και επειδή υποψιάστηκαν πως έρχονται από την Αθήνα όχι τόσα όσα έβλεπαν, αλλά περισσότερα, υποχώρησαν. [1.51.2] Οι Κερκυραίοι όμως δεν μπορούσαν να ιδούν (γιατί πλησίαζαν μάλλον από κατεύθυνση που δε φαίνονταν), και σάστισαν που γύρισαν οι Κορίνθιοι τα μπρος–πίσω, ώσπου κάποιος τους είπε πως είχαν έρθει εκείνα τα καράβια. Γύρισαν τότε πίσω κι αυτοί (γιατί σκοτείνιαζε πια για καλά), και οι Κορίνθιοι που είχαν απομακρυνθεί διέλυσαν πρώτοι την επιχείρηση. [1.51.3] Έτσι λοιπόν ξέμπλεξαν ο ένας από τον άλλον και η ναυμαχία τέλειωσε με τη νύχτα. [1.51.4] Και τα είκοσι εκείνα καράβια από την Aθήνα, με αρχηγούς το Γλαύκωνα γιο του Λεάγρου και τον Ανδοκίδη γιο του Λεωγόρου, ανοίγοντας δρόμο μεσ' απ' τα ναυάγια και τους νεκρούς έφτασαν κι αγκυροβόλησαν κοντά στο στρατόπεδο των Κερκυραίων πάνω στη Λευκίμμη, λίγη ώρα από τη στιγμή που τα πρωτοείδαν. [1.51.5] Οι Κερκυραίοι όμως φοβήθηκαν στην αρχή μήπως ήταν εχτρικά, γιατί είχε νυχτώσει εντελώς, ύστερα όμως τα γνώρισαν και τα πλοία άραξαν.