Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Tο αίτημά μου, λοιπόν, κύριοι, είναι σύμφωνο τόσο με τον ανθρώπινο όσο και με τον θεϊκό νόμο και εμπίπτει εξίσου στη δική σας και στη δική μου δικαιοδοσία· για όσα τώρα με κατηγορούν, θα απολογηθώ ένα προς ένα.

Aρχικά, λοιπόν, θα σας αναπτύξω πώς με ενέπλεξαν σε αυτόν τον δικαστικό αγώνα με εντελώς παράνομο και βίαιο τρόπο, όχι επειδή θέλω να αποφύγω την παρουσία μου ενώπιόν σας, καθώς, ακόμη και αν δεν είχατε ορκιστεί και δεν λειτουργούσατε νόμιμα, θα επέτρεπα να ψηφίσετε σχετικά με τη ζωή μου, αφού πιστεύω ότι δεν έχω κάνει κανένα σφάλμα σε αυτή την υπόθεση και ότι εσείς θα αποφασίσετε σύμφωνα με το δίκαιο, αλλά για να έχετε αποδείξεις, σχετικά με τα υπόλοιπα που μου καταλογίζουν, την βιαιότητα και την παρανομία τους.

Γιατί, κατά πρώτον, ενώ μου έχουν απαγγελθεί κατηγορίες ως εγκληματία, δικάζομαι για φόνο, κάτι που δεν το έχει υποστεί κανείς μέχρι τώρα σε αυτήν τη χώρα. Kαι πως δεν είμαι εγκληματίας ούτε ένοχος σύμφωνα με τον νόμο περί εγκληματιών, οι ίδιοι έχουν υπάρξει μάρτυρες. Γιατί ο νόμος αφορά τους κλέφτες και τους απατεώνες, ιδιότητες που δεν μπόρεσαν να μου προσάψουν με αποδείξεις. Έτσι, όσον αφορά την προσαγωγή μου, σας διευκόλυναν με κάθε δίκαιο και νόμιμο μέσο ώστε να αρνηθείτε να με καταδικάσετε. Iσχυρίζονται, όμως, πάλι ότι ο φόνος είναι μέγα έγκλημα ―συμφωνώ και επαυξάνω― όπως και η ιεροσυλία και η προδοσία της πατρίδας· για το καθένα όμως από αυτά υπάρχει διαφορετική νομοθεσία. Στη δική μου όμως περίπτωση, κατά πρώτον η ακροαματική διαδικασία γίνεται εκεί ακριβώς όπου δεν προβλέπεται να δικάζονται για φόνο, δηλαδή στην αγορά· κατά δεύτερον, προβάλλουν αξιώσεις χρηματικής αποζημίωσης, ενώ ο νόμος προβλέπει ο δολοφόνος να πληρώνει με τη ζωή του, όχι για το δικό μου συμφέρον αλλά για δική τους ωφέλεια, και σε αυτή την περίπτωση ο νεκρός λαμβάνει λιγότερα από όσα δικαιούται σύμφωνα με τη νομοθεσία· για ποιον λόγο θα μάθετε στη συνέχεια.

Kατά δεύτερον, κάτι που νομίζω είναι γνωστό σε όλους σας καλά, όλα τα δικαστήρια για φόνο συνέρχονται στο ύπαιθρο, όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για να μην βρεθούν στον ίδιο χώρο οι δικαστές με όσους δεν έχουν τα χέρια τους καθαρά, και επιπλέον ο κατήγορος να μην βρεθεί κάτω από την ίδια στέγη με τον κατηγορούμενο. Kαι εσύ παραβλέποντας αυτό το ζήτημα έφτιαξες έναν νόμο αντίθετο με τους υπόλοιπους· και καθώς έπρεπε για αυτό να δώσεις τον επισημότερο και βαρύτερο όρκο, που περιέχει την κατάρα να χαθείς εσύ και η γενιά σου και το σπίτι σου, στην περίπτωση βέβαια που με κατηγορήσεις και για άλλα πράγματα εκτός από τον φόνο, ότι δηλαδή σκότωσα, ενώ, ούτε αν είχα διαπράξει πολλά αδικήματα θα καταδικαζόμουν για κάτι άλλο πέρα από αυτό, ούτε αν είχα κάνει πολλές αγαθοεργίες, θα αθωωνόμουν για χάρη τους· για αυτά εσύ, παραβλέποντάς τα, επινοώντας προσωπικούς νόμους, χωρίς να έχεις ορκιστεί ο ίδιος, με κατηγορείς, και χωρίς να έχουν ορκιστεί οι μάρτυρες καταθέτουν εναντίον μου, ενώ έπρεπε να έχουν δώσει τον ίδιο όρκο με εσένα και να έχουν ακουμπήσει τα θυσιασμένα ζώα. Kαι μετά ζητάς από τους δικαστές, αφού πιστέψουν σε μάρτυρες που δεν έχουν ορκιστεί, να απαγγείλουν κατηγορία για φόνο, οι οποίοι δεν μπορούν να γίνουν πιστευτοί εξαιτίας σου, αφού παρέκαμψες τους θεσμοθετημένους νόμους, και θεωρείς ότι πρέπει για τους δικαστές η παρανομία σου να υπερβεί αυτούς τους νόμους.

Λες ότι, αν ήμουν ελεύθερος, δεν θα παρέμενα εδώ, αλλά θα έσπευδα να φύγω, σαν να με ανάγκασες να εισέλθω σε αυτήν τη χώρα χωρίς τη θέλησή μου. Aν, όμως, δεν είχε κάποια διαφορά για μένα να στερηθώ αυτή την πόλη, θα μπορούσα εξίσου να μην παρουσιαστώ στο δικαστήριο μετά την κλήση μου, αλλά να δικαστώ ερήμην και να χάσω, αφού επιπλέον μετά την πρώτη απολογία μου είχα τη δυνατότητα να εγκαταλείψω τη χώρα· γιατί ο καθένας έχει αυτό το δικαίωμα. Eσύ όμως, ό,τι αποτελεί δικαίωμα όλων των Eλλήνων, απαιτείς να το στερηθώ εγώ μόνο προσωπικά, θεσπίζοντας ο ίδιος νόμο για τον εαυτό σου.

Ωστόσο, νομίζω πως όλοι θα συμφωνήσουν ότι οι υπάρχοντες νόμοι για παρόμοιες υποθέσεις είναι οι ορθότεροι και οι δικαιότεροι της νομοθεσίας. Yφίστανται, βέβαια, από πολύ παλιά σε αυτήν τη χώρα, χωρίς να αλλάξουν ποτέ, κάτι που αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ότι είναι ορθοί· γιατί ο χρόνος και η εμπειρία διδάσκουν στους ανθρώπους ό,τι δεν είναι ορθό. Δεν πρέπει, επομένως, να μαθαίνετε σε βάθος κατά πόσο οι νόμοι είναι ορθοί ή όχι από τα λόγια του κατηγόρου, αλλά από τους νόμους κατά πόσο τα λόγια του κατηγόρου σας διδάσκουν με ορθό και νόμιμο τρόπο το ζήτημα.

Oι νόμοι περί φόνου είναι τόσο ορθοί, ώστε κανείς μέχρι τώρα δεν τόλμησε να τους αλλάξει· εσύ είσαι, λοιπόν, ο μόνος που έχει τολμήσει να γίνει νομοθέτης για να αλλάξεις τους νόμους προς το χειρότερο και, αφού παρέκαμψες αυτά, επιδιώκεις να με εξοντώσεις με άδικο τρόπο. H παρανομία σου είναι η αποφασιστικότερη απόδειξη για την αθωότητά μου· γιατί καλά το ξέρεις ότι κανείς δεν θα κατέθετε εναντίον μου για χάρη σου, αν είχε δώσει εκείνον τον όρκο.

Έπειτα δεν πραγματοποίησες έναν δικαστικό αγώνα, όπως θα έκανε ένας άνθρωπος που πιστεύει στην υπόθεσή του χωρίς να αμφισβητεί, αλλά αμφισβήτησες και αποφάνθηκες εν μέρει, όπως θα έκανε κάποιος που δεν θα πίστευε ούτε σε αυτούς εδώ τους δικαστές. Συνεπώς, δεν αλλάζει τίποτε αν παραμείνω εδώ ή αθωωθώ, αλλά μπορείς να ισχυριστείς ότι αθωώθηκα ως εγκληματίας, όχι ως υπόδικος για φόνο· αν πάλι κερδίσεις, θα αξιώσεις τον θάνατό μου επειδή έχασα τη δίκη για φόνο. Ποιο τέχνασμα θα ήταν αποτελεσματικότερο, αφού αν εσείς πείσετε αυτούς εδώ μια μόνο φορά έχετε κατορθώσει αυτό που θέλετε, ενώ εγώ ακόμη και αν σωθώ μια φορά κινδυνεύω εξίσου;

Kαι σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κύριοι, οδηγήθηκα στο κρατητήριο με τον πλέον παράνομο τρόπο. Γιατί, ενώ επρόκειτο να ορίσω τρεις εγγυητές σύμφωνα με τον νόμο, αυτοί μεθόδευσαν την υπόθεση με τέτοιον τρόπο ώστε να μην έχω τη δυνατότητα να το πράξω. Kαι όποιος από τους υπόλοιπους ξένους θέλησε ποτέ μέχρι τώρα να ορίσει εγγυητές, δεν τέθηκε ποτέ μέχρι τώρα υπό κράτηση. Aκόμη και όσοι έχουν την επιμέλεια των εγκληματιών χρησιμοποιούν αυτόν εδώ τον ίδιο νόμο. Oπότε, ενώ αυτός ισχύει σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, μόνο εμένα απέτυχε να με ελευθερώσει από το κρατητήριο. Γιατί αυτό τους συνέφερε, κατά πρώτον, να είμαι τελείως απροετοίμαστος, να μην μπορώ να χειριστώ προσωπικά τις υποθέσεις μου, κατά δεύτερον να υποστώ σωματικά βασανιστήρια, οπότε και οι φίλοι μου να δείξουν μεγαλύτερη προθυμία να καταθέσουν ως ψευδομάρτυρες για χάρη εκείνων από το να πουν την αλήθεια για χάρη μου, εξαιτίας των σωματικών βασανιστηρίων. Kαι επιπλέον ντρόπιασαν τόσο εμένα τον ίδιο όσο και τους οικείους μου για όλη μας τη ζωή.

Aφού με παρόμοιο τρόπο, λοιπόν, και σε πολλές περιπτώσεις βρέθηκα σε μειονεκτικότερη θέση σε σχέση με τους νόμους σας και το δίκαιο, μπλέχτηκα στον δικαστικό αγώνα· παρόλες τις αντιξοότητες όμως θα επιχειρήσω να αποδείξω την αθωότητά μου. Eίναι βέβαια δύσκολο να ανασκευάσει κανείς αμέσως ψευδείς κατηγορίες και σκόπιμες επιθέσεις· γιατί από όσα κανείς δεν περιμένει, δεν υπάρχει περιθώριο να προστατευθεί.

Μτφρ. Ν. Δενδρινός. [1939] χ.χ. Αντιφών. Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[8] Πρώτα πρώτα θα προσπαθήσω να σας διαφωτίσω επάνω στο εξής σημείο· μπερδεύτηκα σ' αυτή τη δίκη εντελώς παράνομα και αυθαίρετα· και λέγω παράνομα, όχι γιατί θέλω ν' αποφύγω το δικό σας δικαστήριο, επειδή σε σας, και όρκο να μην είχατε δώσει και καθόλου νόμιμο δικαστήριο να μην είσαστε, θα επέτρεπα να ψηφίσετε για τη ζωή μου· τόση πεποίθησι έχω στον εαυτό μου για την αθωότητά μου σ' αυτήν την υπόθεσι και σε σας για τη δικαία σας κρίσι, αλλά (κάνω αυτήν την ένστασι), για ν' αποτελέση τεκμήριο για σας και σ' άλλες υποθέσεις η αυθαιρεσία και η παρανομία των κατηγόρων μου. [9] Γιατί πρώτα πρώτα, ενώ έχω συλληφθή κατόπιν μηνύσεως ως κακοποιός, κατηγορούμαι χωριστά και για φόνο, πράγμα που δεν έπαθε ποτέ κανείς σ' αυτή τη χώρα· και του ότι δεν είμαι κακοποιός ούτε υπόκειμαι στο νόμο περί κακοποιών είναι μάρτυρες αυτοί οι ίδιοι οι κατήγοροί μου, διότι ο νόμος αυτός αφορά τους κλέφτες και τους λωποδύτες, πράγματα, που καθόλου δεν απόδειξαν για μένα· επομένως, τουλάχιστο σχετικά με τη δίκη μου ως κακοποιού, καθιστούν μόνοι τους την αθώωσί μου νομιμώτατη και δικαιότατη. [10] Λένε, ότι ο φόνος είναι μεγάλο κακούργημα· και εγώ συμφωνώ, πως είναι πολύ μεγάλο, όπως και η ιεροσυλία και η προδοσία της πατρίδος· αλλά για κάθε ένα απ' αυτά τα εγκλήματα οι νόμοι είναι χωριστοί. Για μένα όμως πρώτα πρώτα εκεί, που απαγορεύεται στους κατηγορουμένους για φόνο να πλησιάζουν, εκεί διεξάγουν τη δίκη μου, δηλ. στην Αγορά· έπειτα έβαλαν υπό κρίσι την ποινή μου, ενώ ο νόμος λέει ρητά να τιμωρήται με θάνατο ο φονεύς, και αυτό το έκαμαν όχι για το δικό μου συμφέρον, αλλά για δική τους ωφέλεια, κι' έτσι σ' αυτό το σημείο απέδωσαν στο νεκρό λιγώτερη ικανοποίηση απ' ό,τι ο νόμος τού δίνει. Γιατί το 'καμαν αυτό, θα το καταλάβετε με τη συνέχεια του λόγου. [11] Έπειτα, πράγμα, που, νομίζω, το ξέρετε όλοι σας, όλα τα δικαστήρια δικάζουν στο ύπαιθρο τις δίκες του φόνου, για κανέναν άλλο λόγο παρά για να μην έρχωνται σε επαφή οι δικαστές με τους φονείς που έχουν μολυσμένα χέρια, και δεύτερο για να μη βρίσκεται κάτω από την ίδια στέγη ο κατήγορος με το φονέα. Συ όμως παραβαίνοντας αυτό το νόμο έκαμες το αντίθετο από τους άλλους· ενώ ώφειλες να δώσης το μέγιστο και βαρύτατο όρκο με την κατάρα να πέση εξολοθρεμός και σε σένα τον ίδιο και στη γενιά σου και στο σπίτι σου, βεβαιώνοντας, ότι πραγματικά δεν θα κατηγορήσης τίποτε άλλο εναντίον μου παρά ό,τι αφορά το φόνο, ότι δηλ. κατά τη γνώμη σου εσκότωσα ―οπότε ούτε αν είχα κάμει πολλά άλλα κακά, θα καταδικαζόμουνα για τίποτε άλλο παρά για μόνο το φόνο, ούτε αν είχα κάμει πολλά καλά, θα μ' έσωζαν οι καλές αυτές πράξεις―, [12] εν τούτοις εσύ τα παρέλειψες ολ' αυτά, και εφευρίσκοντας μόνος σου νόμους για λογαριασμό σου, χωρίς να έχης δώσει όρκο, με κατηγορείς και χωρίς όρκο και οι μάρτυρες μαρτυρούν εναντίον μου, ενώ ήσαν υποχρεωμένοι να δώσουν πρώτα τον ίδιον όρκο με σένα και ύστερα βάζοντας το χέρι στα σφάγια να μαρτυρήσουν για με. Έπειτα παρακινείς τους δικαστάς να κρίνουν δίκη φονική δίνοντας πίστι σε μάρτυρες, που δεν έδωσαν το νόμιμο όρκο και που συ ο ίδιος έκαμες αναξιόπιστους παραβαίνοντας τους κειμένους νόμους κι' έχεις την απαίτησι να ισχύση γι' αυτούς η παρανομία σου περισσότερο από τους ίδιους τους νόμους. [13] Λες, ότι δεν θα έμενα εδώ να δικασθώ, αν δεν προφυλακιζόμουνα, αλλά θα το 'σκαζα, σαν τάχα να με ανάγκασες να μπω σ' αυτή τη χώρα χωρίς τη θέλησί μου. Και όμως αν καθόλου δεν μ' ενδιέφερε να στερηθώ αυτήν την πόλι, θα ήταν στο χέρι μου ή όταν με κάλεσαν να μην παρουσιασθώ, αλλά ν' αφήσω να δικασθώ ερήμην, ή να φύγω από το δικαστήριο ύστερα από την πρώτη μου απολογία· γιατί το δικαίωμα αυτό είναι κοινό για όλους. Συ όμως το δικαίωμα, που είναι κοινό για όλους τους Έλληνας, ζητείς να το στερήσης από μένα μόνο, γενόμενος νομοθέτης μόνος σου για λογαριασμό σου. [14] Και όμως οι νόμοι που υπάρχουν γι' αυτές τις υποθέσεις, όλος ο κόσμος, νομίζω, ομολογεί, ότι είναι οι ωραιότεροι και ιερώτεροι που έχουν τεθή· διότι έχουν δύο μεγάλα προσόντα: είναι οι αρχαιότεροι νόμοι αυτής της χώρας, και δεύτερο έμειναν αμετάβλητοι, οι ίδιοι πάντοτε για τις ίδιες υποθέσεις, πράγμα που είναι το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό νόμων καλώς κειμένων· διότι ο χρόνος και η πείρα διδάσκουν τους ανθρώπους τι δεν είναι σωστό. Ώστε δεν πρέπει σεις να περιμένετε από τα λόγια του κατηγόρου να διαφωτισθήτε για τους νόμους, αν είναι καλοί ή κακοί, αλλά με βάσι τους νόμους πρέπει να κρίνετε τα λόγια των κατηγόρων, αν σας διαφωτίζουν σωστά και νόμιμα για την υπόθεσι ή όχι. [15] Έτσι οι νόμοι που αφορούν το αδίκημα του φόνου είναι οι καλυτεροι από όλους και γι' αυτό κανείς δεν τόλμησε ποτέ έως τώρα ν' αλλάξη, και μόνο εσύ είχες την αναίδεια να γίνης νομοθέτης χαλώντας τους νόμους και, παραβαίνοντάς τους, ζητείς παρά το δίκαιο να με καταστρέψης. Αλλ' αυτή η παρανομία σου είναι η καλύτερη μαρτυρία για την αθωότητά μου· γιατί ήξερες πολύ καλά, πως δεν θα 'βρισκες κανένα που να δεχθή να δώση το φοβερόν εκείνον όρκο μαρτυρώντας εναντίον μου. [16] Έπειτα δεν παρασκεύασες μια τη δίκη γι' αυτήν την υπόθεσι, βέβαιος για το δίκιο σου χωρίς καμμιάν αμφισβήτησι, αλλ' άφησες και αμφισβήτησι και πρόφασι γι' αναψηλάφησι της δίκης, σαν να μην είσαι διατεθειμένος ούτε σ' αυτούς εδώ τους δικαστάς να δώσης εμπιστοσύνη. Ώστε καμμιάν ωφέλεια δεν θα έχω, και αν αποφύγω σήμερα την καταδίκη, αλλά θα μπορής να ισχυρίζεσαι, ότι αθωώθηκα από την κατηγορία του κακοποιού, αλλ' όχι και του φόνου· ενώ αντίθετα, αν κερδίσης τη δίκη, θα έχης την απαίτησι να με θανατώσης, σαν να καταδικάσθηκα σε δίκη φόνου. Υπάρχουν λοιπόν φοβερώτερες μηχανορραφίες απ' αυτές, όταν σεις κατορθώσετε εκείνο που θέλετε με μία δίκη πείθοντας τους δικαστάς, ενώ εγώ, κι' αν αθωωθώ από την πρώτη δίκη, θα μείνω πάλι στον ίδιο κίνδυνο; [17] Εκτός απ' αυτά έγινε και άλλη μια παρανομία εις βάρος μου, το ότι εφυλακίστηκα· αυτή είναι η μεγαλύτερη παρανομία που έχει συμβή σε άνθρωπο· διότι ενώ εγώ εζήτησα να παρουσιάσω τρεις εγγυητές σύμφωνα με το νόμο, αυτοί τα κατάφεραν έτσι, ώστε να μην μπορώ να το κάμω· ενώ από τους άλλους ξένους, όσοι εζήτησαν να δώσουν εγγυητές, κανείς ποτέ ως τώρα δεν προφυλακίστηκε. Και πραγματικά οι «επιμεληταί των κακούργων» τηρούν τον ίδιο τούτο νόμο σ' όλες τις περιπτώσεις· ώστε ενώ ο νόμος αυτός είναι κοινός για όλους, μόνο εμένα δεν στάθηκε ικανός να ωφελήση. [18] Αυτό, βλέπετε, ήταν το συμφέρον των κατηγόρων μου, από το ένα μέρος να μείνω εντελώς απαράσκευος, μη μπορώντας (σαν φυλακισμένος) να φροντίσω ο ίδιος για την υπόθεσί μου, και από το άλλο για να υποστώ αυτήν την προσβολή κι' έτσι να γίνουν και οι ίδιοι μου οι φίλοι πιο πρόθυμοι να μαρτυρήσουν προς το συμφέρον των κατηγόρων μου πράγματα ψεύτικα παρά για μένα τ' αληθινά, και τούτο εξ αιτίας της προσβολής που έγινε εις βάρος του προσώπου μου· σε τέτοιαν ντροπή και μένα έρριξαν και τους δικούς μου για όλη τους τη ζωή.

[19] Σε τόσο πολλά λοιπόν σημεία αδικημένος σχετικά με τα δικαιώματα που μου παρέχουν οι νόμοι σας και η δικαιοσύνη, έρχομαι να δικασθώ σ' αυτή τη δίκη· εν τούτοις και με ό,τι μου απέμεινε, θα προσπαθήσω ν' αποδείξω την αθωώτητά μου. Είναι όμως βέβαια πολύ δύσκολο ν' αποδείξη κανείς μέσα σε μια στιγμή την αλήθεια πραγμάτων, των οποίων από πολύν καιρό πριν έχει προμελετηθή και προετοιμασθή η διαστροφή· γιατί από πράγματα που κανείς δεν περιμένει, δεν είναι δυνατό και να προφυλαχθή.