Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[1.26.3] Οι Κερκυραίοι, εξ άλλου, ως έμαθαν ότι οι άποικοι και η φρουρά είχαν φθάσει εις την Επίδαμνον και ότι η αποικία των είχε παραδοθή εις τους Κορινθίους, εξωργίσθησαν εις άκρον. Αποπλεύσαντες δε αμέσως με είκοσι πέντε πολεμικά πλοία και βραδύτερον με μεγαλητέραν μοίραν στόλου, απήτησαν απειλητικώς από τους Επιδαμνίους ν' αποπέμψουν την φρουράν και τους αποίκους που έστειλαν οι Κορίνθιοι και να δεχθούν οπίσω τους εξορίστους. Διότι οι τελευταίοι είχαν έλθει εις την Κέρκυραν, και υπενθυμίζοντες τους τάφους των κοινών προγόνων και την κοινήν καταγωγήν, την οποίαν επεκαλούντο, παρεκάλουν τους Κερκυραίους να τους αποκαταστήσουν εις τας εστίας των. [1.26.4] Αλλ' επειδή οι Επιδάμνιοι με καμμίαν από τας απαιτήσεις αυτάς δεν συνεμορφώθησαν, οι Κερκυραίοι, παραλαβόντες και τους Ιλλυριούς ως συμμάχους, και ακολουθούμενοι από τους εξορίστους, δια να τους αποκαταστήσουν εις τας εστίας των, εξεστράτευσαν εναντίον των με σαράντα πλοία. [1.26.5] Στρατοπεδεύσαντες δε προ της πόλεως, εδημοσίευσαν προκήρυξιν, ότι οι ξένοι και όσοι από τους Επιδαμνίους θέλουν, ημπορούν να απέλθουν χωρίς να πάθουν τίποτε, ειδεμή, θα τους μεταχειρισθούν ως εχθρούς. Αλλ' επειδή η ταχθείσα προθεσμία παρήλθεν άπρακτος, οι Κερκυραίοι ήρχισαν την πολιορκίαν της πόλεως, η οποία είναι κτισμένη επάνω εις ισθμόν.

[1.27.1] Οι Κορίνθιοι, εξ άλλου, άμα ως έμαθαν την πολιορκίαν από αγγελιαφόρους, σταλέντας από την Επίδαμνον, ήρχισαν να ετοιμάζωνται όπως εκστρατεύσουν, και συγχρόνως επροκήρυξαν αποικίαν δια την Επίδαμνον, λέγοντες ότι οι νέοι άποικοι θα είχαν τα ίδια εντελώς δικαιώματα με τους παλαιούς, όσοι όμως ήθελαν να λάβουν μέρος εις την αποικίαν, αλλά να μην αναχωρήσουν αμέσως, ημπορούσαν να μείνουν, καταβάλλοντες πενήντα κορινθιακάς δραχμάς έκαστος. Και οι αμέσως απερχόμενοι ήσαν πολλοί, καθώς και οι καταβάλλοντες το χρήμα. [1.27.2] Παρεκάλεσαν, εξ άλλου, και τους Μεγαρείς να τους συνοδεύσουν δι' ιδίου στόλου, μήπως τυχόν εμποδισθούν από τους Κερκυραίους κατά τον πλουν. Και οι Μεγαρείς ητοιμάζοντο να συμπλεύσουν με οκτώ πλοία και οι Παλείς της Κεφαλληνίας με τέσσερα. Εζήτησαν επίσης τήν συνδρομήν άλλων, εκ των οποίων οι Επιδαύριοι διέθεσαν πέντε πλοία, οι Ερμιονείς εν, οι Τροιζήνιοι δύο, οι Λευκάδιοι δέκα και οι Αμπρακιώται οκτώ. Από τους Θηβαίους και τους Φλειασίους εζήτησαν χρηματικήν επικουρίαν, και από τους Ηλείους, εκτός χρηματικής επικουρίας, και κενά πλοία. Οι ίδιοι, εξ άλλου, οι Κορίνθιοι παρεσκεύαζαν τριάντα πλοία και τρισχιλίους οπλίτας.

[1.28.1] Όταν οι Κερκυραίοι έμαθαν τας ετοιμασίας αυτάς, παρέλαβαν πρέσβεις των Λακεδαιμονίων και Σικυωνίων, και ελθόντες με αυτούς εις την Κόρινθον, απήτουν από αυτούς, καθό ξένους προς την Επίδαμνον, ν' ανακαλέσουν την φρουράν και τους αποίκους που ευρίσκοντο ήδη εντός της πόλεως. [1.28.2] Εάν όμως διεκδικούν αυτοί δικαιώματα επί της Επιδάμνου, εδήλωναν, ότι δέχονται να υποβάλουν την διαφοράν των εις την διαιτησίαν οιωνδήποτε πόλεων της Πελοποννήσου, τας οποίας θα ώριζαν και οι δύο εκ συμφώνου, και να κρατήση οριστικώς την αποικίαν εκείνος, εις τον οποίον θα επεδικάζετο. Εδήλωναν ακόμη, ότι δέχονται να υποβληθή η διαφορά των εις το μαντείον των Δελφών. [1.28.3] Αλλ' εξώρκιζαν αυτούς να μην ωθήσουν τα πράγματα μέχρι πολέμου, ειδεμή και αυτοί, έλεγαν, εξωθούμενοι από τους Κορινθίους, θ' αναγκασθούν μάλλον να συνάψουν νέας φιλίας αντί των σημερινών χάριν της ιδίας των αμύνης. [1.28.4] Οι Κορίνθιοι απήντησαν, ότι δέχονται να εξετάσουν την πρότασίν των, εάν οι Κερκυραίοι αποσύρουν από την Επίδαμνον και τον στόλον των και τους βαρβάρους. Πριν όμως γίνη τούτο, δεν είναι ορθόν να διεξάγουν αυτοί δικαστικόν αγώνα, ενώ οι Επιδάμνιοι πολιορκούνται. [1.28.5] Οι Κερκυραίοι, εν τούτοις, ανταπήντησαν, ότι δέχονται την αντιπρότασιν των Κορινθίων, εάν και αυτοί αποσύρουν την φρουράν και τους αποίκους των που ευρίσκοντο ήδη εντός της Επιδάμνου. Αλλ' ότι δέχονται επίσης να συνομολογηθή ανακωχή, επί τη βάσει της τηρήσεως του καθεστώτος, μέχρις εκδόσεως της διαιτητικής αποφάσεως.

[1.29.1] Οι Κορίνθιοι, εν τούτοις, καμμίαν από τας προτάσεις αυτάς δεν ήθελαν να δεχθούν, αλλ' ευθύς ως ητοιμάσθησαν τα πληρώματα του στόλου και προσήλθαν οι σύμμαχοι, προαπέστειλαν κήρυκα, δια να κηρύξη τον πόλεμον κατά των Κερκυραίων, μεθ' ο απέπλευσαν διευθυνόμενοι προς την Επίδαμνον, με στόλον αποτελούμενον από εβδομήντα πέντε πλοία και δύο χιλιάδας οπλίτας, δια ν' αρχίσουν τας εχθροπραξίας κατά των Κερκυραίων. [1.29.2] Αρχηγοί του μεν στόλου ήσαν ο Αριστεύς, υιός του Πελλίχου, ο Καλλικράτης, υιός του Καλλίου, και ο Τιμάνωρ, υιός του Τιμάνθους, του δε πεζικού ο Αρχέτιμος, υιός του Ευρυτίμου, και ο Ισαρχίδας, υιός του Ισάρχου. [1.29.3] Όταν έφθασαν εις το Άκτιον, κείμενον εις την περιφέρειαν του Ανακτορίου, κατά την είσοδον του Αμπρακικού κόλπου, όπου εγείρεται ο περιώνυμος ναός του Απόλλωνος, οι Κερκυραίοι απέστειλαν δι' ελαφρού σκάφους κήρυκα, όπως απαγορεύση εις αυτούς να πλεύσουν εναντίον των, και συγχρόνως ήρχισαν επιβιβάζοντες τα πληρώματα, αφού προηγουμένως εδυνάμωσαν δια νέων ζυγών τα παλαιά πλοία, όπως τα καταστήσουν πλεύσιμα, και ενήργησαν τας αναγκαίας επί των λοιπών επισκευάς. [1.29.4] Και επειδή και ο κήρυξ επιστρέψας δεν έφερε καμμίαν απάντησιν ειρηνικήν εκ μέρους των Κορινθίων, και τα πλοία του στόλου, ογδοήντα τον αριθμόν, είχαν συμπληρώσει τα πληρώματά των (διότι σαράντα άλλα επολιόρκουν την Επίδαμνον), εξέπλευσαν προς συνάντησιν του εχθρού και ταχθέντες εις τάξιν μάχης εναυμάχησαν, [1.29.5] και νικήσαντες κατά κράτος, κατέστρεψαν δέκα πέντε πλοία των Κορινθίων. Την ιδίαν ημέραν συνέπεσε και οι πολιορκούντες την Επίδαμνον Κερκυραίοι ν' αναγκάσουν αυτήν εις παράδοσιν, υπό τον όρον, ότι οι μεν νέοι άποικοι θα πωληθούν ως δούλοι, οι δε Κορίνθιοι θα κρατηθούν εις τας φυλακάς μέχρις ότου αποφασισθή η περαιτέρω τύχη των.

[1.30.1] Μετά την ναυμαχίαν, οι Κερκυραίοι έστησαν τρόπαιον εις την Λευκίμνην, ακρωτήριον της Κερκύρας, και τους μεν άλλους αιχμαλώτους εφόνευσαν, τους Κορινθίους όμως εκράτησαν φυλακισμένους. [1.30.2] Όταν οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί των ανεχώρησαν μετά την ήτταν των, επιστρέφοντες με τα πλοία των εις τα ίδια, οι Κερκυραίοι έμειναν του λοιπού κύριοι όλου του Ιονίου πελάγους, και εις την Λευκάδα, αποικίαν των Κορινθίων, εδενδροτόμησαν μέρος της γης, εμπρήσαντες και την Κυλλήνην, επίνειον των Ηλείων, διότι είχε χορηγήσει πλοία και χρήματα εις τους Κορινθίους. [1.30.3] Και το μεγαλήτερον άλλωστε διάστημα του θέρους αυτού μετά την ναυμαχίαν εκυριάρχουν της θαλάσσης και ενεργούντες επιδρομάς δια του στόλου, ελαφυραγώγουν τους συμμάχους των Κορινθίων, μέχρις ότου, ότε ήδη το θέρος είχε προχωρήσει πολύ, οι Κορίνθιοι, βλέποντες, ότι οι σύμμαχοί των υπέφεραν, έστειλαν στόλον και στρατόν και εστρατοπέδευσαν εις το Άκτιον και περί το Χειμέριον της Θεσπρωτίδος, προς προστασίαν και της Λευκάδος και των άλλων πόλεων όσαι ήσαν φιλικαί προς αυτούς. [1.30.4] Ο στόλος αντιθέτως και ο στρατός των Κερκυραίων εστρατοπέδευσαν εις την Λευκίμνην. Κανείς όμως από τους δύο δεν προέβαινεν εις επίθεσιν κατά του άλλου, αλλ' αφού έμειναν αντιμέτωποι, κατά την υπολειπομένην διάρκειαν του θέρους, επέστρεψαν εις τα ίδια και οι μεν και οι δε, όταν ήδη είχεν επέλθει ο χειμών.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[1.26.3] Οι Κερκυραίοι όμως αγανάχτησαν όταν έμαθαν πως πάνε στην Επίδαμνο οι καινούργιοι άποικοι, και οι αρματωμένοι και πως είχε παραδοθεί η αποικία στην Κόρινθο. Κι αμέσως έφτασαν μπροστά στην Επίδαμνο με εικοσιπέντε καράβια και υστέρα και μ' άλλο στόλο, και πρόσταξαν σαν αφέντες τους Επιδαμνίους να δεχτούν πίσω τους εξορίστους (γιατί οι εξόριστοι Επιδάμνιοι είχαν πάει στην Κέρκυρα, αποδείχνοντας πως ήταν συγγενείς τους και οι πρόγονοί τους ήτανε θαμμένοι εκεί, και με την δικαιολογία αυτή τους είχαν παρακαλέσει να τους ξαναγυρίσουνε στην πατρίδα τους) και να διώξουν πίσω τις φρουρές και τους αποίκους που είχανε στείλει οι Κορίνθιοι. [1.26.4] Οι Επιδάμνιοι όμως δεν άκουσαν τίποτ' απ' αυτά, και τότε εκστρατεύουν ενάντιά τους οι Κερκυραίοι με σαράντα καράβια και τους εξορίστους, με σκοπό να τους επαναφέρουν, κ' έχοντας πάρει συμμάχους και τους Ιλλυριούς. [1.26.5] Κι αφού περικύκλωσαν την πολιτεία από παντού, προκήρυξαν όποιος ήθελε από τους Επιδαμνίους, και όλοι οι ξένοι να φύγουν χωρίς να πάθουν τίποτα, αλλά πως όποιος μείνει, θα του φερθούνε σα σ' εχτρό. Όταν όμως δεν υπάκουσαν, άρχισαν οι Κερκυραίοι ταχτική πια πολιορκία της πολιτείας, (που είναι χτισμένη πάνω σε ισθμό).

[1.27.1] Όταν τους ήρθαν μαντατοφόροι από την Επίδαμνο λέγοντας πως τους πολιορκούν, άρχισαν οι Κορίνθιοι να προετοιμάζουν εκστρατεία, και σύγκαιρα έβγαλαν προκήρυξη ζητώντας καινούργιους αποίκους για την Επίδαμνο, που θα είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους πολίτες της, και να πάει όποιος θέλει, κι αν κανείς δεν ήθελε να φύγει αμέσως, αλλά ήθελε να θεωρηθεί σαν άποικος, να καταθέσει πενήντα Κορινθιακές δραχμές και στο μεταξύ να μένει στην Κόρινθο. Και βρέθηκαν πολλοί που έφυγαν και πολλοί άλλοι που κατέθεσαν τα χρήματα. [1.27.2] Και παρακάλεσαν και τους Μεγαρίτες να συνοδέψουν την αποστολή με πολεμικά πλοία, μήπως και προσπαθήσουν οι Κερκυραίοι να τους εμποδίσουν το ταξίδι· κ' ετοιμάζονταν οι Μεγαρίτες να τους συνοδέψουν με οχτώ καράβια, καθώς και οι Παλείς από την Κεφαλληνία με τέσσερα. Και παρακάλεσαν τους Επιδαυρίους, που έστειλαν πέντε, κι άλλο ένα οι Ερμιόνιοι και δύο οι Τροιζήνιοι, καθώς και δέκα οι Λευκαδίτες, κ' οι Αμπρακιώτες οχτώ. Από τους Θηβαίους και τους Φλιασίους ζήτησαν χρήματα, από τους Ηλείους πάλι χρήματα και καράβια χωρίς πληρώματα και χρήματα. Από τους ίδιους τους Κορινθίους ετοιμάζονταν τριάντα καράβια και τρεις χιλιάδες βαρειά αρματωμένοι στρατιώτες.

[1.28.1] Όταν όμως οι Κερκυραίοι πληροφορήθηκαν για τις ετοιμασίες αυτές, έστειλαν πρέσβεις στην Κόρινθο, μαζί με πρέσβεις των Λακεδαιμονίων και των Σικυωνίων, που πήραν μαζί τους, και αξίωσαν από τους Κορινθίους ν' αποσύρουν από την Επίδαμνο τόσο την ένοπλη φρουρά όσο και τους αποίκους τους, γιατί τάχα δεν είχαν κανένα δικαίωμα στην Επίδαμνο. [1.28.2] Αν όμως είχαν κάποιαν αξίωση, ήταν πρόθυμοι να το βάλουνε στην κρίση όποιων πόλεων της Πελοποννήσου θα συμφωνούσαν και οι δυο για διαιτητές· και σε όποιον από τους δυο επιδικαστεί πως ανήκει η πολιτεία, αυτός να την κρατήσει. Ήταν επίσης πρόθυμοι ν' αναθέσουν τη διαιτησία και στο Μαντείο των Δελφών. [1.28.3] Μόνο πόλεμο δεν τους αναγνώριζαν το δικαίωμα να κάνουν· αν όμως δεν τους ακούσουν, θ' αναγκαστούν, είπαν, αφού τους βιάζουν οι Κορίνθιοι, να κάνουνε συμμάχους ανθρώπους που δεν τους θέλουνε για φίλους, άλλους από τους τωρινούς, για νά 'βρουνε βοήθεια. [1.28.4] Οι Κορίνθιοι πάλι τους αποκρίθηκαν πως θα σκεφτούν για τις προτάσεις τους, αν αποσύρουν και τα πλοία και τους βαρβάρους από την Επίδαμνο· πριν απ' αυτό όμως δεν είναι, είπαν, σωστό οι Επιδάμνιοι να βρίσκονται πολιορκημένοι, κι αυτοί οι ίδιοι να λογοφέρνουνε στα δικαστήρια. [1.28.5] Οι Κερκυραίοι πάλι αντιμίλησαν σε τούτο πως θα κάνουν ό,τι τους προτείνουν, αν αποσύρουν και οι Κορίνθιοι όσους είχανε στείλει στην Επίδαμνο· ήταν πρόθυμοι από την άλλη μεριά να δεχτούνε να μείνουν και τα δυο μέρη όπως ήταν και να κάνουν ανακωχή ώσπου να γίνει η δίκη.

[1.29.1] Αλλά οι Κορίνθιοι δεν ήθελαν ν' ακούσουν τίποτ' απ' αυτά, αλλά μια και είχαν κι όλας επανδρωμένα τα πλοία και οι σύμμαχοι είχαν έρθει και περίμεναν, έστειλαν πρώτα αντιπρόσωπο να κηρύξουν τον πόλεμο στους Κερκυραίους, σήκωσαν άγκυρα και ξεκίνησαν για την Επίδαμνο με εβδομήντα πέντε καράβια και δυο χιλιάδες βαρειά αρματωμένους στρατιώτες, με σκοπό να πολεμήσουν τους Κερκυραίους. [1.29.2] Και αρχηγοί του στόλου ήταν ο Αριστέας γιος του Πελλίχου, ο Καλλικράτης γιος του Καλλία, και ο Τιμάνωρ γιος του Τιμάνθη, στρατηγοί δε του πεζικού ο Αρχέτιμος γιος του Ευρύτιμου και ο Ισαρχίδας γιος του Ισάρχου. [1.29.3] Όταν πια είχανε φτάσει στο Άκτιο της Ανακτορίας όπου βρίσκεται το ιερό του Απόλλωνα, στην είσοδο του Αμπρακικού κόλπου οι Κερκυραίοι έστειλαν ένα κήρυκα με βάρκα να τους προειδοποιήσει να μην προχωρήσουν ενάντιά τους, και συγχρόνως επάνδρωναν τα καράβια τους, αφού έδεσαν με δοκάρια τα πιο παλιά για να τα κάνουν θαλασσοτάξιδα, και καλαφάτισαν τα άλλα. [1.29.4] Όταν όμως ο κήρυκας τους έφερε το μήνυμα πως καμιά ειρηνική διάθεση δεν είχαν οι Κορίνθιοι, και η επάνδρωση των πλοίων είχε τελειώσει, που ήταν ογδόντα, (γιατί άλλα σαράντα πολιορκούσαν την Επίδαμνο) άνοιξαν κι αυτοί πανιά κι αφού παρατάχτηκαν εναυμάχησαν· [1.29.5] και νίκησαν οι Κερκυραίοι με μεγάλη υπεροχή, και κατάστρεψαν δεκαπέντε καράβια Κορινθιακά. Κ' έτυχε την ίδια μέρα ν' αναγκάσουν την Επίδαμνο να συνθηκολογήσει αυτοί που την πολιορκούσαν και πούλησαν ως δούλους καινούργιους αποίκους, τους ένοπλους όμως Κορινθίους τους κράτησαν φυλακισμένους ώσπου ν' αποφασιστεί τι θα τους κάνουν.

[1.30.1] Ύστερα από τη ναυμαχία οι Κερκυραίοι έστησαν τρόπαιο της νίκης τους στη Λευκίμη, που είναι ακρωτήριο της Κέρκυρας, και σκότωσαν τους αιχμαλώτους από άλλα μέρη που είχαν πιάσει, αλλά τους Κορινθίους τους κράτησαν φυλακισμένους. [1.30.2] Αργότερα, αφού οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί τους, νικημένοι, είχανε φύγει με τα καράβια τους, ο καθένας για τον τόπο του, έμειναν οι Κερκυραίοι να εξουσιάζουν όλη τη θάλασσα στα μέρη εκείνα, και πήγαν στη Λευκάδα, αποικία των Κορινθίων, και λεηλάτησαν την ύπαιθρό της κ' εβαλαν φωτιά στην Κυλλήνη, το επίνειο των Ηλείων, επειδή είχαν δώσει καράβια και χρήματα στους Κορινθίους. [1.30.3] Και τον περισσότερο καιρό μετά τη ναυμαχία, εξουσίαζαν οι Κερκυραίοι τη θάλασσα κι αρμένιζαν στις πολιτείες που είχαν συμμαχήσει με την Κόρινθο και τις λεηλατούσαν, ώσπου οι Κορίνθιοι, όταν ξεγύρισε το καλοκαίρι, έστειλαν στόλο και στρατό επειδή βασανίζονταν οι σύμμαχοί, τους, κ' εστρατοπέδευσαν απάνω στο Άκτιο, και γύρω στο Χειμέριο της Θεσπρωτίας, για να φρουρούν τόσο τη Λευκάδα, όσο και τις άλλες φιλικές τους πολιτείες. [1.30.4] Ενάντιά τους έστησαν και οι Κερκυραίοι στρατόπεδο με καράβια και στρατό απάνω στη Λευκίμη· κανείς όμως από τους δυο δεν έκανε επίθεση στον άλλο, αλλά αφού κάθησαν αντικρυστά το καλοκαίρι εκείνο, σαν ήρθε πια ο χειμώνας γύρισαν κ' οι δυο στους τόπους τους.