Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[1.24.1] Εις τα δεξιά του εισπλέοντος την Αδριατικήν θάλασσαν, ευρίσκεται η πόλις Επίδαμνος, με την οποίαν γειτονεύουν οι Ταυλάντιοι βάρβαροι, έθνος Ιλλυρικόν. [1.24.2] Την πόλιν απώκισαν μεν οι Κερκυραίοι, αλλ' ιδρυτής υπήρξεν ο Κορίνθιος Φάλιος, υιός του Ερατοκλείδου, απόγονος του Ηρακλέους, μετακληθείς από την μητρόπολιν, κατά το γνωστόν παλαιόν έθιμον. Εις τον εποικισμόν έλαβαν μέρος και Κορίνθιοι και άλλοι Δωριείς. [1.24.3] Με την πάροδον του χρόνου η Επίδαμνος έγινε σημαντική και πολυάνθρωπος. [1.24.4] Αλλ' επισυνέβησαν εμφύλιοι σπαραγμοί, διαρκέσαντες, ως λέγεται, πολλά έτη, και συνεπεία πολέμου με τους γείτονας βαρβάρους, οι Επιδάμνιοι εξέπεσαν και εστερήθησαν το μεγαλήτερον μέρος της δυνάμεώς των. [1.24.5] Ολίγον τέλος προ του παρόντος πολέμου, ο λαός εξεδίωξε τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι, ενωθέντες με τους βαρβάρους, ελήστευαν τους κατοίκους της Επιδάμνου και κατά γην και κατά θάλασσαν. [1.24.6] Οι τελευταίοι, εξ άλλου, ευρισκόμενοι εις στενόχωρον θέσιν, απέστειλαν πρέσβεις εις την Κέρκυραν ως την μητρόπολίν των, παρακαλούντες να μη προσβλέπουν με αδιαφορίαν την καταστροφήν των, αλλά να τους συνδιαλλάξουν με τους εξορίστους και να θέσουν τέρμα εις τον πόλεμον των βαρβάρων. [1.24.7] Την παράκλησιν αυτήν υπέβαλαν οι πρέσβεις των, αφού εκάθισαν ως ικέται εις τον ναόν της Ήρας. Οι Κερκυραίοι, εν τούτοις, δεν εισήκουσαν την ικεσίαν, και οι πρέσβεις ανεχώρησαν άπρακτοι.

[1.25.1] Οι Επιδάμνιοι, εννοήσαντες ότι ουδεμίαν βοήθειαν έπρεπε ν' αναμένουν από την Κέρκυραν, δεν εγνώριζαν πώς ν' αντιμετωπίσουν την περίστασιν, και αποστείλαντες εις τους Δελφούς, ηρώτησαν τον θεόν, εάν έπρεπε να παραδώσουν την πόλιν εις τους Κορινθίους ως οργανωτάς της αποικίας και προσπαθήσουν να επιτύχουν καμμίαν βοήθειαν από αυτούς. Ο θεός απήντησε παραγγέλλων να την παραδώσουν εις τους Κορινθίους και τεθούν υπό την ηγεσίαν των. [1.25.2] Συνεπεία τούτου, οι Επιδάμνιοι ήλθαν εις την Κόρινθον, όπου, ανακοινώσαντες την απάντησιν του μαντείου και υπενθυμίσαντες συγχρόνως, ότι ο αρχικός ιδρυτής της πόλεώς των ήτο Κορίνθιος, παρέδωκαν εις αυτούς την αποικίαν και παρεκάλουν να έλθουν εις βοήθειάν των και να μη προσβλέπουν με αδιαφορίαν την καταστροφήν των. [1.25.3] Οι Κορίνθιοι υπεσχέθησαν να βοηθήσουν, εν μέρει μεν χάριν προστασίας των δικαιωμάτων των, διότι εθεώρουν, ότι η αποικία ήτο ιδική των εξ ίσου όσον και των Κερκυραίων, εν μέρει δε διότι εμίσουν τους Κερκυραίους, καθόσον ούτοι, μολονότι άποικοι της Κορίνθου, εφέροντο ανευλαβώς προς την μητρόπολιν. [1.25.4] Τωόντι, ούτε κατά τας κοινάς πανηγύρεις απέδιδαν εις αυτήν τας νενομισμένας τιμάς και πρωτοκαθεδρίας, ούτε κατά τας θυσίας ανεγνώριζαν εις τους Κορινθίους το δικαίωμα να λαμβάνουν πρώτοι τας καταρχάς, ως πράττουν αι λοιπαί αποικίαι. Εσυμπεριφέροντο τουναντίον περιφρονητικώς προς αυτούς, διότι κατ' εκείνον τον χρόνον, υπό έποψιν μεν της δυνάμεως, την οποίαν δίδει ο πλούτος, ήσαν ίσοι προς τους πλουσιωτέρους Έλληνας, υπό έποψιν δε πολεμικής παρασκευής δυνατώτεροι, ενώ κατά την ναυτικήν δύναμιν εκαυχώντο ενίοτε ότι υπερέχουν και κατά πολύ, λόγω του ότι οι Φαίακες, οι οποίοι ήσαν ονομαστοί δια την ναυτικήν των εμπειρίαν, είχαν κατοικήσει την Κέρκυραν πριν από αυτούς. Δια τον λόγον τούτον, πράγματι, εξηκολούθουν αναπτύσσοντες το ναυτικόν των και ήσαν πραγματικώς ισχυρότατοι, διότι κατά την έναρξιν του πολέμου είχαν εκατόν είκοσι τριήρεις.

[1.26.1] Έχοντες λοιπόν όλας αυτάς τας αφορμάς παραπόνων, οι Κορίνθιοι έδωσαν ευχαρίστως την ζητηθείσαν βοήθειαν εις την Επίδαμνον, προσκαλέσαντες καθένα που ήθελε να μεταβή εκεί ως άποικος και αποστείλαντες φρουράν, αποτελουμένην από Αμπρακιώτας, Λευκαδίους και Κορινθίους. [1.26.2] Η μετάβασις αυτών έγινε δια ξηράς μέχρι της Απολλωνίας, η οποία ήτον αποικία των Κορινθίων, εκ φόβου μήπως οι Κερκυραίοι τους εμποδίσουν μεταβαίνοντας δια θαλάσσης.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[1.24.1] Η Επίδαμνος είναι μια πολιτεία δεξιά μας καθώς μπαίνομε στον κόλπο του Ιονίου, και στα γύρω μέρη κατοικούν Ταυλάντιοι, βάρβαροι από το έθνος των Ιλλυριών. [1.24.2] Την έχτισαν σαν αποικία τους οι Κερκυραίοι, και αρχηγός της αποικίας ήταν ο Φαλίος, γιος του Ερατοκλείδη, Κορίνθιος από τη γενιά του Ηρακλή, που τον κάλεσαν από τη μητρόπολη κατά την παλιά συνήθεια. Μαζί με τους Κερκυραίους εγκαταστάθηκαν σαν άποικοι και μερικοί Κορίνθιοι κι άλλοι από τη Δωρική φυλή. [1.24.3] Και με τοπέρασμα του καιρού έγινε η Επίδαμνος δυνατή πολιτεία με πολλούς κατοίκους. [1.24.4] Αλλά από εσωτερικές διαιρέσεις κ' επαναστάσεις, που κράτησαν πολλά χρόνια, καθώς λένε, μετά κάποιον πόλεμο προς τους γειτονικούς βαρβάρους, καταστράφηκαν κ' έχασαν την περισσότερη δύναμή τους. [1.24.5] Τελευταία, λίγο πριν από τούτο τον πόλεμο, οι δημοκράτες έδιωξαν τους αριστοκράτες, που κατέφυγαν στους βαρβάρους, και μαζί τους έκαναν ληστρικές επιδρομές στην πολιτεία και από τη στεριά και από τη θάλασσα. [1.24.6] Οι Επιδάμνιοι λοιπόν από μέσα από την πολιτεία, επειδή τους επίεζαν αυτές οι επιδρομές, στέλνουνε πρέσβεις στην Κέρκυρα, σα μητρόπολή τους που ήταν, παρακαλώντας τους να μην τους αφήσουνε στο έλεος του θεού, που καταστρέφονται, αλλά να τους συμφιλιώσουν με τους εξόριστους και να δώσουν τέλος στον πόλεμο με τους βαρβάρους. [1.24.7] Αυτά τους παρακάλεσαν, καθισμένοι στο Ηραίο σαν ικέτες. Οι Κερκυραίοι όμως δεν εδέχτηκαν την ικεσία τους, αλλά τους έστειλαν πίσω χωρίς αποτέλεσμα.

[1.25.1] Όταν οι Επιδάμνιοι έμαθαν πως δεν είχαν να ελπίζουν βοήθεια και γδικιωμό από την Κέρκυρα, τους έπιασε μεγάλη αμηχανία, πώς να κανονίσουν τις δυσκολίες τους, κ' έστειλαν ανθρώπους στους Δελφούς να ρωτήσουν το θεό αν έπρεπε να παραδώσουν την πολιτεία τους στους Κορινθίους, που είχαν ιδρύσει την αποικία και να πετύχουν απ' αυτούς κάποια στρατιωτική βοήθεια. Κι ο θεός τούς πρόσταξε να την παραδώσουν και να δεχτούν την ηγεμονία των Κορινθίων. [1.25.2] Πήγαν λοιπόν οι Επιδάμνιοι στην Κόρινθο και σύμφωνα με την εντολή του μαντείου, παρέδωσαν την αποικία, φέρνοντας αποδείξεις πως ο ιδρυτής της ήταν Κορίνθιος και φανερώνοντας τα λόγια του χρησμού, και παρακάλεσαν να μην τους αφήσουν έρημους και μόνους που καταστρέφονταν, αλλά να τους βοηθήσουν ν' αμυνθούν. [1.25.3] Και οι Κορίνθιοι, όπως ήταν το δίκιο, ανέλαβαν τη βοήθεια, κ' επειδή ενόμιζαν πως δεν ήταν λιγότερο δική τους η αποικία παρά των Κερκυραίων, κ' επειδή μισούσαν τους Κερκυραίους, γιατί δεν τους λογάριαζαν, αν και ήταν άποικοί τους· [1.25.4] γιατί ούτε στις κοινές δημόσιες τελετές έδιναν τα συνηθισμένα προνόμια και δώρα ούτε παραχωρούσαν σε Κορίνθιο άντρα τις πρώτες τιμές στις θυσίες, όπως κάνουν οι άλλες αποικίες, αλλά τους καταφρονούσαν κ' επειδή τον καιρό εκείνο ήταν στα πλούτη ισοδύναμοι με τους πιο πλούσιους Έλληνες, και στον πολεμικόν εξοπλισμό πιο ισχυροί, και κάποτε παινεύονταν πως το ναυτικό τους ήταν ακόμα ανώτερο, γιατί κρατούσαν απ' τους παλιούς κατοίκους της Κέρκυρας, που ήταν Φαίακες και φημίζονταν για τη δεξιοσύνη τους σ' όλα τα ναυτικά πράματα. Κι απ' αυτήν την αιτία είχαν ναυτικό περίφημα διασκευασμένο, και κάθε άλλο παρά αδύνατοι ήταν. Είχαν δηλαδή, όταν άρχισαν να πολεμούν, εκατόν είκοσι πολεμικά πλοία.

[1.26.1] Έχοντας λοιπόν όλα τούτα γι' αφορμές κατηγόριας, έστειλαν οι Κορίνθιοι πρόθυμα τη βοήθεια στην Επίδαμνο, βγάζοντας διάτα να πάει όποιος ήθελε να εγκατασταθεί εκεί, και στέλνοντας φρουρές από τους Αμπρακιώτες και τους Λευκαδίτες, καθώς και δικούς τους. [1.26.2] Όλοι αυτοί πήγαν πεζή, στην Απολλωνία, που ήταν αποικία των Κορινθίων, επειδή φοβούνταν μην τους εμποδίσουν οι Κερκυραίοι αν διάβαιναν από τη θάλασσα.