Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[1.1.1] Θουκυδίδης, ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορίαν του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Την συγγραφήν αυτού ήρχισεν ευθύς εξ αρχής της εκρήξεώς του, διότι προείδεν ότι θ' απέβαινε μεγάλος και περισσότερον αξιομνημόνευτος από κάθε προηγούμενον πόλεμον, και εσυμπέραινε τούτο από το γεγονός ότι αμφότερα τα Κράτη κατήρχοντο εις αυτόν, ενώ ευρίσκοντο εις την ακμήν της παντός είδους στρατιωτικής δυνάμεώς των, και ότι έβλεπε τους λοιπούς Έλληνας, είτε τασσομένους αμέσως, είτε διανοουμένους τουλάχιστον νά ταχθούν προς το εν ή το άλλο μέρος. [1.1.2] Η κίνησις αύτη ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα και μέρος από τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. [1.1.3] Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.

[1.2.1] Διότι είναι προφανές ότι η χώρα που καλείται σήμερον Ελλάς δεν ήτο μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλ' εγίνοντο εις το παρελθόν συχναί μεταναστεύσεις και οι κάτοικοι χωρίς πολλάς δυσκολίας εγκατέλειπαν τας εστίας των, εξαναγκαζόμενοι εις τούτο από νέους πολυαριθμοτέρους εκάστοτε εποίκους. [1.2.2] Καθόσον ούτε το εμπόριον, όπως σήμερον διεξάγεται, υπήρχε τότε, ούτε ασφαλής δια ξηράς ή δια θαλάσσης συγκοινωνία, και καθένας εξεμεταλλεύετο το έδαφος, το οποίον είχε υπό την κατοχήν του, τόσον μόνον όσον ήρκει δια την συντήρησίν του. Ούτε πλούτον εσώρευαν, ούτε την γην εφύτευαν, τόσον μάλλον καθόσον αι εγκαταστάσεις των δεν ήσαν ωχυρωμέναι και ως εκ τούτου εφοβούντο μήπως από στιγμής εις στιγμήν άλλοι επιδρομείς επέλθουν και τους αφαιρέσουν κάθε τι που έχουν. Επειδή, εξ άλλου, επίστευαν ότι οπουδήποτε ημπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαίαν καθημερινήν τροφήν, εμετανάστευαν όχι απροθύμως και δι' αυτό δεν ήσαν ισχυροί ούτε κατά το μέγεθος των πόλεων, ούτε κατά την πολεμικήν γενικώς παρασκευήν. [1.2.3] Αλλά τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων ― όπως, λόγου χάριν, αι επαρχίαι, αι οποίαι σήμερον ονομάζονται Θεσσαλία και Βοιωτία, και το μεγαλήτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός της Αρκαδίας, και από την άλλην Ελλάδα τα καλλίτερα μέρη. [1.2.4] Διότι η ευφορία της γης έφερεν αύξησιν της δυνάμεως ωρισμένων προσώπων, η οποία επροκάλει εμφυλίους σπαραγμούς, από τους οποίους τα διαμερίσματα αυτά εφθείροντο τόσον μάλλον, καθόσον ήσαν περισσότερον εκτεθειμένα εις εξωτερικάς επιδρομάς. [1.2.5] Η Αττική, εν πάση περιπτώσει, λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν, υπήρξεν ανέκαθεν απηλλαγμένη από στάσεις και δια τον λόγον αυτόν διετήρησε πάντοτε τους ιδίους κατοίκους. [1.2.6] Και έχομεν εδώ απόδειξιν του ισχυρισμού μου, ότι, λόγω της μεταναστεύσεως, τα άλλα μέρη της Ελλάδος δεν ηυξήθησαν εις πληθυσμόν όπως η Αττική. Διότι οι δυνατώτεροι από εκείνους, όσοι ένεκα εξωτερικών πολέμων ή εσωτερικών στάσεων εξεδιώκοντο από την άλλην Ελλάδα, κατέφευγαν εις τας Αθήνας ως εις τόπον ασφαλή, και, πολιτογραφούμενοι, κατέστησαν την πόλιν, ευθύς από τους παλαιοτάτους χρόνους, ακόμη πλέον πολυάνθρωπον, εις τρόπον ώστε επειδή η Αττική απέβη ανεπαρκής δια τον πληθυσμόν της πόλεως, οι Αθηναίοι απέστειλαν αποικίας εις την Ιωνίαν.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[1.1.1] Ο Θουκυδίδης o Αθηναίος εξιστόρησε τον πόλεμο των Αθηναίων και των Πελοποννησίων, πώς επολέμησαν μεταξύ τους· και άρχισα ευθύς αμέσως μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, γιατί περίμενα πως θα ήταν πολύ μεγάλος και ο πιο άξιος να ιστορηθεί απ' όλους τους προτήτερους. Το συμπέρανα αυτό από το ότι και τα δύο μέρη μπήκαν στον πόλεμο εφοδιασμένοι με όλα τα υλικά μέσα, και βλέποντας πως όλες οι άλλες Ελληνικές πολιτείες πήγαν με το ένα μέρος ή το άλλο, μερικές από μιας αρχής και οι άλλες το συλλογίζονταν και το είχαν σκοπό. [1.1.2] Γιατί αυτή η αναταραχή στάθηκε η πιο μεγάλη ανάμεσα στους Έλληνες και συμπαρέσυρε κ' ένα μέρος των βαρβάρων, και μ' ένα λόγο ξαπλώθηκε στους περισσότερους ανθρώπους. [1.1.3] Γιατί τα αμέσως προηγούμενα και τα πιο αρχαία ακόμα ήταν αδύνατο να τα εξακριβώσω επειδή πέρασε τόσος καιρός· από τις ενδείξεις όμως που κατέληξα να πιστέψω μετά μακροχρόνια έρευνα και στοχασμό, νομίζω πως δε στάθηκαν τόσο σημαντικά ούτε σχετικά με τους πολέμους, ούτε και κατά τα άλλα.

[1.2.1] Φαίνεται λοιπόν πως η χώρα που ονομάζεται τώρα Ελλάδα δεν ήταν κατοικημένη τα παλιά χρόνια μόνιμα, αλλά γίνονταν τότε πολλές μετακινήσεις λαών, και τα διάφορα φύλα άφηναν εύκολα τον τόπο που κατοικούσαν, γιατί τους εξανάγκαζαν με τη βία άλλοι, κάθε φορά περισσότεροι. [1.2.2] Γιατί επειδή δεν υπήρχε καθόλου εμπόριο και δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους χωρίς φόβο ούτε από τη στεριά ούτε από τη θάλασσα, κ' επειδή νέμονταν ο καθένας τα χτήματά του ίσα–ίσα τόσο ώστε να ζουν απ' αυτά, και δεν είχαν περίσσια κεφάλαια, ούτε φύτευαν δέντρα για καρπό, αφού ήταν άγνωστο πότε θα τους ρίχνονταν κάποιος άλλος και θα τους τα έπαιρνε, μια και δεν ήταν καν οχυρωμένοι, νόμιζαν πως θα μπορούσαν να βάλουν χέρι οπωσδήποτε σε όση τροφή τούς έφτανε για την κάθε μέρα και δεν το είχαν δύσκολο να ξεσηκώνονται. Για τους λόγους αυτούς δεν ήταν δυνατοί μην έχοντας ούτε μεγάλες πολιτείες ούτε κανένα άλλο είδος εξοπλισμού.

[1.2.3] Η καλύτερη γη δοκίμαζε και τις πιο συχνές αλλαγές κατοίκων, όπως η χώρα που λέγεται τώρα Θεσσαλία, η Βοιωτία και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοπόννησος, αν εξαιρέσομε την Αρκαδία, και από τ' άλλα μέρη τα καλύτερα. [1.2.4] Γιατί επειδή ήταν πλούσια η γης δυνάμωναν μερικοί περισσότερο και προκαλούνταν εσωτερικές επαναστάσεις, που απ' αυτές καταστρέφονταν, συνάμα δε τους έβαζαν στο μάτι κι άλλες φυλές. [1.2.5] Στην Αττική όμως, που έμεινε τον περισσότερο καιρό χωρίς επαναστάσεις επειδή η γη της ήταν φτενή, κατοικούσε συνέχεια ο ίδιος πληθυσμός. [1.2.6] Και δεν είναι μικρή απόδειξη του λόγου μου το εξής: ότι τ' άλλα μέρη της Ελλάδας δεν εμεγάλωσαν το ίδιο, επειδή άλλαζαν κάθε τόσο κατοίκους· απ' όσους δηλαδή διώχνονταν ή αναγκάζονταν να φύγουν από την άλλη Ελλάδα εξ αιτίας του πολέμου και των επαναστάσεων, κατέφευγαν οι πιο εύποροι στην Αθήνα, με την ιδέα πως θα έβρισκαν ασφάλεια, κι αφού γίνονταν πολίτες της, την έκαναν ακόμα μεγαλύτερη πόλη σε πληθυσμό ήδη από τα παλιά χρόνια, τόσο μάλιστα που αργότερα έστειλαν κόσμο και ίδρυσαν αποικίες στην Ιωνία, γιατί δεν τους χωρούσε πια η Αττική.