Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Όταν τους πιέσαμε και τους ρωτούσαμε αν σώθηκε κάτι από τα πράγματα στον Πόντο, αυτός εδώ ο Λάκριτος απάντησε ότι σώθηκαν εκατό στατήρες Κυζίκου και αυτά τα χρήματα τα είχε δανείσει ο αδελφός του στον Πόντο σε κάποιον καπετάνιο Φασηλίτη, συμπολίτη και φίλο του, και δεν μπορούσε να τα πάρει πίσω αλλά είχαν περίπου χαθεί και αυτά. Αυτά ισχυρίζεται ο Λάκριτος που βλέπετε μπροστά σας. Το συμφωνητικό όμως δεν προβλέπει αυτά, κύριοι δικαστές, αλλά ορίζει, αφού φορτώσουν για την επιστροφή να φέρουν το φορτίο πίσω στην Αθήνα, και να μην δανείζουν τα δικά μας χρήματα χωρίς τη συγκατάθεσή μας σε όποιον θέλουν στον Πόντο αλλά να μας τα δώσουν στο ακέραιο στην Αθήνα, ώσπου να πάρουμε πίσω όσα χρήματα δανείσαμε. Ανάγνωσέ μου πάλι το συμφωνητικό.

Συμφωνητικό

Τι από τα δύο, κύριοι δικαστές, ορίζει το συμφωνητικό, να δανείζουν τα δικά μας χρήματα και μάλιστα σε κάποιον που εμείς ούτε ξέρουμε ούτε είδαμε ποτέ ή αφού φορτώσουν για την επιστροφή να φέρουν το φορτίο στην Αθήνα και να μας παρουσιάσουν τα χρήματα και να μας τα δώσουν στο ακέραιο; Γιατί το συμφωνητικό δεν επιτρέπει σε τίποτε να έχει μεγαλύτερη ισχύ από όσα είναι καταγεγραμμένα σε αυτό, ούτε να προσθέσει κανείς είτε νόμο είτε ψήφισμα είτε οτιδήποτε άλλο στο συμφωνητικό· αυτοί όμως από την πρώτη στιγμή δεν συμμορφώθηκαν καθόλου με αυτήν τη συμφωνία αλλά διαχειρίστηκαν τα δικά μας χρήματα σαν να ήταν προσωπικά δικά τους· τέτοιες άσχημες σοφιστείες απεργάζονται αυτοί και τέτοιες άδικες πράξεις. Εγώ πάλι, μα τον βασιλιά Δία και όλους τους θεούς, κανέναν ποτέ έως τώρα δεν ζήλεψα ούτε τον κατηγόρησα, κύριοι δικαστές, αν θέλει να είναι σοφιστής και να ξοδεύει χρήματα στον Ισοκράτη· θα ήμουν τρελός, αν καταγινόμουν με τέτοια πράγματα. Δεν νομίζω, λοιπόν, μα τον Δία, ότι πρέπει κάποιοι άνθρωποι επειδή υποτιμούν τους άλλους και θεωρούν τον εαυτό τους εξαιρετικό να επιθυμούν τα ξένα πράγματα, ούτε να τα παίρνουν, δείχνοντας εμπιστοσύνη στη ρητορική τους δεινότητα· γιατί αυτά τα κάνουν πανούργοι σοφιστές που αξίζει να τιμωρηθούν. Αυτός εδώ ο Λάκριτος, κύριοι δικαστές, δεν μπήκε σε αυτήν τη δικαστική διαδικασία επειδή είχε εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, αλλά έχοντας πλήρη επίγνωση όσων είχαν κάνει ο ίδιος με τον αδελφό του για αυτό το δάνειο, και θεωρώντας ότι είναι εξαιρετικά ικανός και ότι μπορεί εύκολα να επινοήσει επιχειρήματα για άδικες πράξεις, νομίζει ότι θα σας οδηγήσει εκεί που θέλει. Γιατί σε αυτά διατείνεται ότι είναι εξαιρετικά ικανός, και ζητάει χρήματα και μαζεύει γύρω του μαθητές με την υπόσχεση ότι θα τους εκπαιδεύσει γύρω από αυτά τα θέματα. Και πρώτα εκπαίδευσε τους αδελφούς του, μια εκπαίδευση που εσείς αντιλαμβάνεστε ότι είναι φαύλη και άδικη, κύριοι δικαστές, να δανείζονται χρήματα για εμπορικούς σκοπούς και να τα κατακρατούν και να μην τα επιστρέφουν. Πώς είναι δυνατόν να υπάρξουν πιο πανούργοι άνθρωποι είτε από αυτόν που τους εκπαιδεύει σε τέτοια πράγματα είτε από αυτούς που δέχονται αυτή την εκπαίδευση; Αφού, λοιπόν, είναι εξαιρετικά ικανός και έχει εμπιστοσύνη στη ρητορική του δεινότητα και στις χίλιες δραχμές που έδωσε στον δάσκαλο, ζητήστε του να σας διδάξει, είτε ότι δεν πήραν τα χρήματα από εμάς, είτε ότι τα πήραν και τα επέστρεψαν, είτε ότι τα ναυτικά συμφωνητικά δεν πρέπει να έχουν ισχύ, είτε ότι πρέπει να χρησιμοποιεί κανείς για άλλο σκοπό τα χρήματα από αυτόν για τον οποίον τα πήραν σύμφωνα με το συμφωνητικό. Ας σας πείσει για ό,τι θέλει από αυτά. Βέβαια και εγώ ο ίδιος θα παραδεχθώ ότι είναι ο πλέον επιτήδειος, αν μπορεί να πείσει εσάς που αποφασίζετε στο δικαστήριο για τις εμπορικές συμφωνίες. Ξέρω, όμως, καλά ότι αυτός δεν είναι σε θέση για τίποτε από αυτά ούτε να σας διδάξει ούτε να σας πείσει.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1962. Δημοσθένους Ιδιωτικοί Λόγοι. Προς Απατούριον παραγραφή, Προς Φορμίωνα περί δανείου, Προς την Λακρίτου παραγραφήν. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[36] Ότε δε επεμένομεν και τους ηρωτώμεν εάν είχε σωθή μέρος των εμπορευμάτων εις τον Πόντον, απεκρίθη αυτός εδώ ο Λάκριτος, ότι είχον περισωθή εκατόν στατήρες Κυζικηνοί, αλλά και τα χρήματα ταύτα είχε δανείσει ο αδελφός του εις τον Πόντον εις κάποιον ιδιοκτήτην πλοίου εκ Φασήλιδος, συμπολίτην και φίλον του, και ότι δεν ηδύνατο να λάβη ταύτα, αλλ' έπρεπε και αυτά να θεωρηθούν ως χαμένα. [37] Αυτά έλεγεν ο Λάκριτος. Η γραπτή όμως συμφωνία, δεν λέγει αυτά, άνδρες δικασταί, αλλ' οφείλουν να θέσουν εμπορεύματα εις το πλοίον διά να τα μεταφέρουν εις Αθήνας και να μη δανείζουν αυτοί τα ιδικά μας εις τον Πόντον εις όποιον θέλουν χωρίς την συγκατάθεσίν μας, αλλά να μεταφέρουν τα εμπορεύματα ανέπαφα εις τας Αθήνας χωρίς καμμίαν επιβάρυνσιν, έως ότου ημείς λάβωμεν οπίσω τα χρήματα που εδανείσαμεν. Παρακαλώ, διάβασε πάλιν την γραπτήν συμφωνίαν.

Γραπτή συμφωνία

[38] Ποίον εκ των δύο, άνδρες δικασταί, η γραπτή συμφωνία μας καθορίζει, να δανείζουν ούτοι τα ανήκοντα εις ημάς και μάλιστα εις άνθρωπον, τον οποίον ημείς ούτε γνωρίζομεν ούτε έχομεν ίδει ποτέ έως τώρα ή να φορτώσουν εις το πλοίον εμπορεύματα, να τα μεταφέρουν εις Αθήνας, να μας τα παρουσιάσουν και να τα παραδώσουν ελεύθερα παντός βάρους; [39] Πράγματι η γραπτή συμφωνία καθορίζει ότι ουδέν είναι εγκυρότερον των όρων αυτής και ότι δεν δύναται τις να επικαλεσθή ούτε νόμον, ούτε ψήφισμα, ούτε άλλο τι εναντίον της γραπτής ταύτης συμφωνίας· αυτοί όμως ευθύς εξ αρχής δεν έλαβον καθόλου υπ' όψιν των αυτήν την συμφωνίαν, αλλά μετεχειρίζοντο τα χρήματά μας ωσάν να ήσαν ιδικά των· τόσον κακούργοι σοφισταί και άδικοι άνθρωποι είναι ούτοι.

[40] Εγώ δε, μα τον άνακτα Δία και όλους τους θεούς, κανένα ποτέ έως τώρα δεν εφθόνησα, ούτε κατηγόρησα, εάν θέλη κάποιος να είναι σοφιστής και να πληρώνη χρήματα εις τον Ισοκράτη, διότι θα ήμην τρελλός, εάν ησχολούμην με τα ζητήματα αυτά. Δεν έχω όμως την γνώμην, μα τον Δία, ότι άνθρωποι, οι οποίοι καταφρονούν τους άλλους και θεωρούν εαυτούς ανωτέρους των άλλων, πρέπει να εποφθαλμιώσι τας περιουσίας των άλλων και να τας αφαιρούν από τους άλλους, έχοντες πεποίθησιν εις το ρητορικόν των τάλαντον· αυτά είναι έργα πονηρού σοφιστού και αξίου τιμωρίας. [41] Ο Λάκριτος δε αυτός εδώ, άνδρες δικασταί, απεδύθη εις τον δικαστικόν τούτον αγώνα, όχι διότι έχει πεποίθησιν εις το δίκαιον, αλλά γνωρίζων ακριβώς όλας τας μηχανορραφίας εν σχέσει με το δάνειον τούτο και νομίζων ότι είναι άνθρωπος επιδέξιος και ότι θα επινοήση ευκόλως δικαιολογίας διά τας κακάς του πράξεις, νομίζει ότι θα σας εξαπατήση και οδηγήση όπου αυτός θέλει. Εις αυτό το επάγγελμα διακηρύσσει ότι είναι ικανός και εισπράττει χρήματα και συναθροίζει μαθητάς υπισχνούμενος, ότι θα τους κάμη ικανούς εις αυτά. [42] Και πρώτον μεν έδωσε την μόρφωσιν ταύτην εις τους αδελφούς του, την οποίαν σεις θεωρείτε πονηράν και άδικον, άνδρες δικασταί, δηλαδή τους έμαθε να δανείζωνται εις την αγοράν χρήματα διά κατά θάλασσαν εμπόριον, να κατακρατούν όμως αυτά και να μη τα επιστρέφουν. Πώς ήθελον γίνει ανηθικώτεροι άνθρωποι από αυτόν τον παιδεύοντα τοιτουτοτρόπως τους ανθρώπους ή από αυτούς τους ιδίους τους παιδευομένους; Αφού λοιπόν είναι τόσον επιδέξιος και έχει πεποίθησιν εις την ευγλωττίαν του και εις τας χιλίας δραχμάς που έδωκεν εις τον διδάσκαλόν του, [43] διατάξατέ τον να σας αποδείξη ή ότι δεν έλαβον τα χρήματα παρ' ημών ή ότι, αφού τα έλαβον τα επέστρεψαν ή ότι δεν πρέπει να είναι έγκυροι αι γραπταί συμφωνίαι ή ότι πρέπει να μεταχειρίζωνται τα χρήματα δι' άλλον σκοπόν και όχι δι' εκείνον διά τον οποίον τα έλαβον. Δι' έν εκ των σημείων τούτων, όποιο θέλει, ας σας πείση. Και εγώ ο ίδιος θα παραδεχθώ ότι είναι ικανώτατος, εάν κατορθώση να πείση σας που δικάζετε διά τας εμπορικάς συμφωνίας. Αλλ' είμαι βέβαιος ότι δεν είναι ικανός να σας πείση ή να σας διαφωτίση εις κανέν εκ των σημείων τούτων.