Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Εσύ, όμως, ασυνείδητε Βοιωτέ, σταμάτα προπάντων όλα όσα κάνεις, και αν, βέβαια, δεν θέλεις να σταματήσεις, για όνομα του Δία, υπάκουσε τουλάχιστον σε αυτό: σταμάτα να δυσκολεύεις τον εαυτό σου, σταμάτα να συκοφαντείς εμένα, και αρκέσου στο ότι απέκτησες πόλη, περιουσία, πατέρα. Κανείς δεν προσπαθεί να σε απομακρύνει από αυτά, και πολύ περισσότερο εγώ. Αν, όμως, όπως λες ότι είσαι αδελφός, συμπεριφέρεσαι έμπρακτα ως αδελφός, θα φανεί ότι είσαι συγγενής, ενώ αν σχεδιάζεις κάτι κακό, υποβάλλεις μηνύσεις, ζηλεύεις, κακολογείς, θα φανεί ότι έχοντας μπει σε ξένη οικογένεια συμπεριφέρεσαι σαν να μην πρόκειται για συγγενείς. Επειδή εγώ, βέβαια, δεν σου κάνω κακό, αν ως επί το πλείστον ο πατέρας, παρότι είσαι δικό του παιδί, δεν σε αναγνώριζε. Γιατί δεν αρμόζει σε μένα να γνωρίζω ποιοι είναι γιοι εκείνου, αλλά σε εκείνον να δείξει ποιον πρέπει εγώ να θεωρώ αδελφό μου. Για όσο χρονικό διάστημα, λοιπόν, δεν σε αναγνώριζε, ούτε εγώ σε νόμιζα συγγενή μου, αφού όμως προέβη στην αναγνώριση, και για μένα ισχύει το ίδιο. Ποια είναι η απόδειξη για αυτό; Κατέχεις μερίδιο από την πατρική περιουσία μετά τον θάνατο του πατέρα· έχεις συμμετοχή στις θρησκευτικές και κοσμικές τελετές· κανείς δεν θα σε απομακρύνει από αυτές. Τι θέλεις; Αν ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί κακομεταχείριση και βάζει τα κλάματα και θρηνεί και με κατηγορεί, όσα λέει, μην τα πιστεύετε (γιατί δεν είναι δίκαιο, αφού δεν σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση), αλλά έχετε κατά νου το εξής, ότι έχει με το παραπάνω το δικαίωμα να καταθέτει μήνυση χρησιμοποιώντας το όνομα Βοιωτός. Προς τι η διαμάχη, λοιπόν; Παράτα την· μην είσαι τόσο απροκάλυπτα εχθρικός απέναντί μου· γιατί ούτε εγώ είμαι απέναντί σου, καθώς και τώρα, βάλτο καλά στο μυαλό σου, αυτά που λέω είναι περισσότερο υπέρ σου, όταν απαιτώ να μην έχουμε το ίδιο όνομα. Γιατί, σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχουν δύο Μαντίθεοι, γιοι του Μαντία, όποιος το ακούσει θα ρωτήσει αναγκαστικά ποιον από τους δύο εννοείς; Θα πει, λοιπόν, τότε, αν εννοεί εσένα, «εκείνον που υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει». Γιατί, λοιπόν, το θέλεις αυτό; Ανάγνωσέ μου αυτές εδώ τις δύο καταθέσεις που σου δίνω, ότι ο πατέρας μου σε εμένα έδωσε το όνομα Μαντίθεος και σε αυτόν Βοιωτός.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1962. Δημοσθένους Ιδιωτικοί Λόγοι. Προς Βοιωτόν Α΄–Β΄, Προς Σπουδίαν, Προς Φαίνιππον. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[34] Αλλ', ω αναίσθητε Βοιωτέ, προ πάντων μεν να παύσης την τακτικήν σου αυτήν, εάν δε δεν θέλης να πεισθής εις τίποτε άλλο, να πεισθής εις το εξής τουλάχιστον, δι' όνομα του Διός: να παύσης μεν παρέχων ενοχλήσεις εις σε τον ίδιον, να παύσης δε συκοφαντών εμέ, να είσαι δε ευχαριστημένος ότι απέκτησες πόλιν, περιουσίαν, πατέρα. Κανείς δεν θέλει να σε εκδιώξη εκ τούτων, πολύ δε ολιγώτερον εγώ. Αλλ' εάν μεν, όπως ισχυρίζεσαι ότι είσαι αδελφός, εκτελής και τα έργα του αδελφού, θα φανής ότι είσαι συγγενής, εάν δε έχεις κακάς διαθέσεις προς εμέ, αν κινής δίκας εναντίον μου, αν με φθονής, αν με δυσφημής, θα φανής ότι εισήλθες εις οικογένειαν, η οποία δεν είναι ιδική σου και εις την οποίαν η διαγωγή σου είναι διαγωγή ξένου. [35] Διότι εις το τέλος, και αν ήσο αναμφισβητήτως υιός του πατρός μου και ηρνείτο ούτος να σε αναγνωρίση, δεν θα έπταιον εγώ διά τούτο. Διότι δεν είναι ιδικόν μου έργον να γνωρίζω ποίος είναι υιός του, αλλ' εκείνος έπρεπε να μάθη εις εμέ ποίον έπρεπε να θεωρώ ως αδελφόν. Καθ' όλον μεν λοιπόν τον χρόνον, κατά τον οποίον δεν σε ανεγνώριζεν ως υιόν του, ούτε εγώ σε εθεώρουν ως συγγενή· αφού δε σε υιοθέτησε, και εγώ σε θεωρώ ως αδελφόν. Ποία είναι η απόδειξις τούτου; Ότι έχεις μέρος της πατρικής κληρονομίας μετά τον θάνατον του πατρός μου, μετέχεις των ιερών και οσίων και κανείς δεν σε εκδιώκει εκ τούτων. Τι ζητείς; Αν δε λέγει ότι πάσχει φοβερά και κλαίει και οδύρεται και με κατηγορεί, δι' όσα μεν λέγει, μη τα πιστεύετε (διότι δεν είναι δίκαιον να ομιλή περί τούτων και αφού δεν πρόκειται ακόμη περί τούτων), αλλ' εκείνο λάβετε υπ' όψιν σας, ότι καθόλου ολιγώτερον δεν έχει το δικαίωμα να με διώξη δικαστικώς με το όνομα του Βοιωτού. [36] Διατί λοιπόν αγαπάς τας έριδας; Παύσε τας αντιρρήσεις σου· μη δεικνύης τόσην έχθραν προς ημάς, διότι ούτε εγώ σε εχθρεύομαι, διότι και τώρα, ίνα μηδέ τούτο διαφεύγη την προσοχήν σου, μάλλον διά το συμφέρον σου ομιλώ, έχων την αξίωσιν να μη έχης το ίδιον όνομα με εμέ. Διότι, και αν δεν υπήρχεν άλλη ενόχλησις, όταν είναι δύο υιοί του Μαντίου με το όνομα Μαντίθεος και ακούση τις το όνομα τούτο, θα ερωτήση ποίος εκ των δύο είναι. Λοιπόν, αν ομιλή περί σου, θα είπη προς διάκρισιν «εκείνον που υιοθέτησε διά της βίας». Διατί λοιπόν επιζητείς τας διακρίσεις αυτάς; Πάρε, γραμματεύ, και διάβασε αυτάς εδώ τας δύο μαρτυρίας, από τας οποίας φαίνεται, ότι ο πατήρ μου εμέ μεν ωνόμασε Μαντίθεον, τούτον δε Βοιωτόν.